Αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά: Οι προσδοκίες των ετεροεπαγγελματιών βυθίζουν τον κλάδο

των Γιάννη Σάρρου, Μαρίας Αμπατζή

Μπορεί οι εδαφοκλιματολογικές συνθήκες της χώρας να ευνοούν σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξη των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών, όμως ο κλάδος μαστίζεται από παθογένειες, οι οποίες αποτελούν τροχοπέδη για την παραπέρα εξέλιξη και προοπτική. Όπως τονίζει στην «ΥΧ» ο Μόσχος Πολυσίου, ομότιμος καθηγητής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, «ο τομέας των ΑΦΦ έχει σημαντικές δυνατότητες και προοπτικές, αρκεί να βρούμε τους σωστούς βηματισμούς σε όλα τα στάδια παραγωγής, μεταποίησης και εμπορίας».

Αναγκαία η τεχνογνωσία και ο σωστός προγραμματισμός

Για σημαντικές αδυναμίες και ελλείψεις στον κλάδο κάνει λόγο ο Γιάννης Καραγκούνης, γεωπόνος και παραγωγός αρωματικών φυτών από τη Λάρισα: «Είναι ένας τομέας της αγροτικής οικονομίας, όπου άνθρωποι εκτός του κλάδου έχουν υπερεκτιμήσει τις πραγματικές αποδόσεις και τα έσοδα που προκύπτουν. Οι περισσότεροι που μπαίνουν στην παραγωγή δεν έχουν κάποια σχέση με τον χώρο και επειδή έχουν ακούσει από τα μέσα ενημέρωσης ότι έχει μεγάλα εισοδήματα ξεκινούν την καλλιέργεια χωρίς τα απαιτούμενα μέσα». Περιγράφοντας την κατάσταση στον τομέα των ΑΦΦ, ο κ. Καραγκούνης μιλάει για αύξηση των καλλιεργουμένων εκτάσεων τα τελευταία χρόνια, χωρίς ωστόσο να υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος προγραμματισμός, με αποτέλεσμα οι τιμές να έχουν πέσει σε σημαντικό βαθμό: «Μέσα από αυτή την κατάσταση, οι έμποροι βρίσκουν την ευκαιρία να πάρουν σε χαμηλές τιμές τα αρωματικά φυτά. Η έλλειψη τεχνογνωσίας είναι ένας σημαντικός παράγοντας στην υποστήριξη των καλλιεργειών».

Κλείνοντας, ο κ. Καραγκούνης δίνει μία χαρακτηριστική εικόνα για την πτώση των τιμών, χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τις πωλήσεις ως ξερή δρόγη: «Η τιμή της ρίγανης κυμαίνεται στο 1,3 ευρώ/κιλό με μία μέση απόδοση στα 220 κιλά/στρέμμα, το χαμομήλι στα 10 ευρώ/κιλό με μία μέση παραγωγή στα 30 κιλά/στρέμμα και το τσάι του βουνού στα 7,5 ευρώ/κιλό».

Χάνουμε αγορές από την έλλειψη οργάνωσης

Για αδυναμίες στον κλάδο της παραγωγής και ειδικά στο μελισσόχορτο κάνει λόγο ο Γιάννης Τασιόπουλος, παραγωγός από τη Λιβαδειά με πάνω από 100 στρέμματα μελισσόχορτο: «Οι απαιτήσεις των ξένων εταιρειών στον τομέα των αρωματικών φυτών είναι μεγάλες. Θέλουν όγκο παραγωγής, συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά και μία πρώτη μεταποίηση στον τόπο παραγωγής.

Οι έμποροι που μεσολαβούν στην προώθηση του προϊόντος δεν καλύπτουν τις ανάγκες και τις απαιτήσεις των καιρών. Χρειάζονται σύγχρονα συλλογικά σχήματα, ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των καιρών».

Τι λέει η μεταποίηση

Για ελλιπή σχεδιασμό ακόμα και στον τομέα της μεταποίησης κάνει λόγο ο Νίκος Μαλλίδης, μεταποιητής αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών από την Ξερολίμνη Κοζάνης: «Τα τελευταία χρόνια, υπερπολλαπλασιάστηκαν οι καλλιεργούμενες εκτάσεις και τα αποστακτήρια, χωρίς ωστόσο κανέναν ουσιαστικό προγραμματισμό.

Ο φορέας στήριξης των επαγγελματιών του χώρου μέσω της Ένωσης αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών δεν μπόρεσε μέχρι και σήμερα να κάνει εκείνα τα βήματα που όφειλε να κάνει και ο κλάδος δείχνει στην παρούσα φάση αδύναμος να αντεπεξέλθει σε αυτά τα δεδομένα».

Έρευνα και από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Μέσα από ένα ερευνητικό πρόγραμμα για την καλύτερη αξιοποίηση των παραπροϊόντων της ενυδροπονίας, ο καθηγητής Νίκος Κατσούλας με την ερευνητική του ομάδα προσπαθούν να αξιοποιήσουν στον μέγιστο βαθμό όλες εκείνες τις δυνατότητες που τους δίνει η κυκλική οικονομία. Όπως εξηγεί ο ίδιος, αξιοποιούν υπολείμματα των ψαριών της ενυδροπονίας, τα οποία μετά από κατάλληλη επεξεργασία μετατρέπονται σε λίπασμα που το διοχετεύουν σε κύριες ή δευτερεύουσες καλλιέργειες αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών. Τα μέχρι τώρα αποτελέσματα είναι θετικά, αναφέρει ο κ. Κατσούλας.

Ευνοϊκά σενάρια στη Θράκη

Σε Έβρο και Ροδόπη καλλιεργήθηκαν περίπου 3.000 στρέμματα ΑΦΦ, δηλώνει ο πρόεδρος στον Συνεταιρισμό Έβρου-Ροδόπης Αρωματικά φυτά «Θράκης Θησαυρός» Πασχάλης Παπαδάκης, προσθέτοντας ότι «ο καιρός είναι μέχρι στιγμής ευνοϊκός και ευελπιστούμε σε καλή παραγωγή. Δεν θέλουμε βροχές τον Ιούνιο, θέλουμε ήλιο για να φτιάξει η λεβάντα τα πτητικά της συστατικά και να έχουμε καλή απόδοση σε άρωμα».

Η συγκομιδή της λεβάντας πρέπει να γίνει στις αρχές Ιουλίου και οι παραγωγοί προσδοκούν σε ηλιόλουστες μέρες για να έχει καλύτερο άρωμα και απόδοση σε ποιότητα. Το θετικό είναι ότι είχαν τις βροχές που χρειαζόταν η καλλιέργεια, η οποία προχώρησε καλά. Οι δυσκολίες που προέκυψαν οφείλονταν κυρίως στην έλλειψη εργατών γης. Έτσι, χρειάστηκε οι αγρότες να κάνουν μόνοι τους τα σκαψίματα και τα σκαλίσματα, αλλά πλέον νιώθουν πιο ασφαλείς, γιατί δεν έχουν ανάγκη από εργατικά χέρια στη συγκομιδή.

Τέλος, ο κ. Παπαδάκης σημειώνει ότι λειτουργεί από πέρυσι αποστακτήριο στο Μοναστηράκι Έβρου, το οποίο ωστόσο είναι δύσκολο να καλύψει τις ανάγκες όλων των παραγωγών.