του Γεώργιου Ζακυνθινού
καθηγητή Τεχνολογίας, Ασφάλειας και Ανάπτυξης Λειτουργικών Τροφίμων και Υγειοπροστατευτικών Προϊόντων στη Δημόσια Υγεία, Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής

 

 

♦ Ύσσωπος ♦


Ο Ύσσωπος είναι φυτό που ανήκει στην οικογένεια των χειλανθών (Lamiaceae) και το είδος Hyssopus officinalis L. (Ύσσωπος ο φαρμακευτικός). Ο ύσσωπος ήταν γνωστός στην αρχαιότητα.

Τον αναφέρει ο Διοσκουρίδης, ο δε Δαυίδ στους ψαλμούς του (51:7) λέγει, μεταξύ άλλων: «Ραντιείς με υσσώπω και καθαρισθήσομαι πλυνείς με και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι». Η καθολική εκκλησία χρησιμοποιεί τον ύσσωπο για ράντισμα στις μεγάλες θρησκευτικές τελετές της.

Ο Ύσσωπος είναι φυτό που ανήκει στην οικογένεια των χειλανθών (Lamiaceae) και το είδος Hyssopus officinalis L. (Ύσσωπος ο φαρμακευτικός). Ο ύσσωπος ήταν γνωστός στην αρχαιότητα. Τον αναφέρει ο Διοσκουρίδης, ο δε Δαυίδ στους ψαλμούς του (51:7) λέγει, μεταξύ άλλων: «Ραντιείς με υσσώπω και καθαρισθήσομαι πλυνείς με και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι». Η καθολική εκκλησία χρησιμοποιεί τον ύσσωπο για ράντισμα στις μεγάλες θρησκευτικές τελετές της.

Έχει βλαστό ύψους μέχρι 60 εκατοστά, φρυγανώδους υφής και μορφής που αδελφώνει και σχηματίζει πυκνές συστάδες. Τα φύλλα του είναι προμήκη ή γραμμοειδώς λογχοειδή, ακέραια μονόπλευρα, μήκους 3 -5 εκατοστών. Τα άνθη του είναι σε μονόπλευρους επάκριους στάχεις και έχουν χρώμα μπλε ιώδες. Τα καρπίδιά του είναι λεία τριγωνικώς ωοειδή. Είναι ιθαγενές των παραμεσόγειων χωρών και της Ασίας όπου αυτοφύεται. Επίσης, καλλιεργείται σε μικρή έκταση σε Βουλγαρία, Ουγγαρία, Γερμανία κ.λπ.

Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό, μελισσοτροφικό και αρτυματικό. Τα φύλλα του, οι νεαρές άκρες βλαστών και των λουλουδιών του έχουν μια έντονα αρωματική γεύση, κάπως σαν διασταύρωση φασκόμηλου και μέντας.

Περιβάλλον και προσαρμογή καλλιέργειας

Ο ύσσωπος ευδοκιμεί συνήθως σε περιοχές όπου αναπτύσσεται η λεβάντα, δηλαδή λοφώδεις, ασβεστολιθικές και κάπως δροσερές. Το έδαφος πρέπει να είναι μέτριας συστάσεως και με Ph 5,0-7,5. Σε πλούσιο έδαφος αναπτύσσεται καλύτερα, ενώ πρέπει να αποφεύγεται εκείνο που συγκρατεί πολλή υγρασία.

Η καλλιέργεια γίνεται σε ξηρικές συνθήκες, λίγα όμως ποτίσματα το καλοκαίρι ευνοούν την ανάπτυξή του. Ο ύσσωπος πολλαπλασιάζεται κυρίως με σπόρο που σπέρνεται στο σπορείο τον Αύγουστο ή την άνοιξη (Φεβρουάριος-Μάρτιος). Τα νεαρά φυτά μεταφυτεύονται στο χωράφι όταν έχουν ύψος 8-10 εκατοστά τον Νοέμβριο ή τον Απρίλιο αντίστοιχα. Επίσης, πολλαπλασιάζεται με παραφυάδες, που δημιουργούνται άφθονες σε κάθε συστάδα φυτού τον δεύτερο συνήθως χρόνο από τη φύτευση των νεαρών φυτών.

Τέλος, σε μερικές περιπτώσεις πολλαπλασιάζεται και με μοσχεύματα, που τοποθετούνται για ριζοβολία την εποχή που σπέρνεται ο σπόρος στα σπορεία και που ριζοβολούν ανάλογα με τη θερμοκρασία σε 2-3 μήνες. Η φύτευση στο χωράφι γίνεται με το χέρι ή με καπνοφυτευτικές μηχανές.

Οι αποστάσεις των φυτών μεταξύ των γραμμών είναι 60-80 και στις γραμμές 40-50 εκατοστά.

Διάρκεια καλλιέργειας

Όταν ο ύσσωπος καλλιεργηθεί σε κατάλληλες εδαφοκλιματικές συνθήκες και γίνουν οι απαραίτητες περιποιήσεις (καταστροφή ζιζανίων, λίπανση κ.λπ.), η διάρκεια ζωής του φτάνει τα 6-7 ή και περισσότερα χρόνια.

Καλλιεργητικές πρακτικές και πρακτικές συγκομιδής

Οι σπουδαιότερες καλλιεργητικές εργασίες είναι η καταστροφή των ζιζανίων και η λίπανση. Η ζιζανιοκτονία γίνεται με σκαλίσματα. Στη λίπανση επίσης δεν υπάρχουν εκτεταμένα και επαναλήψιμα πειραματικά δεδομένα. Μια σύσταση ασβεστούχου φωσφορικής αμμωνίας, σε ποσότητα 30 κιλών το στρέμμα, βοηθάει την ανάπτυξη των φυτών. Το λίπασμα πρέπει να ρίχνεται τον Νοέμβριο κάθε χρόνο.

Η συλλογή του Ύσσωπου γίνεται όταν τα φυτά βρίσκονται στο στάδιο της πλήρους ανθίσεως (Ιούνιο-Ιούλιο). Σε μικρές καλλιέργειες, η συλλογή γίνεται με το χέρι, ενώ σε μεγάλες γίνεται με χορτοκοπτικές μηχανές. Μετά το κόψιμο, τα φυτά συγκεντρώνονται σε μεγάλους σωρούς, όπου αποξηραίνονται. Σε μικρές ποσότητες, η ξήρανση γίνεται υπό σκιά σε υπόστεγα.

Στη συνέχεια, διαχωρίζονται τα φύλλα και άνθη από τους βλαστούς και το προϊόν είναι έτοιμο προς πώληση. Η παραγωγή αρχικά είναι μικρή (20-25 κιλά στο στρέμμα) τον πρώτο χρόνο της φυτεύσεως και τον δεύτερο χρόνο η παραγωγή αυξάνει και φτάνει τα 300 περίπου κιλά ανά στρέμμα. Με αυτή την απόδοση συνεχίζει η καλλιέργεια και τα επόμενα χρόνια.

Χρήσεις

Ο ύσσωπος χρησιμοποιείται και ως μελισσοτροφικό φυτό, γιατί θεωρείται εξαιρετική τροφή επειδή περιέχει εκλεκτής ποιότητας νέκταρ. Επίσης, χρησιμοποιείται ως μπαχαρικό (άρτυμα), καθώς και στην παρασκευή αλκοολικών ηδύποτων. Περιέχει αιθέριο έλαιο που ανέρχεται σε 0,15% της χλωρής και μέχρι 0,8% της ξηρής δρόγης. Έχει χρώμα ανοικτό κίτρινο έως κιτρινοπράσινο ή είναι άχρωμο και οσμή γλυκιά, με αίσθηση καμφοράς. Χρησιμοποιείται τόσο στην αρωματοποιία, όσο και στην παρασκευή αλκοολούχων ποτών.

Μείγματα ως blends με αιθέρια έλαια των εσπεριδοειδών, της λεβάντας, του δεντρολίβανου, των δαφνόφυλλων και του φασκόμηλου δίνουν εξαιρετικούς και αρωματικούς συνδυασμούς. Ως φαρμακευτικό, θεωρείται τονωτικό του στομάχου, ανθελμινθικό και είναι ευεργετικό ενάντια στις παθήσεις του αναπνευστικού συστήματος. Νοθεύεται με άλλα, κατώτερης ποιότητας αιθέρια έλαια, λόγω της υψηλής τιμής του. Ο ύσσωπος γενικά είναι ένα φυτό που η κατανάλωσή του σήμερα είναι περιορισμένη, παρά τη σημαντική του θέση στη διεθνή αγορά.

♦ Δίκταμος 


Ο Δίκταμος είναι πολυετές μικρό φρύγανο που ανήκει στην οικογένεια των χειλανθών (Lamiaceae) και το είδος Origanum dictamus, ή Origanum pseudodictamus Sieb ή Amaracus dictamus Benth.

Είναι φυτό πολύκλαδο με φύλλα ωοειδή, μήκους 8-10 χιλιοστών, με πυκνό άσπρο τρίχωμα. Τα άνθη του σχηματίζουν κορύμβους όπως στον λυκίσκο και έχουν χρώμα ρόδινο ανοιχτό. Υπάρχουν τρεις παραλλαγές: Ο πλατύφυλλος, ο στενόφυλλος και ο μεσόφυλλος δίκταμος, που είναι και ο καλύτερος.

O δίκταμος είναι το φυτό που ήταν γνωστό στην αρχαιότητα με το όνομα δίκταμνος, που προέρχεται από τις λέξεις Δίκτη (βουνό της Κρήτης) και θάμνος. Είναι ένα από τα σπουδαιότερα αρωματικά και φαρμακευτικά συνάμα φυτά της αρχαιότητας, αφού το θεωρούσαν πανάκεια (δηλαδή θεράπευε όλες τις ασθένειες).

Ο Ιπποκράτης το χρησιμοποιούσε εναντίον των παθήσεων του στομάχου και του πεπτικού συστήματος, καθώς και της σπλήνας, των ρευματισμών, των αρθριτικών, της μήτρας και της δυστοκίας. Ειδικότερα, θεωρούνταν αποτελεσματικό παυσίπονο και επουλωτικό των πληγών.

Περιβάλλον και προσαρμογή καλλιέργειας

Τα καλύτερα εδάφη για την καλλιέργειά του είναι τα αμμοαργιλώδη που αερίζονται καλά και που πρέπει να οργώνονται βαθιά. Βαριά εδάφη που συγκρατούν υγρασία είναι τελείως ακατάλληλα. Πρέπει να αποφεύγονται περιοχές όπου φυσούν άνεμοι. Τρεις είναι οι τρόποι που πολλαπλασιάζεται ο δίκταμος: σπόρος, μοσχεύματα και παραφυάδες. Ο σπόρος σπέρνεται σε σπορεία το φθινόπωρο ή την άνοιξη και τα μικρά φυτά μεταφυτεύονται στο χωράφι όταν φτάσουν σε ύψος 8-10 εκατοστών.

Τα μοσχεύματα είναι τμήματα βλαστών 6-8 εκατοστών που φυτεύονται για να ριζοβολήσουν το φθινόπωρο ή την άνοιξη και που μετά τη ριζοβολία τους μεταφυτεύονται κι αυτά στο χωράφι.

Ο καλύτερος τρόπος είναι με παραφυάδες, που τις παίρνουμε από τα φυτά παλιών φυτειών και τις μεταφυτεύουμε αμέσως στο χωράφι. Τα φυτά από τα οποία παίρνουμε τις παραφυάδες ή τα μοσχεύματα πρέπει να είναι υγιή και εύρωστα. Η φύτευση τόσο των φυτών που προέρχονται από σπόρο, όσο και από μοσχεύματα ή και παραφυάδες, γίνεται το φθινόπωρο (Οκτώβριο-Νοέμβριο) ή την άνοιξη (Φεβρουάριο-Μάρτιο). Η φύτευση γίνεται σε γραμμές που απέχουν 50 εκατοστά και η απόσταση των φυτών σε αυτές είναι 35 εκατοστά.

Καλλιεργητικές πρακτικές και πρακτικές συγκομιδής

Μετά τη διαδικασία της προετοιμασίας του χωραφιού, ακολουθεί η φύτευση. Τα φυτά φυτεύονται ή με το χέρι ή με μηχανές και με επαρκές πότισμα μετά τη φύτευσή τους. Οι άλλες καλλιεργητικές εργασίες που πρέπει να γίνονται μετά τη φύτευση είναι η ζιζανιοκτονία, το ελαφρύ πότισμα, όπου υπάρχει νερό και η λίπανση.

Τα ζιζάνια καταστρέφονται με συνεχή σκαλίσματα, βοτανίσματα που θα πρέπει να γίνονται έγκαιρα. Τα ποτίσματα πρέπει να γίνονται με προσοχή και σε αραιά διαστήματα, γιατί τα συχνά και πολλά ευνοούν την ανάπτυξη των ζιζανίων και καταστρέφουν την ποιότητα του προϊόντος.

Ο Δίκταμος συλλέγεται όταν βρίσκεται στο στάδιο της άνθισης. Συλλέγονται χωριστά οι ανθοφόροι βλαστοί με λίγα φύλλα της βάσεώς τους και χωριστά τα υπόλοιπα μέρη του φυτού.

Σε όλη τη βλαστική περίοδο γίνονται 2-4 συλλογές. Στις πρώιμες συλλογές η πρώτη γίνεται στο τέλος Μαΐου, ενώ στις όψιμες περίπου έναν μήνα αργότερα. Η συλλογή πρέπει να γίνεται με ξηρό καιρό και αμέσως τα συλλεγόμενα μέρη να τοποθετούνται για ξήρανση σε σκιά. Όταν ξεραθούν καλά, καθαρίζονται από τις ξένες ύλες και τοποθετούνται σε τσουβάλια ή κουτιά μέχρις ότου διατεθούν στο εμπόριο. Η σχέση ξηρού προς χλωρό βάρος είναι περίπου 40%.

Διάρκεια καλλιέργειας

Με τις κατάλληλες συνθήκες καλλιέργειας, ο δίκταμος μπορεί να παραμείνει στο ίδιο χωράφι περισσότερα από πέντε χρόνια. Ύστερα όμως από τη χρονική περίοδο των 4-5 χρόνων παραγωγής εκφυλίζεται η απόδοση των φυτών και έτσι προτείνεται η ανανέωση της φυτείας και πάντα μετά από πρακτικές αμειψισποράς.

Χρήσεις

Ο δίκταμος αντιπροσωπεύει μια αποτελεσματική και φθηνή πηγή ισχυρών φυσικών αντιμικροβιακών παραγόντων με ιδιότητες που προάγουν την υγεία, οι οποίοι μπορούν να ενσωματωθούν στα συστήματα τροφίμων.

 Καλέντουλα 


Η Calendula officinalis L., καλέντουλα η φαρμακευτική, νεκρολούλουδο, νεκράνθεμο, κιτρινολούλουδο, αδράχτι της γριάς, μοσχαρδίνι, πετεινόχορτο, κίτρινη μαργαρίτα ανήκει στην οικογένεια Asteraceae (Compositae).

Πρόκειται για ένα μικρό θαμνώδες φυτό που έχει ανοιχτό πράσινο φύλλο και λουλούδια, που μπορεί να είναι κίτρινα ή πορτοκαλί. Υπάρχουν περίπου 20 είδη φυτών που αποτελούν μέρος της οικογένειας καλέντουλας, αλλά μόνο η Calendula officinalis, πιο γνωστή ως καλέντουλα, χρησιμοποιείται για φάρμακα και στα τρόφιμα ως χρωστική. Δεν αυτοφύεται, αλλά καλλιεργείται ως καλλωπιστικό φυτό στους κήπους σε όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε περιοχές με ήπιο κλίμα και σε χωράφια φτωχά μέτριας γονιμότητας, ξηρικά ή ποτιστικά, με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη.

Ανθίζει από τον Μάιο έως τον Οκτώβριο και η συλλογή των ανθέων της πραγματοποιείται λίγο πριν από το άνοιγμά τους. Είναι γενικά φυτό φαρμακευτικό και καλλωπιστικό, αλλά θα μπορούσε να καλλιεργηθεί και να τυποποιηθεί σε σκευάσματα διατροφής.

Χρήσεις

Όλα τα μέρη του φυτού έχουν φαρμακευτικές ιδιότητες, κυρίως όμως χρησιμοποιούνται τα άνθη που θεωρούνται τονωτικά, εφιδρωτικά, εμμηναγωγά, αντιφλογιστικά, επουλωτικά, αιμοστατικά, καθαρτικά και χρωστικά. Στην παραδοσιακή ιατρική, τα πέταλα κατιφέ έχουν μετατραπεί σε αλοιφές, εκχυλίσματα και εγχύσεις και χρησιμοποιούνται για μια ποικιλία παθήσεων, όπως πυρετούς, ίκτερο, έλκη στομάχου, επιπεφυκίτιδα (κόκκινοι ερεθισμένοι οφθαλμοί) ηπατικά προβλήματα, εγκαύματα και πληγές. Επίσης, η καλέντουλα ήταν γνωστή ως «σαφράν του φτωχού», για αυτό χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται για τον φυσικό χρωματισμό των τροφίμων, όπως τυρί βούτυρο, ψωμί, κρέμες, σούπες και μπισκότα.

Βαλσαμόχορτο


Το βαλσαμόχορτο είναι ένας ποώδης, πολυετής, φυλλοβόλος ή αειθαλής θάμνος που αυτοφύεται και αναπτύσσεται σε ύψος 45-60 εκ. και πλάτος 20-40 εκ. Το H. perforatum είναι ένα από τα περίπου 400 είδη Hypericum, τα οποία περιλαμβάνουν βότανα, θάμνους και δέντρα, με διαφορετικούς χρόνους άνθισης και πολιτιστικές απαιτήσεις.

Στην Αρχαία Ελλάδα ήταν γνωστό ως «υπερικόν», ενώ στη νεότερη Ελλάδα είναι γνωστό και ως βαλσαμόχορτο ή σπαθόχορτο, ενώ στην ξένη βιβλιογραφία αναφέρεται ως Perforate St. John’s-wort, κοινά Saint John’s wort.

Στη φύση, το βαλσαμόχορτο βρίσκεται συχνά σε ανοιχτά δάση, δρόμους και λιβάδια και πάντα σε ξηρές ηλιόλουστες θέσεις, συνήθως σε ασβεστολιθικά εδάφη.

Περιβαλλοντικές απαιτήσεις

Eυδοκιμεί σε περιοχές με χειμερινές ή θερινές βροχοπτώσεις. Ωστόσο, η κατανομή του περιορίζεται από θερμοκρασίες πολύ χαμηλές για τη βλάστηση των σπόρων ή την επιβίωση των φυτών του. Το είδος είναι κοσμοπολίτικο και μπορεί να βρεθεί σε μια ποικιλία οικότοπων. Συνήθως ανθίζει κατά τη διάρκεια του θερινού ηλιοστασίου (αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη, πήρε το όνομά του αγγλιστί Saint John’s wort από το γεγονός ότι συχνά ανθίζει στα γενέθλια του βιβλικού Ιωάννη του Βαπτιστή). Το φυτό είναι αυτογόνιμο και μπορεί να εξαπλωθεί γρήγορα στο σημείο όπου είναι δυνητικά επεμβατικό.

Το ριζικό μοτίβο είναι ριζωματώδες με υπόγειους μίσχους που στέλνουν ρίζες και βλαστούς κατά μήκος τους. Ένα μόνο φυτό μπορεί να παράγει έως και 100.000 σπόρους ετησίως και οι σπόροι που πέφτουν και ενσωματώνονται στο έδαφος μπορεί να διατηρηθούν βλαστικά για δέκα χρόνια.

Το βαλσαμόχορτο ανέχεται τους περισσότερους τύπους εδάφους, συμπεριλαμβανομένων των αμμωδών και αργιλωδών εδαφών, αλλά προτιμά καλά στραγγιζόμενο, υγρό έδαφος. Μπορεί να αναπτυχθεί σε ημι-σκιά (ελαφρύ δάσος) ή χωρίς σκιά, αλλά ο πλήρης ήλιος είναι καλύτερος για πλούσιες ανθοφορίες. Μπορεί, επίσης, να ανεχθεί την ξηρασία.

Χρήσεις

Τα λουλούδια και τα φύλλα του βαλσαμόχορτου περιέχουν δραστικά συστατικά, όπως η υπερφορίνη, και κυκλοφορεί στην αγορά ως συμπλήρωμα διατροφής για την κατάθλιψη και σε φόρμουλες όπως σε τσάγια, δισκία, υγρά και τοπικά παρασκευάσματα.

Κίστος


Το επιστημονικό όνομά του είναι Cistus lantanifer και αναφέρεται ως λαδανιά, αλάδανος, λάδανο, αγκίσαρος. Ανήκει στην οικογένεια Cistaceae, κιστιδών και είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα. Το αναφέρουν ο Θεόφραστος ως κίσθον και ο Διουσκουρίδης ως κίστον, κίσαρον, κίσθαρον.

Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Είναι αυτοφυές στη χώρα μας, αλλά και δημοφιλές καλλωπιστικό φυτό σε συνθέσεις κήπων που καλλιεργείται για το έντονα αρωματισμένο με ρητίνη φύλλωμα και τα εμφανή άνθη του. Τα φύλλα του δίνουν μια αρωματική ελαιορητίνη, γνωστή ως λάβδανο, που χρησιμοποιείται σε αρώματα, ενώ χρησιμοποιείται και ως σταθεροποιητής σε συνθέσεις κρεμών.

Αυτοφύεται σε θαμνότοπους κατά συστάδες σε πολλές περιοχές της Ελλάδας (Κρήτη, Πήλιο, Στερεά Ελλάδα, Χαλκιδική κ.λπ.). Ευδοκιμεί σε δροσερές ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια ασβεστούχα, φτωχά, ακόμη και ξηρικά.

Ως μικρός αειθαλής θάμνος, έχει βλαστό πολύκλαδο, με πυκνούς αδένες, ύψους 45 εκατοστών, φύλλα έμμισχα, αντίθετα, παχιά, ρυτινώδη και άνθη σαν μικρά τριαντάφυλλα, ροδόχρωα ή λευκά. Πολλαπλασιάζεται με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο, αλλά και με παραφυάδες και με μοσχεύματα.

Η μεταφύτευσή του γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη. Ανθίζει Ιούνιο-Αύγουστο και το έκκριμα (λάβδανο) συλλέγεται κατά την περίοδο Ιουλίου-Αυγούστου, τις μεσημεριανές ώρες.

Χρήσεις

Γνωστός είναι και ο κρητικός κίστος, Cistus creticus, κρητική λαδανιά. Τα φύλλα, οι μίσχοι και τα λουλούδια χρησιμοποιούνται για την παρασκευή φαρμάκων. Το λάβδανο χρησιμοποιείται για βρογχίτιδα, διάρροια, κατακράτηση νερού (οίδημα), κήλη, όγκους, λέπρα και σκλήρυνση του σπλήνα. Χρησιμοποιείται, επίσης, για τη χαλάρωση της συμφόρησης στο στήθος, την εκκένωση των εντέρων και ως διεγερτικό. Μερικοί άνθρωποι εφαρμόζουν λάβδανο στο δέρμα ως παράγοντα ξήρανσης και για να σταματήσουν την αιμορραγία από μικρούς τραυματισμούς. Επίσης, τα παρασκευάσματα λάβδανου (καθαρό λάβδανο, ελαιορητίνη λάβδανου και έλαιο λάβδανου) χρησιμοποιούνται σε τρόφιμα και ποτά ως αρωματικοί παράγοντες. Επιπλέον, το λάβδανο χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση παρασίτων στη μελισσοκομία και την καταπολέμηση εντόμων.