Αργοδιατροφικά συστήματα: Στα 8 τρισ. ευρώ το ετήσιο κρυφό κόστος λόγω ανθυγιεινών διατροφικών προτύπων
Σε 12 τρισ. δολάρια ετησίως ανέρχεται το κρυφό κόστος στα διεθνή αγροδιατροφικά συστήματα, από τα οποία τα 8,1 τρισ. ευρώ, δηλαδή το 70%, προέρχονται από ανθυγιεινά διατροφικά πρότυπα και συνδέονται με ανησυχητικές μη μεταδοτικές ασθένειες, όπως είναι οι καρδιακές παθήσεις, το εγκεφαλικό και ο διαβήτης.
Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει η επικαιροποιημένη έκθεση του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO) για την Κατάσταση της Διατροφής και της Γεωργίας 2024 (State of Food and Agriculture 2024 – SOFA).
«Τα ευρήματά μας υπογραμμίζουν τον επείγοντα χαρακτήρα της δράσης. Από το βάρος των μη μεταδοτικών ασθενειών στα βιομηχανικά συστήματα αγροδιατροφής, μέχρι τις επίμονες προκλήσεις του υποσιτισμού στα παραδοσιακά αγροδιατροφικά συστήματα, το κρυφό κόστος τους αγγίζει κάθε γωνιά του πλανήτη», επισημαίνει, μεταξύ άλλων, στην εισαγωγή της έκθεσης ο Γενικός Διευθυντής του FAO, Qu Dongyu.
Όπως εξηγεί, παρά τον κρίσιμο ρόλο τους στην παροχή θέσεων εργασίας, τα αγροδιατροφικά συστήματα δεν διασφαλίζουν πάντα ένα αποδεκτό επίπεδο διαβίωσης και ποιότητας ζωής. «Οι ευάλωτοι πληθυσμοί, συμπεριλαμβανομένων των φτωχών και των ανθρώπων που βιώνουν επισιτιστική ανασφάλεια, των παραγόντων της αλυσίδας αξίας μικρής κλίμακας, των γυναικών, των νέων, των ατόμων με αναπηρία και των αυτόχθονων πληθυσμών, φέρουν συχνά το μεγαλύτερο βάρος του κοινωνικού κρυφού κόστους σε αυτά τα συστήματα. Οι ανισότητες είναι βαθιά ενσωματωμένες στα αγροδιατροφικά μας συστήματα», τονίζει.
Οι μεγαλύτεροι διατροφικοί κίνδυνοι
Κατά την εξέταση των επιπτώσεων στην υγεία, η έκθεση εντοπίζει 13 διατροφικούς παράγοντες κινδύνου. Αυτοί περιλαμβάνουν την ανεπαρκή πρόσληψη δημητριακών ολικής άλεσης, φρούτων και λαχανικών, υπερβολική κατανάλωση νατρίου και υψηλή πρόσληψη κόκκινου και επεξεργασμένου κρέατος, με αξιοσημείωτες διαφορές στα διάφορα αγροδιατροφικά συστήματα.
Για παράδειγμα, αναφέρεται στην έκθεση, ενώ οι δίαιτες χαμηλές σε δημητριακά ολικής άλεσης είναι ο κύριος διατροφικός παράγοντας κινδύνου στα περισσότερα συστήματα αγροδιατροφής, σε συστήματα παρατεταμένων κρίσεων (σε αυτά δηλαδή που αντιμετωπίζουν παρατεταμένες συγκρούσεις, αστάθεια και εκτεταμένη επισιτιστική ανασφάλεια) και παραδοσιακά συστήματα (που χαρακτηρίζονται από χαμηλότερη παραγωγικότητα, περιορισμένη χρήση τεχνολογίας και μικρότερες αλυσίδες αξίας), το πρωταρχικό μέλημα είναι η χαμηλή πρόσληψη φρούτων και λαχανικών.
Άλλη μια σημαντική ανησυχία είναι η υψηλή πρόσληψη νατρίου, η οποία παρουσιάζει ανοδική τάση, καθώς τα συστήματα εξελίσσονται. Αντίθετα, η υψηλή κατανάλωση επεξεργασμένου και κόκκινου κρέατος αυξάνεται σταθερά καθ’ όλη τη διάρκεια της μετάβασης από τα παραδοσιακά στα βιομηχανικά συστήματα και κατατάσσεται μεταξύ των τριών κορυφαίων διατροφικών κινδύνων.
Περιβαλλοντικός αντίκτυπος
Αλλά και ο περιβαλλοντικός αντίκτυπος των μη βιώσιμων γεωργικών πρακτικών συμβάλλει ουσιαστικά στην επιβάρυνση του κρυφού κόστους.
Σύμφωνα με την έκθεση, το κόστος που σχετίζεται με τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, τις αλλαγές στη χρήση γης και τη ρύπανση των υδάτων είναι ιδιαίτερα υψηλό σε χώρες με διαφοροποιημένα αγροδιατροφικά συστήματα – όπου η ταχεία οικονομική ανάπτυξη συνδυάζεται με εξελισσόμενα πρότυπα κατανάλωσης και παραγωγής –και υπολογίζεται ότι φτάνει τα 720 δισ. δολάρια.
Τα επίσημα και βιομηχανικά συστήματα αγροδιατροφής αντιμετωπίζουν επίσης σημαντικό περιβαλλοντικό κόστος. Ωστόσο, οι χώρες που αντιμετωπίζουν παρατεταμένες κρίσεις επιβαρύνονται με το υψηλότερο σχετικό περιβαλλοντικό κόστος, που αντιστοιχεί στο 20% του ΑΕΠ τους.
Από την άλλη, το κοινωνικό κόστος, συμπεριλαμβανομένης της φτώχειας και του υποσιτισμού, είναι πιο διαδεδομένο στα παραδοσιακά συστήματα αλλά και σε εκείνα που πλήττονται από παρατεταμένες κρίσεις. Αυτά τα κοινωνικά κόστη αντιπροσωπεύουν το 8 και 18% του ΑΕΠ, αντίστοιχα, υπογραμμίζοντας την επείγουσα ανάγκη για βελτιωμένα μέσα διαβίωσης και ολοκληρωμένες ανθρωπιστικές, αναπτυξιακές και ειρηνευτικές προσπάθειες.
Στους 13 διατροφικούς παράγοντες κινδύνου που προσδιορίζει η επικαιροποιημένη έκθεση SOFA περιλαμβάνονται η ανεπαρκής πρόσληψη δημητριακών ολικής αλέσεως, φρούτων και λαχανικών, η υπερβολική κατανάλωση νατρίου και η υψηλή πρόσληψη κόκκινου και επεξεργασμένου κρέατος.
Συλλογική δράση
Συνολικά, η έκθεση ζητά έναν μετασχηματισμό των αγροδιατροφικών συστημάτων, ώστε να γίνουν πιο βιώσιμα, ανθεκτικά, χωρίς αποκλεισμούς και αποτελεσματικά. Αυτό απαιτεί την υπέρβαση των παραδοσιακών οικονομικών μέτρων όπως το ΑΕΠ, χρησιμοποιώντας την πραγματική λογιστική κόστους για την αναγνώριση των κρυφών δαπανών.
Με αυτήν την προσέγγιση, λέει η έκθεση, οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων μπορούν να κάνουν πιο επικαιροποιημένες επιλογές που να ενισχύουν την κοινωνική αξία των συστημάτων αγροδιατροφής, αναγνωρίζοντας τον ουσιαστικό ρόλο τους στην επισιτιστική ασφάλεια, τη διατροφή, τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και την πολιτιστική ταυτότητα.
«Η επίτευξη αυτού του μετασχηματισμού απαιτεί επίσης τη γεφύρωση των τομεακών διαφορών, την ευθυγράμμιση των πολιτικών στον τομέα της υγείας, της γεωργίας και του περιβάλλοντος και τη διασφάλιση ότι τα οφέλη και το κόστος μοιράζονται δίκαια μεταξύ όλων των ενδιαφερομένων» τονίζεται.
Η έκθεση τονίζει ότι αυτός ο μετασχηματισμός απαιτεί συλλογική δράση, με τη συμμετοχή παραγωγών, αγροτικών επιχειρήσεων, κυβερνήσεων, χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, διεθνών οργανισμών και καταναλωτών.
Αγρότες
Όπως υπογραμμίζεται, ένας επιτυχημένος μετασχηματισμός των αγροδιατροφικών συστημάτων πρέπει να αναγνωρίζει τη μοναδική θέση των παραγωγών, γιατί εκείνοι βρίσκονται στην πρώτη γραμμή των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και σηκώνουν μεγάλο βάρος στην υιοθέτηση βιώσιμων πρακτικών.
«Ενώ οι απαραίτητες αλλαγές είναι δικαιολογημένες για την κοινωνία, τα οφέλη από την αντιμετώπιση του κρυφού κόστους πραγματοποιούνται σε όλη την αλυσίδα εφοδιασμού, αλλά οι παραγωγοί δεν αποζημιώνονται πάντα για τα έξοδα, με τα οποία επιβαρύνονται για την αντιμετώπιση αυτών των δαπανών», επισημαίνεται.
Για τον λόγο αυτό, η έκθεση υπογραμμίζει ότι πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή μηχανισμοί για την ελάφρυνση των οικονομικών και διοικητικών βαρών, δίνοντας έτσι κίνητρα για αλλαγές. Επιπλέον, η αναγνώριση της ποικιλομορφίας στον γεωργικό τομέα είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη αποτελεσματικών πολιτικών. Αναφέρεται, δε, ότι η μετασχηματιστική αλλαγή πρέπει να σχεδιαστεί με τέτοιο τρόπο, ώστε το κόστος για την ανάληψη δράσεων σήμερα να πληρώνεται από όσους αποκομίζουν τα μακροπρόθεσμα οφέλη.