Βαμβάκι: Λαχείο για την Ελλάδα η ανακατωσούρα στις θαλάσσιες μεταφορές

Ζωηρή ζήτηση και εγγύτητα με μεγάλες καταναλώτριες χώρες φέρνουν τη βαμβακοκαλλιέργεια της χώρας μας σε πλεονεκτική θέση

Ιδιαίτερα αισιόδοξες για τις προοπτικές του ελληνικού βάμβακος σε μια ιδιόμορφη από πολλές απόψεις εμπορική σεζόν, όπως αυτή που διαγράφεται μπροστά μας, εμφανίζονται οι εγχώριες εκκοκκιστικές επιχειρήσεις. Χρηματιστηριακά δεδομένα, θεμελιώδη και διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα συνθέτουν ένα τρίπτυχο από το οποίο, όπως τονίζουν στην «ΥΧ», μπορεί να επωφεληθεί φέτος τα μάλα το ελληνικό προϊόν. Δεν λείπει, βέβαια, και ο προβληματισμός για την αύξηση των κοστολογίων ως απόρροια της αλματώδους ανόδου των τιμών της ενέργειας.

Τα θεμελιώδη είναι υποστηρικτικά

Αντώνης Σιάρκος, επικεφαλής της Σιάρκος ΑΕ και πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Εκκοκκιστών και Εξαγωγέων Βάμβακος (ΠΕΕΕΒ)

«Σε σχέση με το σημείο που βρίσκονταν οι τιμές στις αρχές του Μαρτίου, λίγο πριν από τη σπορά, είναι προφανές ότι έχουμε διανύσει πολύ δρόμο», δηλώνει στην «ΥΧ» ο Αντώνης Σιάρκος, επικεφαλής της Σιάρκος ΑΕ και πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Εκκοκκιστών και Εξαγωγέων Βάμβακος (ΠΕΕΕΒ). «Από τα 80 σεντς έχουμε φτάσει πλέον πάνω από τα 90 σεντς/λίμπρα.

Αυτήν τη στιγμή που μιλάμε, οι τιμές έχουν ξεπεράσει τα 93 σεντς, ενώ έκαναν μια διακύμανση που έφτασε μέχρι και τα 95 σεντς. Η αγορά δεν κατάφερε να σπάσει αυτά τα επίπεδα, ωστόσο η ανθεκτικότητα στα υψηλά μάλλον δείχνει ότι αυτές οι τιμές ήρθαν για να μείνουν, δεν είναι δηλαδή κάτι πρόσκαιρο», εξηγεί.

Όπως προσθέτει ο ίδιος, η πορεία του χρηματιστηρίου βάμβακος «σχετίζεται έως έναν βαθμό με το ευρύτερο μακροοικονομικό περιβάλλον και το κλίμα γύρω από τα υπόλοιπα εμπορεύματα, υποστηρίζεται όμως και από τα θεμελιώδη, τα οποία είναι σαφώς υπέρ των τιμών, καθώς η προσφορά διαφαίνεται μικρότερη από την κατανάλωση».

Σε αυτό έρχεται να προστεθεί και το φαινόμενο της «τοπικής ζήτησης» που ενισχύεται από τις αναταραχές στις μεταφορές: «Στο εμπόριο που συντελείται εδώ στη Μεσόγειο και, ειδικότερα, στην Τουρκία και στην Αίγυπτο έχουμε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε σχέση με άλλες χώρες, οι οποίες προσεγγίζουν τις συγκεκριμένες αγορές. Είμαστε πιο ανταγωνιστικοί, πιο άμεσοι, πιο γρήγοροι, στοιχεία που παίζουν τον ρόλο τους στην παρούσα συγκυρία», σημειώνει και συμπληρώνει: «Για τις υπόλοιπες, πιο απομακρυσμένες αγορές, δεν νομίζω ότι έχουμε μειονέκτημα σε σχέση με άλλες προελεύσεις. Στη χειρότερη περίπτωση, είμαστε στον ίδιο παρονομαστή», συμπληρώνει.

«Ξεκινάμε, λοιπόν, με καλές προϋποθέσεις. Αυτήν τη στιγμή, το βαμβάκι βρίσκεται στο υψηλό του 10% των τιμών που έχουν καταγραφεί την τελευταία πενταετία και δεν αποκλείεται να πάει και ψηλότερα. Καλό είναι, βέβαια, να έχουμε κατά νου ότι κάποιες φορές αυτά τα υψηλά επίπεδα τιμών ακολουθούνται από μεταβλητότητα», υπογραμμίζει ο πρόεδρος της ΠΕΕΕΒ.

Κατά τον ίδιο, «αν πρέπει να σημειώσουμε κάτι αρνητικό στο κομμάτι προσφοράς-ζήτησης, αυτό ίσως να είναι η αναθεώρηση προς τα πάνω της αμερικανικής παραγωγής στο τελευταίο μηνιαίο δελτίο του USDA και, όπως είναι γνωστό, οι χρηματιστηριακές τιμές αντανακλούν κυρίως το προϊόν των ΗΠΑ. Είδαμε, όμως, ότι και πάλι η αγορά έδειξε αντοχή».

Αναφορικά με τις προπωλήσεις, εκτιμά ότι «με δεδομένη την υγιή ζήτηση από την αγορά, ένα ποσοστό 30% της εκτιμώμενης παραγωγής 300.000 τόνων εκκοκκισμένου έχει συμβολαιοποιηθεί, εξ αυτών το 60%-70% με συγκεκριμένες τιμές». Πρόκειται, όπως εξηγεί, «για τιμές που δικαιολογούν εκείνες που δίνονταν στους παραγωγούς στο διάστημα που έτρεξαν οι προαγορές, δηλαδή από 50 έως και 56-57 λεπτά».

Ο κ. Σιάρκος σημειώνει ότι, αν και αυτές οι τιμές είναι χαμηλότερες από εκείνες που ακούγονται πλέον στην αγορά, οι παραγωγοί δεν θα πρέπει να απογοητεύονται. «Πρόκειται για ένα καινοτόμο εργαλείο, το οποίο ενεργοποιήθηκε μετά από ζυμώσεις και διεκδικήσεις χρόνων. Η εκτίμησή μου είναι ότι βαδίζουμε προς το καλό σενάριο. Δηλαδή, με τις ανεβασμένες τιμές για τις υπόλοιπες ποσότητες που θα παραδώσουν, θα βελτιωθεί προς τα πάνω ο μέσος όρος για το σύνολο της παραγωγής τους», επισημαίνει.

Ένα ζήτημα που απασχολεί το τελευταίο διάστημα τις επιχειρήσεις του κλάδου είναι, όπως σημειώνει, το κοστολόγιο παραγωγής. «Έχει σχεδόν διπλασιαστεί το κόστος της ενέργειας και αυτό, φυσικά, μας προβληματίζει. Ελπίζουμε να αποδειχθεί ένα φαινόμενο παροδικό», καταλήγει.

Όσο πιο κοντά η παράδοση, τόσο πιο ψηλά η τιμή

Πρόδρομος Ουσουλτζόγλου, αντιπρόεδρος της ΠΕΕΕΒ και διευθύνων σύμβουλος της Γ&Π Εκκοκκιστήρια Βάμβακος

«Είναι γεγονός, εκ του αποτελέσματος, ότι το μοντέλο των προαγορών κράτησε τον κόσμο στην καλλιέργεια. Ένας λόγος που αρκετοί αγρότες αποφάσισαν να καλλιεργήσουν βαμβάκι ήταν η δυνατότητα να κλείνονται τιμές με 50 λεπτά ή και περισσότερα πριν από τη σπορά», λέει από την πλευρά του ο Πρόδρομος Ουσουλτζόγλου, αντιπρόεδρος της ΠΕΕΕΒ και διευθύνων σύμβουλος της Γ&Π Εκκοκκιστήρια Βάμβακος.

«Από την άλλη, κάποιοι εξ αυτών ενδεχομένως να νιώσουν χαμένοι τώρα που οι τιμές φαίνεται ότι θα είναι υψηλότερες, όπως βέβαια και οι εκκοκκιστές που έκαναν προπωλήσεις στα επίπεδα που επικρατούσαν τότε», προσθέτει.

Όπως εξηγεί, «οι τιμές που γίνονταν οι προπωλήσεις για τα λευκά βαμβάκια ήταν από 2,5 έως 4 σεντς πάνω από τη χρηματιστηριακή τιμή. Με τα σημερινά δεδομένα πλέον αυτό το basis (σ.σ. πριμ επί της χρηματιστηριακής τιμής) είναι της τάξης των 7-8 σεντς, ενδεχομένως και υψηλότερα, όταν μιλάμε για κλειστές τιμές».

Αναφορικά με τις χρηματιστηριακές τιμές, ο κ. Ουσουλτζόγλου θεωρεί ότι «το μεγάλο θέμα, αυτήν τη στιγμή, δεν είναι τόσο η κάλυψη της ζήτησης για βαμβάκι όσο το timing. Η ανακατωσούρα, που επικρατεί στις μεταφορές, δημιουργεί προβλήματα στις παραδόσεις, οι οποίες πηγαίνουν πίσω, όπως συμβαίνει βέβαια και με άλλα προϊόντα». Αυτό εξηγεί και το γεγονός ότι, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει συνήθως, «τα συμβόλαια που αφορούν τις άμεσες παραδόσεις συνοδεύονται και από υψηλότερες τιμές».

Όλη αυτή η κατάσταση, σύμφωνα με τον συνομιλητή μας, ευνοεί τη χώρα μας: «Κατ’ αρχάς, είμαστε πιο κοντά στους καταναλωτές, δηλαδή στους κλώστες π.χ. από τις αμερικανικές χώρες, είτε μιλάμε για Τουρκία και Αίγυπτο είτε για Πακιστάν και Μέση Ανατολή. Επιπλέον, οι τόποι που παράγεται το βαμβάκι μας βρίσκονται κοντά στα λιμάνια, δηλαδή δεν υπάρχουν καθυστερήσεις στη διαδρομή από το χωράφι μέχρι να φορτωθούν. Εξάλλου, τα ελληνικά λιμάνια δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα φρακαρίσματος, όπως εκείνα της Άπω Ανατολής και, τέλος, τα βαμβάκια μας μετακινούνται και με φορτηγά προς τη γειτονική Τουρκία, οπότε μπορούμε να αποφύγουμε τα προβλήματα με τις θαλάσσιες μεταφορές».

Το κόστος της ενέργειας σαφώς και ανησυχεί τον κ. Ουσουλτζόγλου, ωστόσο ελπίζει ότι θα καλυφθεί από την αύξηση των τιμών του βαμβακόσπορου. Όπως αναφέρει, «οι τελευταίες δουλειές για την προηγούμενη παραγωγή έγιναν στα 33-34 λεπτά, ωστόσο, μας απασχολεί κατά πόσο σε αυτά τα επίπεδα τιμών, όπου βρίσκονται και οι υπόλοιπες ζωοτροφές, θα υπάρξει πρόβλημα διάθεσης».

Εργαλείο για τη διασφάλιση του παραγωγού οι προπωλήσεις

Ηλίας Κουρούδης, διευθύνων σύμβουλος των Θρακικών Εκκοκκιστηρίων

«Η πορεία των χρηματιστηριακών τιμών, σε συνάρτηση με την ισοτιμία ευρώ/δολαρίου, είναι μια πολύ ευχάριστη και, βέβαια, ευπρόσδεκτη έκπληξη», δηλώνει από την πλευρά του ο διευθύνων σύμβουλος των Θρακικών Εκκοκκιστηρίων, Ηλίας Κουρούδης.

«Είναι φανερό ότι, μετά την αδράνεια τόσων μηνών, τα κλωστήρια έχουν ξεκινήσει πλέον να δουλεύουν και χρειάζονται βαμβάκι και, μάλιστα, άμεσα. Σαφέστατα, οι αυξήσεις που καταγράφονται στα υπόλοιπα εμπορεύματα παίζουν και αυτές τον ρόλο τους», εξηγεί και προσθέτει: «Το αξιοσημείωτο για το βαμβάκι είναι ότι η χρηματιστηριακή άνοδος συνοδεύεται από κίνηση στη φυσική αγορά. Παρατηρούμε, δηλαδή, ότι στα υψηλά επίπεδα τιμών των τελευταίων 2-3 μηνών γίνονται αγοραπωλησίες. Εξίσου ενθαρρυντικό είναι ότι υπάρχει μια αντίσταση προς τα κάτω, φαίνεται δηλαδή ότι η αγορά στέκεται με άνεση σε αυτά τα επίπεδα».

Η εκτίμησή του είναι ότι τη δεδομένη στιγμή «έχουμε κατοχυρώσει αυτό το εύρος τιμών και ιστορικά είναι πολύ λίγες οι φορές που η αγορά έχει μείνει για τόσο μεγάλο διάστημα πάνω από τα 90 σεντς. Με αυτά τα επίπεδα, τα 60 λεπτά για το σύσπορο, ίσως και πιο πάνω, είναι μια τιμή που, υπό τις προϋποθέσεις φυσικά που θέτει η κάθε επιχείρηση, μπορεί να επιτευχθεί».

Ο κ. Κουρούδης στέκεται στο ζήτημα που έχει ενσκήψει με τις μεταφορές και το πώς αυτό λειτουργεί ευνοϊκά για το ελληνικό βαμβάκι: «Με την Τουρκία και την Αίγυπτο δίπλα μας, είμαστε τυχεροί αυτήν τη χρονιά που οι ναύλοι σε όλα τα δρομολόγια έχουν πολλαπλασιαστεί. Ειδικά σε ό,τι αφορά την Τουρκία, αναμένουμε ότι οι εξαγωγές μας φέτος θα έχουν σημαντική αύξηση. Στον αντίποδα, βέβαια, φαίνεται ότι θα κάνουμε ένα βήμα πίσω σε κάποιες αγορές της Άπω Ανατολής (π.χ. Κορέα, Βιετνάμ), όπου τα τελευταία χρόνια είχαμε κάνει, ως χώρα, δυναμική είσοδο».

Όσον αφορά το εργαλείο των προαγορών, υπενθυμίζει ότι μόνο ξένο δεν είναι προς τα Θρακικά Εκκοκκιστήρια. «Εμείς τρέχουμε αυτό το σύστημα εδώ και χρόνια και από την πρώτη στιγμή είχαμε κάνει σαφές ότι, όσο καλή κι αν φαίνεται μια τιμή σήμερα, σε έναν μήνα μπορεί να φαντάζει χαμηλή.

Όπως και όλα τα εργαλεία, οπωσδήποτε έχει να κάνει με το πώς το προσεγγίζει κανείς. Ως επιχείρηση δεν προσπαθήσαμε ποτέ να το επιβάλουμε μαζικά ούτε πιέσαμε τους παραγωγούς να κλείσουν μέρος της τιμής τους. Το ζητούμενο για τον παραγωγό είναι να χρησιμοποιείται για τους κατάλληλους λόγους, δηλαδή για τη δική του διασφάλιση και όχι απλά για να εξασφαλιστούν κάποιες ποσότητες σύσπορου για κάποιον αγοραστή».

Υπό αυτό το πρίσμα, τονίζει ότι όσοι παραγωγοί μπήκαν φέτος σε αυτήν τη διαδικασία δεν πρέπει να το δουν ως λάθος. «Μπορεί να μη βγήκε όπως ακριβώς το είχαν υπολογίσει, όμως λάθος δεν κάνει κάποιος, από τη στιγμή που οι τιμές στις οποίες αποφασίζει να κλείσει ένα μέρος της παραγωγής του αποδίδουν ένα κέρδος.

«Αν αντιμετωπίσουμε όλο αυτό το μοντέλο ως ένα σύστημα κατοχύρωσης μιας τιμής και μιας ασφάλειας, τότε θα δούμε ότι, ανεξάρτητα από το εάν θα ανέβει η αγορά και πόσο θα ανέβει, στο τέλος της ημέρας αποδίδει. Η σωστή κίνηση για κάθε παραγωγό, όπως τονίζουμε στους συνεργάτες μας, είναι να διασφαλίζει με αυτό ένα μέρος της παραγωγής του».

Ευνοϊκή η συγκυρία για την κλωστοϋφαντουργία

Δημήτρης Πολύχρονος διευθύνων σύμβουλος των Κλωστηρίων Ναυπάκτου και γεν. γραμματέας της ΠΕΕΕΒ

«Σε επίπεδο τιμών, η φετινή χρονιά ξεκινάει από ψηλά και αυτό είναι πολύ καλό για τον παραγωγό», δηλώνει ο διευθύνων σύμβουλος των Κλωστηρίων Ναυπάκτου και γεν. γραμματέας της ΠΕΕΕΒ, Δημήτρης Πολύχρονος.

Η εταιρεία, εκτός από τα Εκκοκκιστήρια Σοφάδων που ελέγχει, συνεργάζεται από φέτος και με την ΕΑΣ Μεσολογγίου για την προμήθεια πρώτης ύλης.

«Κοντά στα 95 σεντς που βρίσκεται η αγορά είναι ένα κρίσιμο σημείο και νομίζω ότι τα 60 λεπτά για ένα καλό βαμβάκι που πληροί τα ποικιλιακά και ποιοτικά χαρακτηριστικά που έχουν θέσει τα εκκοκκιστήρια και ανάλογα με τις εκάστοτε συμφωνίες είναι μια ρεαλιστική τιμή», σημειώνει. Στο σκέλος των μεταφορών, διακρίνει δύο στοιχεία που συνεπικουρούν τη χώρα μας τη δεδομένη στιγμή.

«Το πρώτο έχει να κάνει την αύξηση του κόστους, ελλείψει κοντέινερς. Το δεύτερο έχει να κάνει με την αβεβαιότητα του χρόνου παράδοσης. Υπάρχουν εμπορεύματα που φορτώνονται με καθυστέρηση 3-4 μηνών και παραδίδονται με καθυστέρηση άλλων τόσων. Επομένως, δημιουργείται μια ανασφάλεια στους αγοραστές, η οποία τους ωθεί σε προμηθευτές από πιο κοντινές περιοχές».

Βεβαίως, όπως διευκρινίζει, «το ελληνικό βαμβάκι, ούτως ή άλλως, δεν υστερεί σε ζήτηση. Ίσως η συγκυρία του προσδώσει λίγο μεγαλύτερη δυναμική, ειδικά με το ενδιαφέρον που βλέπουμε από την Τουρκία αυτή την περίοδο».

Αναφερόμενος στις προαγορές, εξηγεί ότι ως επιχείρηση «αξιοποιήσαμε αυτό το εργαλείο με όσους παραγωγούς το επέλεξαν. Δεν το στερήσαμε από κανέναν ούτε το πολυδιαφημίσαμε. Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, κατανοούμε ότι κάποιοι από αυτούς ίσως ενοχληθούν βλέποντας ότι οι τιμές έχουν φτάσει σε αυτά τα επίπεδα, όμως αυτό έχει να κάνει με την εξέλιξη της αγοράς. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και τα επίπεδα στα οποία έγιναν οι προπωλήσεις δεν είναι χαμηλά».

Ο συνομιλητής μας τονίζει ότι, για πρώτη φορά μετά από καιρό, η συγκυρία φαντάζει ευνοϊκή και για την ελληνική κλωστοϋφαντουργία και νηματουργία. «Μετά από πάρα πολλά χρόνια που ο κλάδος κινούνταν σε χαμηλά επίπεδα, τη φετινή χρονιά δείχνει ότι έχει αλλάξει η κατάσταση. Κι εδώ η αύξηση των μεταφορικών παίζει ρόλο, αλλά εκτιμώ ότι συμβάλλει και το γεγονός ότι οι καταναλωτές, και ιδίως οι νεότερες γενιές, επιλέγουν πλέον όχι μόνο με βάση την τιμή, αλλά και με άλλα κριτήρια που σχετίζονται με την υπεύθυνη κατανάλωση. Δείχνουν, δηλαδή, μια προτίμηση σε προϊόντα που έχουν παραχθεί σωστά, τόσο από περιβαλλοντικής όσο και ηθικής άποψης και μπορούν να το αποδείξουν».

Και αυτό, όπως συμπληρώνει, «είναι κάτι στο οποίο εμείς, ως ελληνική αλυσίδα παραγωγής και επεξεργασίας βάμβακος, υπερτερούμε. Γιατί έχουμε μια άριστη πρώτη ύλη, διαθέτουμε τεχνογνωσία στη μεταποίησή της και, πλέον, είμαστε και αρκετά ανταγωνιστικοί. Προφανώς, δεν μπορούμε να είμαστε ευθυγραμμισμένοι με τις τιμές των Τούρκων, όμως δεν έχουμε και τις διαφορές που είχαμε παλαιότερα. Αν τώρα προσθέσουμε και όσα έχουν γίνει από τους συνδέσμους και τις οργανώσεις με τα προγράμματα ολοκληρωμένης διαχείρισης, τα logos και τις πιστοποιήσεις, θεωρώ ότι είμαστε σε πολύ καλύτερη θέση».