Απούλητοι 45.000 τόνοι κρασιού – Για καταστροφή κάνουν λόγο οι οινοποιητικοί φορείς

Απούλητοι 45.000 τόνοι κρασιού - Για καταστροφή κάνουν λόγο οι οινοποιητικοί φορείς

Σήμα κίνδυνου εκπέμπει ο αμπελοοινικός κλάδος. Μετά από τα σημαντικά προβλήματα που έφερε  η πανδημία με το κλείσιμο των επιχειρήσεων της εστίασης και του τουρισμού και την κατακόρυφη πτώση της κατανάλωσης οίνου έως και 90% στο διάστημα Μαρτίου –  Ιουνίου οι άνθρωποι του κρασιού κάνουν τώρα λόγο για σημαντικές δυσκολίες με τις οποίες θα βρεθεί ο κλάδος το επόμενο διάστημα.

Τα μεγάλα αποθέματα που έμειναν στις δεξαμενές των οινοποιιών από πέρσι, εξαιτίας της χαμηλής ζήτησης τους προηγούμενους μήνες, σε συνδυασμό με την πλούσια φετινή παραγωγή, προκαλεί φόβο για ενδεχόμενα αδιέξοδα σε πολλές επιχειρήσεις του κλάδου εάν δεν αλλάξουν τα δεδομένα και αν η πολιτεία δεν αναλάβει πρωτοβουλίες  για ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα σε αρκετές περιοχές της χώρας, όπως στη Δυτική Ελλάδα  αμπελουργοί να αφήσουν ατρύγητα τα αμπέλια τους καθώς η ζήτηση είναι  περιορισμένη.

Και όλα αυτά την ίδια ώρα που η κατανάλωση κρασιού στην Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία της Κεντρικής Συνεταιριστικής Ένωσης Αμπελοοινικών Προϊόντων (ΚΕΟΣΟΕ), έχει περιοριστεί κατά 29% την τελευταία τριετία, με τα  αποθέματα να αυξάνονται περίπου 18% το 2019, χωρίς σε αυτά να υπολογίζονται και οι επιπτώσεις της πανδημίας που ακολουθήσαν και συνεχίζουν να επηρεάζουν την αγορά. Τη δραματική κατάσταση περιέγραψε σε  επιστολή που έστειλε ο πρόεδρος της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Αμπέλου και Οίνου ΕΔΟΑΟ, Γιάννης Βογιατζής, στα μέσα του περασμένου μήνα προς την ηγεσία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης   σημειώνοντας ότι ο κλάδος βρίσκεται εν μέσω τρύγου αντιμέτωπος με πιεστικά προβλήματα, και υπογραμμίζοντας την επείγουσα ανάγκη να ληφθούν μέτρα.

Καλά πήγε ο τρύγος

Οι Έλληνες οινοποιοί δεν μπορούν να προβλέψουν την επόμενη ημέρα. Αν και όπως λένε ο φετινός τρύγος   εξελίχθηκε ιδιαιτέρως καλά σε αρκετές περιοχές της χώρας, ο προβληματισμός τους για το τι μέλλει γενέσθαι ενισχύεται από το γεγονός ότι  περισσότεροι από 45.000 τόνοι κρασιού έμειναν αδιάθετοι εξαιτίας του lockdown το προηγούμενο διάστημα και πλέον οι δεξαμενές και οι αποθήκες είναι γεμάτες από την περσινή σοδειά.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΣΕΟ, η πτώση του τζίρου  ξεπερνά το 40% για την πλειονότητα των επιχειρήσεων, με τις μικρότερες εταιρείες οι οποίες δεν διαθέτουν τα προϊόντα τους σε σουπερμάρκετ και μεγάλες αγορές να ξεπερνά και το 60%. Αν αυτό συνδυαστεί και με το γεγονός ότι και οι εξαγωγές έχουν περιοριστεί λόγω της πανδημίας, οι διαστάσεις του προβλήματος εμφανίζονται ακόμα μεγαλύτερες καθώς οι οινοποιοί συνέχισαν την καλλιέργεια των αμπελώνων με ό,τι αυτό σημαίνει για τα κόστη τους, εξατμίζοντας   όμως τη ρευστότητα τους.

Οι εκπρόσωποι των οινοποιών έχουν ήδη ζητήσει την παρέμβαση της πολιτείας με την ΚΕΟΣΟΕ να έχει θέσει από το καλοκαίρι το θέμα της αναγκαιότητας παρεμβάσεων προκειμένου να υπάρξει η δυνατότητα απορρόφησης της  συγκομιδής οινοστάφυλων και να μη μείνουν σταφύλια στα αμπέλια, καθώς κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό και για τους αμπελοκαλλιεργητές. Είναι ενδεικτικό ότι οι οινοποιητικοί συνεταιρισμοί, αλλά και τα οινοποιεία μικρά και μεγάλα, που είναι επιχειρήσεις των οποίων ο κύκλος εργασιών κατέρρευσε εξαιτίας της πανδημίας, στερούνται των αναγκαίων  κεφαλαίων κίνησης, προκειμένου να παραλάβουν τις ποιότητες των σταφυλιών και μάλιστα σε τιμές που θα βοηθήσουν και τους παραγωγούς να επιβιώσουν.

Την ίδια ώρα μεγάλο προβληματισμό προκαλούν και τα δεδομένα του ισοζυγίου οίνου που απέστειλε το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων στην ΕΕ, δεδομένα που κάθε χρόνο επεξεργάζεται η ΚΕΟΣΟΕ και αφορούν τα μεγέθη των αποθεμάτων και της κατανάλωσης οίνου.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, το 2019 στην Ελλάδα με βάση το αλγεβρικό άθροισμα των επιμέρους μεγεθών, δηλαδή των αποθεμάτων έναρξης, της παραγωγής οίνου, των εισαγωγών και εξαγωγών, των βιομηχανικών χρήσεων και τέλος των αποθεμάτων κλεισίματος περιόδου που αφορούν το έτος 2019, καταγράφεται πτώση της  κατανάλωσης κατά 14,25%, σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Η πτώση αυτή τα τρία τελευταία χρόνια  έφτασε συνολικά στο 29,36%.

Πηγή: in.gr