Αυξήθηκαν οι εισαγωγές οπωροκηπευτικών της ΕΕ από τη Νότια Μεσόγειο

Σε διψήφια και τριψήφια ποσοστά ανέρχεται η αύξηση των εισαγωγών φρούτων και λαχανικών που πραγματοποίησε η ΕΕ στη διάρκεια της δεκαετίας 2010-2018 και οι οποίες προέρχονται από τις νότιες χώρες της λεκάνης της Μεσογείου.

Πιο συγκεκριμένα, σε απόλυτα νούμερα, πιο κραυγαλέα είναι η αύξηση των εισαγωγών οπωροκηπευτικών από το Μαρόκο. Ειδικότερα, η ΕΕ παρέλαβε το 2018 1,3 εκατ. τόνους μαροκινών φρούτων και λαχανικών, περισσότερα κατά 52% έναντι του 2013, όταν οι αντίστοιχες παραλαβές ήταν 895.727 τόνοι. Ακολούθως, από την Αίγυπτο εισήχθησαν πέρσι 723.694 τόνοι οπωροκηπευτικών, σημειώνοντας αύξηση της τάξης του 40% σε σύγκριση με το 2013. Σε 7% ανέρχεται η αντίστοιχη αύξηση εισαγωγών από την Τυνησία, ήτοι 93.550 τόνοι σε απόλυτο νούμερο, ενώ στο εντυπωσιακό ποσοστό του 220% ανήλθε η αύξηση από την Αλγερία, η οποία, ωστόσο, σε απόλυτα νούμερα δεν ξεπέρασε τους 27.832 τόνους που απέστειλε ως εξαχθέντα φρούτα και λαχανικά στην ΕΕ. Τέλος, από τον Λίβανο η ΕΕ εισήγαγε 855 τόνους αντίστοιχων προϊόντων, τα οποία αποτελούν αύξηση κατά 56% από το 2013.

Οι εισαγωγές από τις χώρες της Νότιας Μεσογείου προκαλούν προβληματισμό στην Ευρώπη όσον αφορά τόσο τον ανταγωνισμό σε βάρος των εγχώριων προϊόντων όσο και τη χρήση φυτοφαρμάκων, τα οποία είναι εκτός των επιτρεπόμενων ορίων στη Γηραιά Ήπειρο, επισημαίνεται σε σχετικό άρθρο της ιστοσελίδας ItaliafruitNews.

Με την Ισπανία να πρωταγωνιστεί στη μάχη ενάντια στη διόγκωση των εισαγωγών και με τη συμμετοχή Ιταλών αγροτών και εξαγωγέων, η ισπανική οργάνωση που εκπροσωπεί αγρότες και εξαγωγείς, Fepex, επισημαίνει ότι η διευρυνόμενη απελευθέρωση επιφέρει σοβαρές επιπτώσεις για τον ευρωπαϊκό αγροτικό τομέα, δεδομένων των διαφορών ανάμεσα στο κανονιστικό πλαίσιο που διέπει κοινωνικούς, περιβαλλοντικούς και οικονομικούς τομείς στην ΕΕ και σε εκείνο των χωρών της Βόρειας Αφρικής και της Εγγύς Ανατολής.