Αυξάνονται οι καλλιεργούμενες εκτάσεις με όσπρια στη Στερεά

Στην ευρύτερη περιφέρεια της Στερεάς Ελλάδας, καλλιεργούνται εδώ και πάρα πολλά χρόνια όσπρια. Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, λόγω της ακραίας φτώχειας, τα όσπρια κυριάρχησαν στη διατροφή των Ελλήνων και δίκαια απέκτησαν την ονομασία «το κρέας των φτωχών».

Αυξάνονται οι καλλιεργούμενες εκτάσεις με όσπρια στη Στερεά
Η αλλαγή των διατροφικών συνηθειών λόγω κρίσης, σε συνδυασμό με την πτώση των εισοδημάτων από τις αροτραίες καλλιέργειες, αλλάζουν τα δεδομένα

Οι περιοχές με τις μεγαλύτερες εκτάσεις καλλιέργειας οσπρίων ήταν ο Δομοκός, η Λοκρίδα, η Βοιωτία και η περιοχή του Μαντουδίου στην Εύβοια. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, το διατροφικό πρότυπο του Έλληνα καταναλωτή άλλαξε και παρατηρήθηκε μια μεγάλη στροφή στην κατανάλωση κρέατος. Η αλλαγή αυτή του διατροφικού παραδείγματος οδήγησε σε μεγάλη μείωση των καλλιεργούμενων εκτάσεων οσπρίων στη Στερεά.

Τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται μια μεγάλη αλλαγή στο διατροφικό μοντέλο. Επιστημονικά δεδομένα αναδεικνύουν τη μεγάλη διατροφική αξία των οσπρίων και αρκετοί άνθρωποι άρχισαν να τα καταναλώνουν σε εβδομαδιαία βάση. Η οικονομική κρίση βοήθησε και αυτή στην υιοθέτηση τέτοιων υγιεινών πρακτικών. Οι αγρότες της Στερεάς, βλέποντας τα εισοδήματα από τις αροτραίες καλλιέργειες (σιτάρι, καλαμπόκι κ.ά.) να μειώνονται, ξαναγύρισαν στις παραδοσιακές καλλιεργητικές τους συνήθειες και ασχολούνται με τα όσπρια. Βλέπουν ότι υπάρχει η δυνατότητα να έχουν κέρδη από την πώλησή τους.

Η γεωπόνος Σοφία Μπλέτσα, προϊστάμενη του ΚΕΑ στον Αγροτικό Συνεταιρισμό Λαμίας, περιγράφει τη σημερινή κατάσταση και τα μελλοντικά σχέδια του Συνεταιρισμού: «Τα τελευταία χρόνια παρουσιάζεται σημαντική αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων με όσπρια. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του ο Συνεταιρισμός μας, το 2015 καλλιεργήθηκαν 5.830 στρέμματα και το 2016 έφθασαν τα 6.080. Με την νέα ΚΑΠ και τις εισοδηματικές ενισχύσεις στους παραγωγούς των οσπρίων μέσω της βιολογικής γεωργίας και της συνδεδεμένης ενίσχυσης, το ενδιαφέρον των παραγωγών για τα ψυχανθή αυξήθηκε. Το πρόβλημα ωστόσο εστιάζεται στην προώθηση των οσπρίων, η οποία γίνεται με τον παραδοσιακό τρόπο απευθείας από τους παραγωγούς. Συνήθως τα κέρδη τους τελικά είναι περιορισμένα, γιατί οι έμποροι καρπώνονται τη μερίδα του λέοντος. Από την πλευρά μας, βλέποντας πώς κινείται η αγορά, αποφασίσαμε να δημιουργήσουμε μια Ομάδα Παραγωγών ώστε να αξιοποιήσουμε με αποτελεσματικότερο τρόπο τα προϊόντα μας. Τα όσπρια της περιοχής μας είναι γνωστά. Αυτό που χρειάζεται είναι μία καλύτερη οργάνωση της παραγωγής μας, ώστε να βγάλουμε προϊόν πιστοποιημένο, ολοκληρωμένης διαχείρισης ή βιολογικό».

Κίνηση και σε Θήβα – Λιβαδειά

Το ίδιο αυξημένο ενδιαφέρον για επένδυση στην παραγωγή οσπρίων δείχνουν και αρκετοί αγρότες από τη Θήβα. Τους λόγους της αύξησης των εκτάσεων με όσπρια στην περιοχή, μας εξηγεί ο γεωπόνος και διευθυντής του Αγροτικού Συνεταιρισμού Θήβας Στέλιος Πανάγενας: «Οι τιμές των σιτηρών κατά την προηγούμενη καλλιεργητική περίοδο ήταν καθηλωμένες. Σε ξερικά εδάφη δεν έχουμε πολλές εναλλακτικές επιλογές για άλλες καλλιέργειες και μάλλον αποτελεί μονόδρομος για τους παραγωγούς η επιλογή των οσπρίων. Το 2015 καλλιεργήθηκαν 5.800 στρέμματα και το 2016 αυξήθηκαν στα 6.750. Σε συνδυασμό με το Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης που ενισχύει τα ψυχανθή, θα έχουμε μια αύξηση η οποία μπορεί να ξεπεράσει και το 25% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Μια άλλη εικόνα που ενισχύει την άποψη αυτή είναι και το έντονο ενδιαφέρον αγροτών, ακόμη και αυτών που δεν είχαν καλλιεργήσει στο παρελθόν όσπρια, να προμηθεύονται σπόρους. Βλέποντας αυτή την εξέλιξη, δεν θα θέλαμε η ευκαιρία αυτή να πάει χαμένη. Πρόθεσή μας είναι η συγκέντρωση και η διαχείριση των οσπρίων μέσα από τη δική μας οργάνωση».

Στροφή στα όσπρια βλέπει και ο γεωπόνος Θεόδωρος Χριστοδούλου, από την περιοχή της Λιβαδειάς: «Το 2015, στην περιοχή της Λιβαδειάς είχαν καλλιεργηθεί περίπου 1.000 στρέμματα. Το 2016 οι εκτάσεις διπλασιάστηκαν και για την τρέχουσα καλλιεργητική περίοδο θα έχουμε αύξηση που θα ξεπερνά το 20%. Οι παράγοντες που οδηγούν προς αυτή την κατεύθυνση είναι πολλοί. Έχουν σχέση με την αύξηση της ζήτησης από Έλληνες καταναλωτές για λόγους οικονομίας και αλλαγής των διατροφικών προτύπων με τροφές φυτικής προέλευσης. Το μεγαλύτερο ποσοστό των οσπρίων είναι εισαγόμενα, ωστόσο υπάρχουν αρκετά περιθώρια κέρδους, αν οργανωθούν αποτελεσματικότερα κάποιες ενέργειες (καθαρισμός, πιστοποίηση, συσκευασία) που δίνουν προστιθέμενη αξία στο παραγόμενο προϊόν. Επιπλέον, οι εισροές που απαιτούνται για την παραγωγή των οσπρίων δεν επηρεάζουν σημαντικά το κόστος παραγωγής του προϊόντος. Οι παραγωγοί μπορούν να αξιοποιήσουν φτωχά και άνυδρα εδάφη με σχετικά καλά παραγωγικά αποτελέσματα, εφόσον βέβαια είναι ευνοϊκές οι κλιματολογικές συνθήκες. Τέλος, η ένταξη των οσπρίων σε προγράμματα του ΠΑΑ δίνουν τη δυνατότητα στους δικαιούχους να συμπληρώσουν το εισόδημά τους από τη βιολογική γεωργία και τη συνδεδεμένη ενίσχυση».

Υπάρχουν αρκετά προβλήματα στην καλλιέργεια των οσπρίων. Πολλοί παραγωγοί χρησιμοποιούν δικό τους σπόρο οσπρίων και η καταγραφή των εκτάσεων δεν δηλώνεται. Άλλοι καλλιεργητές χρησιμοποιούν ξένους σπόρους, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν ελληνικοί πιστοποιημένοι σπόροι. Ένας επίσης παράγοντας που προκαλεί σοβαρά προβλήματα στις καλλιέργειες οσπρίων και ειδικά των ρεβιθιών, είναι το αγριογούρουνο. Οι καταστροφές στην περιφέρεια Στερεάς είναι σημαντικές, με τις γνωστές αδυναμίες του ΕΛΓΑ στην αποζημίωση των πληγέντων παραγωγών.