Η αβγοπαραγωγή στην Ελλάδα χρειάζεται στήριξη για να αναδείξει τη δυναμική της

avga-ellada

Η αβγοπαραγωγή στην Ελλάδα αποτελεί έναν κλάδο υψηλής δυναμικής που, παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια έχει δεχθεί αλλεπάλληλα πλήγματα, τόσο από μια σειρά διατροφικών κρίσεων που εκδηλώθηκαν σε διεθνές επίπεδο όσο και από την οικονομική συγκυρία που έπληξε καίρια την επιχειρηματικότητα στη χώρα, αντιστέκεται και δίνει δυναμικά τη μάχη της επιβίωσης.

Ωστόσο, η απουσία ουσιαστικής στήριξης για την ενίσχυση και την επέκταση των μονάδων, σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος ίδρυσης και λειτουργίας τους έχει οδηγήσει, σύμφωνα με εκτιμήσεις εκπροσώπων του κλάδου, σε μείωση του ζωικού κεφαλαίου σε ποσοστό πάνω από 35% την τελευταία πενταετία. Όπως δήλωσε στην «ΥΧ» ο διευθυντής της Ένωσης Αβγοπαραγωγών Ελλάδας, Γιάννης Λιάρος, «σε απόλυτο αριθμό, η μείωση αυτή υπολογίζεται σε λίγο περισσότερα από 3 εκατ. πτηνά αβγοπαραγωγής». Σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, (απογραφή 2015), στη χώρα παρήχθησαν 1,47 δισ. τεμάχια. Με βάση τα στοιχεία της ΕΕ, το ζωικό κεφάλαιο της Ελλάδας σε όρνιθες αβγοπαραγωγής την ίδια χρονιά ανερχόταν σε 4.206.188.

Σήμερα, το ποσοστό αυτάρκειας της χώρας σε αβγά κυμαίνεται σε αρκετά υψηλά επίπεδα σε σύγκριση με άλλους κλάδους, της τάξης του 70%-80%, ωστόσο αποτελεί υποχώρηση από την υπερκάλυψη της ζήτησης που είχε καταφέρει να πετύχει ο κλάδος. Όπως μας είπε χαρακτηριστικά ο αβγοπαραγωγός από τη Θεσσαλονίκη, Γιάννης Τσακίρης, την καθοδική πορεία του κλάδου σηματοδότησε η γρίπη των πτηνών, πριν από δέκα χρόνια. «Μέχρι τότε, ο κλάδος ήταν αρκούντως υγιής και δεν χρειαζόταν παρεμβάσεις. Από εκεί και μετά, όλο το κλίμα στράβωσε. Χάθηκαν πάρα πολλά λεφτά από την κτηνοτροφία», σημείωσε. Επιπλέον, καταλυτικές ήταν οι εξελίξεις που επέφερε το κλείσιμο του Μαρινόπουλου, καθώς, όπως επισημαίνει, «υπήρξαν εταιρείες που βρέθηκαν εκτός χώρου και οδηγήθηκαν σε πλήρες αδιέξοδο. Εκεί, τροφοδοτούσαν 5-6 μεγάλες εταιρείες. Άλλες το άντεξαν, έχοντας χάσει πάρα πολλά κεφάλαια. Έχουμε εταιρείες οι οποίες δεν μπορούν να ανταποκριθούν εξαιτίας αυτού, και είναι μεγάλες. Από εκεί και πέρα, με ό,τι μεσολάβησε στη ελληνική αγορά, παρότι ήταν ένας πολύ υγιής κλάδος, έφτασε σε ένα σημείο ώστε να μην είμαστε σε θέση να καλύψουμε ούτε τις εσωτερικές μας ανάγκες».

Σήμερα, η διάρθρωση της πτηνοτροφίας συνίσταται στους πολύ μικρούς παραγωγούς, οι οποίοι καλύπτουν τις λαϊκές αγορές και στους μεσαίους και μεγάλους, οι οποίοι καλύπτουν σούπερ μάρκετ, σημεία λιανικής πώλησης, καθώς και τη μεταποίηση, ζαχαροπλαστεία κ.λπ. Η τάση που παρατηρούν οι εκπρόσωποι του κλάδου είναι να κλείνουν οι μικροί, γιατί δεν έχει μεροκάματο πλέον, επισημαίνοντας ως σημαντικό ανασταλτικό παράγοντα την υψηλή φορολογία.

Η κατανομή της παραγωγής αβγών ανά περιφέρεια (%ποσοστό σύνολο της χώρας)
Σύνολο χώρας 100% (1.47 δισ. τεμάχια)  
Περιφέρεια Ποσοστό (%) εγχώριας παραγωγής
Ανατ. Μακεδονίας-Θράκης 7,7
Κεντρικής Μακεδονίας 10,7
Δυτ. Μακεδονίας 2,3
Ηπείρου 8
Θεσσαλίας 4,1
Στερεάς Ελλάδας 9,2
Ιονίων Νήσων 0,7
Δυτ. Ελλάδας 4,9
Πελοποννήσου 12,7
Αττικής 29,4
Βορείου Αιγαίου 1,1
Νοτίου Αιγαίου 2,9
Κρήτης 5,6
   
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ  

 

Ο Γιάννης Τσακίρης, από την πλευρά του, υπογραμμίζει την αναγκαιότητα της στήριξης μέσα από τα προγράμματα χρηματοδότησης. Όπως, αναφέρει, στα σχέδια βελτίωσης η πτηνοτροφία είναι ουσιαστικά εκτός, γιατί η μοριοδότηση είναι εξαιρετικά χαμηλή. «Οι πτηνοτρόφοι στη χώρα μας έχουν πολύ υψηλή τεχνογνωσία. Έχουμε, ίσως, την πιο σύγχρονη πτηνοτροφία, αλλά δεν υπάρχουν τα απαραίτητα κεφάλαια ώστε να προχωρήσουμε σε νέες επενδύσεις, και, μάλιστα, με τις στρόφιγγες των τραπεζών κλειστές. Δηλαδή, εμείς που κρατάμε τις επιχειρήσεις μας ακόμα, θέλουμε να επενδύσουμε και είμαστε υποχρεωμένοι να καλύψουμε κατά 100% τις επενδύσεις από δικά μας κεφάλαια». Εκτιμά ότι ο κλάδος έχει μεγάλη δυναμική να τραβήξει μπροστά. «Χρειάζεται, όμως, την υποστήριξη των προγραμμάτων. Έτσι, θα μπορούσε να φτάσει να καλύψει το 100% της κατανάλωσης και να μιλάμε ακόμα και για εξαγωγές. Το θέμα είναι ότι εάν θέλουμε να μιλάμε για ελληνικό αβγό και σε βάθος χρόνου, πρώτον θα πρέπει να υπάρχει αυτάρκεια και δεύτερον σύγχρονες μονάδες, οι οποίες να μπορούν να αντιμετωπίσουν το κόστος. Οι πτηνοτρόφοι έχουν όρεξη, έχουν διάθεση να επενδύσουν, αλλά φρενάρονται από τη χαμηλή μοριοδότηση των προγραμμάτων και τη λειτουργία των τραπεζών, που είναι πάρα πολύ σφιχτές στο θέμα της χρηματοδότησης και τη φορολόγηση των επιχειρήσεων», καταλήγει.

Ελληνοποιήσεις

Οι ελληνοποιήσεις αποτελούν χρόνιο και σοβαρό πρόβλημα για τον κλάδο. Σύμφωνα με τους ίδιους τους αβγοπαραγωγούς, δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια ο αριθμός ή το ποσοστό των αβγών που ελληνοποιούνται στη χώρα μας, μια και πρόκειται για παράνομη διαδικασία, ωστόσο, εκτιμήσεις που έχουν δει το φως της δημοσιότητας αναφέρονται σε ποσοστά ακόμα και πάνω από 30%. Η κατάθεση των ισοζυγίων και η διασταύρωση των στοιχείων σχετικά με το μέγεθος της παραγωγής, το ζωικό κεφάλαιο και πόσα αβγά διατέθηκαν στην αγορά, είναι μια λογική που κινείται στη σωστή κατεύθυνση, ωστόσο μένει να εφαρμοστεί στην πράξη, σημειώνουν.

Αξιοσημείωτη είναι η εκτίναξη των τιμών σε διεθνές επίπεδο, μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου fipronil, που οδήγησε σε αύξηση της τιμής και του ελληνικού αβγού.  Συγκεκριμένα, από τα 7-8 λεπτά το ένα, έφτασε κατά μέσο όρο στα 11-13 λεπτά. Σύμφωνα με την ΕΕ, στις αρχές Δεκεμβρίου, η μέση τιμή του αβγού διαμορφωνόταν στα 1,84 ευρώ το κιλό, αυξημένη, σε σύγκριση με έναν χρόνο πριν, κατά 43,1%.

USDA: Το σκάνδαλο του fipronil εκτίναξε τις τιμές και τις εξαγωγές

«Η ευρωπαϊκή αγορά αβγού βρίσκεται αντιμέτωπη με υψηλές τιμές, ιδίως σε ό,τι αφορά τα προϊόντα αβγού, τα οποία είναι ευθυγραμμισμένα με μία εκτίναξη των τιμών στα αυγά χωρίς κέλυφος («σπασμένα») στις ΗΠΑ». Αυτό αναφέρεται σε πρόσφατη έκθεση του υπουργείου Γεωργίας των ΗΠΑ (USDA), σύμφωνα με το οποίο, ενώ το σκάνδαλο με το fipronil οδήγησε σε εκτόξευση των τιμών, λόγω του φόβου για μειωμένα αποθέματα αβγών, η τροφοδοσία φαίνεται ότι πραγματοποιείται κανονικά. Μάλιστα, οι ΗΠΑ, όπως προκύπτει και από τα στοιχεία της ΕΕ, εξελίχθηκαν στον κορυφαίο εξαγωγέα αβγών προς την Ευρώπη.

Σημειώνεται, πάντως, ότι παρά τη μείωση κατά 5% της παραγωγής του Βελγίου και κατά 30% της Ολλανδίας, συνολικά η ευρωπαϊκή παραγωγή δεν παρουσίασε μείωση το 2017 σε σύγκριση με το 2016.

Η ΕΕ με αριθμούς

  • Το 2016, στην ΕΕ εκτρέφονταν 390.711.639 ωοπαραγωγές όρνιθες.
  • Το 74% της παραγωγής αβγών προέρχεται από επτά χώρες: Γαλλία (13%), Γερμανία (12%), Ιταλία (11%), Ισπανία (11%), Ην. Βασίλειο (10%), Ολλανδία (9%), Πολωνία (8%).
  • Η παραγωγή αβγών ανήλθε το 2016 σε 7.702.000 τόνους, ενώ η κατανάλωση σε 7.339.000 τόνους.
  • Ο μεγαλύτερος εξαγωγέας αβγών παγκοσμίως κατά το δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου ήταν η Τουρκία.
  • Στο τέλος Νοεμβρίου, η μέση τιμή του αβγού σε επίπεδο ΕΕ, διαμορφωνόταν στα 1,85 ευρώ το κιλό, αυξημένη, σε σύγκριση με έναν χρόνο πριν, κατά 43,1%.