Αυξάνεται το ενδιαφέρον για εναλλακτικά συστατικά στη σύνθεση ζωοτροφών

Αυξημένη είναι αυτήν τη περίοδο η παραγωγή ιχθυαλεύρων και ιχθυελαίων στη Νότια Αμερική, δηλαδή στην περιοχή όπου παράγεται μεγάλο μέρος της παγκόσμιας παραγωγής, σύμφωνα με έκθεση της ολλανδικής επενδυτικής τράπεζας Rabobank, κυρίως λόγω της απουσίας του φαινομένου Ελ Νίνιο. Την ίδια στιγμή, η χρήση αυτών των συστατικών στη σύνθεση των ζωοτροφών συνεχώς μειώνεται, καθώς ολοένα και περισσότεροι αγρότες στρέφονται σε εναλλακτικές πηγές πρωτεϊνών, όπως είναι αυτές από έντομα ή άλγη (φύκια).

Στην έκθεση της Rabobank αναφέρεται ότι απαιτείται εντατικοποίηση της ιχθυοκαλλιέργειας, προκειμένου να αυξηθεί η παραγωγικότητα. Ωστόσο, η πιο σύγχρονη και απαιτητική ιχθυοκαλλιέργεια χρειάζεται πιο εξειδικευμένες και πολυσύνθετες ζωοτροφές. Ταυτόχρονα, στην περιοχή εκτρέφονται διάφορα είδη σαρκοφάγων ψαριών, όπως ο γαλαζόπτερος τόνος και είδη του Αμαζονίου, με εξαιρετικά υψηλή τιμή στην αγορά και η εκτροφή τους μπορεί να αποτελέσει το κλειδί στην αύξηση της ζήτησης ιχθυαλεύρων και ιχθυελαίων στο εγγύς μέλλον.

56% περισσότερος γαύρος θα αλιευτεί φέτος

Με βάση στοιχεία της Rabobank, οι τιμές συστατικών και πρώτων υλών, που προέρχονται από τη θάλασσα, έχουν πολλαπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια, λόγω των χαμηλών ποσοστών αλίευσης γαύρου. Είναι χαρακτηριστικό πως στη δεκαετία του ’90 η χρήση των θαλάσσιων συστατικών στις ιχθυοτροφές κυμαινόταν περίπου στο 70%, ενώ αυτήν τη στιγμή έχει μειωθεί στο 25%.

Αυτή η τάση πυροδότησε την αναζήτηση εναλλακτικών συστατικών, όπως οι φυτικές πρωτεΐνες, και τα ζωικά υποπροϊόντα, όπως οι βακτηριδιακές πρωτεΐνες με βάση τα έντομα. Οι τελευταίες αποτελούν και την ιδανικότερη εναλλακτική λύση στο ιχθυάλευρο, ενώ το λάδι από φύκια θεωρείται εναλλακτική λύση για το ιχθυέλαιο. Μεσοπρόθεσμα εκτιμάται ότι το 20%-30% των μη φυτικών ελαίων, που θα χρησιμοποιείται στην παραγωγή ιχθυοτροφών, θα προέρχεται από πηγές φυκιών.

Τέλος, εξετάζοντας το μέλλον των ιχθυαλεύρων και ιχθυελαίων στη σύνθεση των ιχθυοτροφών, η Rabobank εκτιμά ότι δεν θα υπάρξει περαιτέρω μείωση των τιμών, με το εύρος αυτών να κυμαίνεται από 1.220 έως 1.700 δολάρια ΗΠΑ ανά τόνο.