Συνέντευξη Β. Μάρκου: «Δύσκολη η χρηματιστηριακή συγκυρία για το βαμβάκι, ευπρόσδεκτοι όσοι θέλουν να βοηθήσουν στη Διεπαγγελματική»

H δύσκολη φετινή χρηματιστηριακή συγκυρία για το βαμβάκι αναδεικνύει με ακόμα μεγαλύτερη σαφήνεια τη σημασία της επιλογής των ποικιλιών εκείνων που προσφέρουν υψηλότερη απόδοση σε ίνα και ανταμείβονται ανάλογα από τα εκκοκκιστήρια υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, στην αποκλειστική συνέντευξη που παραχώρησε στην «ΥΧ» ο πρόεδρος της ΔΟΒ.

Ο κ. Μάρκου χαρακτηρίζει το εγχείρημα της ανάδειξης των συγκεκριμένων ποικιλιών, σε συνεργασία με το Εθνικό Κέντρο Ταξινόμησης, ως τη μεγαλύτερη τομή και το πιο σημαντικό ίσως επίτευγμα της Οργάνωσης, μέχρι στιγμής.

Ο γνωστός εκκοκκιστής απαντά, επίσης, σε όσους του καταλογίζουν «προσωπικές στρατηγικές» στη διαμόρφωση των φετινών τιμών αγοράς του σύσπορου βαμβακιού, ενώ δηλώνει ότι «η πόρτα της Διεπαγγελματικής είναι ανοιχτή σε όσους θέλουν να βοηθήσουν».

Kύριε Μάρκου, ποιοι είναι οι λόγοι πίσω από τη σημερινή χρηματιστηριακή εικόνα του βάμβακος;

Νομίζω ότι επ’ αυτού έχουν γραφεί αρκετά και υπάρχει μια αρκετά σαφής εικόνα. Αυτό στο οποίο θεωρώ ότι πρέπει να σταθούμε είναι ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ – Κίνας, ο οποίος έχει επηρεάσει αρνητικά όχι μόνο το βαμβάκι, αλλά το σύνολο των αγροτικών προϊόντων. Κι αυτό γιατί έχουν επανέλθει μεγάλοι φόβοι για μια παγκόσμια ύφεση.

Αρκεί να δει κανείς ότι η ΕΚΤ ξεκίνησε πάλι ποσοτική χαλάρωση, ρίχνοντας χρήμα στην αγορά και μειώνοντας τα επιτόκια. Το ίδιο κάνει και η Fed και, εσχάτως, η Κεντρική Τράπεζα της Αυστραλίας. Ο φόβος, λοιπόν, της ύφεσης σε συνδυασμό με την αύξηση της παγκόσμιας παραγωγής, καθώς πέρυσι οι τιμές ήταν σε σαφώς υψηλότερα επίπεδα, έχουν οδηγήσει στην εξής συνθήκη: Mια παραγωγή που μεγαλώνει εν μέσω μιας παγκόσμιας οικονομίας που συρρικνώνεται και μιας κατανάλωσης που, λόγω της συρρίκνωσης αυτής, κινείται πτωτικά.

Σε ό,τι αφορά το χρηματιστήριο, πέρυσι την περίοδο της συγκομιδής, το βαμβάκι βρισκόταν στα επίπεδα των 78 σεντς/λίμπρα, κινούμενο σε ένα εύρος από 76 έως 82 σεντς/λίμπρα. Η διαφορά με φέτος, επομένως, είναι τεράστια και το μόνο που σώζει κάπως την κατάσταση είναι το ισχυρό δολάριο.

Ποιες αλλαγές διαπιστώνετε στον χάρτη των εξαγωγών του ελληνικού βάμβακος τα τελευταία χρόνια;

Αρχικά, να τονίσουμε ότι η Ελλάδα δεν είναι απομονωμένη. Το κόστος μεταφοράς ενός κοντέινερ βάμβακος για το εξωτερικό είναι χονδρικά περί τα 1.000 δολάρια. Από εκεί και πέρα, η Τουρκία εξακολουθεί να είναι ένας «καλός γείτονας» στο αντικείμενό μας. Γνωρίζουν το ελληνικό βαμβάκι και το τιμούν αγοράζοντας πολύ μεγάλες ποσότητες, κατά μέσο όρο από 80.000 έως 100.000 τόνους εκκοκκισμένου σε ετήσια βάση.

Πέρυσι, μπορεί να μην πήραν τα αναμενόμενα στο τρίμηνο Οκτωβρίου – Δεκεμβρίου λόγω των εσωτερικών τους προβλημάτων και της υποτίμησης της λίρας, ωστόσο στη συνέχεια η οικονομία τους άρχισε να σταθεροποιείται, με αποτέλεσμα να επιστρέψουν… δριμύτεροι στο τρίμηνο Γενάρη- Μάρτη και να απορροφήσουν τους συνήθεις, για τα δεδομένα τους, όγκους.

Σαφώς βέβαια και δεν είναι η προ διετίας Τουρκία που ερχόταν τον Οκτώβριο και «σήκωνε» όλο το βαμβάκι που επιθυμούσε, ενώ είναι επίσης φανερό ότι προσπαθεί να αυξήσει τη δική της παραγωγή και να μειώσει το εμπορικό της έλλειμμα σε εκκοκκισμένο. Παραμένει όμως ένας σταθερός και αξιόπιστος εμπορικός εταίρος. Μας γνωρίζουν καλά, ξέρουν να διαχειρίζονται και να παίρνουν αξία από το ελληνικό βαμβάκι, γι’ αυτό και το πληρώνουν ακριβότερα.

Ευχής έργο, βέβαια, θα ήταν να διαθέτει η χώρα μας μια ακμάζουσα κλωστοϋφαντουργία, ώστε, αντί να πουλάμε το βαμβάκι ως πρώτη ύλη, να το διαθέτουμε ως τελικό ένδυμα και ολόκληρη η προστιθέμενη αξία να παραμένει στην Ελλάδα. Χαριτολογώντας, θα έλεγα ότι «η καλύτερη αγορά είναι πάντα η δική σου και, αμέσως μετά, αυτή του γείτονα».

Εκτός από την Τουρκία, αγορές που δίνουν αξία στο ελληνικό βαμβάκι είναι, επίσης, η Αίγυπτος, η Τυνησία και, γενικότερα, η ευρύτερη λεκάνη της Μεσογείου. Ακολούθως, βέβαια, απευθυνόμαστε και στο Πακιστάν, το Μπαγκλαντές, την Ινδία κ.ά. ασιατικές χώρες.

Με τα σημερινά δεδομένα, ποια είναι η εκτίμηση για τη φετινή παραγωγή και πόσες ποσότητες έχουν προπωληθεί;

Με τις τρέχουσες καιρικές συνθήκες, υπολογίζουμε ότι θα έχουμε περί τους 975.000 τόνους σύσπορου, οι οποίοι αναμένουμε να δώσουν γύρω στους 340.000 τόνους εκκοκκισμένου, ποσότητα που συνιστά ρεκόρ πολλών ετών. Όσον αφορά τις προπωλήσεις, εκτιμούμε ότι πριν μπούμε στη σοδειά, είχαν φτάσει τους 70.000 τόνους, δηλαδή περίπου 20% της αναμενόμενης παραγωγής.

«Πουλάμε πρώτη ύλη, όχι τελικό προϊόν»

Σε ποιες τιμές γίνονται αυτήν τη στιγμή οι συζητήσεις με τους αγοραστές για την πώληση του εκκοκκισμένου;

Κατ’ αρχάς, πρέπει να έχουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας είναι ότι αυτό που παράγουμε ως Ελλάδα είναι πρώτη ύλη βιομηχανίας και όχι τελικό προϊόν. Επομένως, οι διαφορές που μπορούμε να πετύχουμε σε επίπεδο εμπορικής αξίας είναι σχετικά μικρές.

Για να γίνω πιο σαφής, το βαμβάκι μας ανήκει στην κατηγορία των μεσόινων όπου, σε επίπεδο αναπτυγμένων χωρών χωρίς ζητήματα επιμόλυνσης με ξένες ύλες, καλούμαστε να ανταγωνιστούμε την Βραζιλία, την Αυστραλία, τις ΗΠΑ και, σε λιγότερο βαθμό, την Ισπανία.

Από αυτές, η φθηνότερη αυτήν τη στιγμή είναι η Βραζιλία που, με σημερινές τιμές, πουλάει στα 69,60 σεντς (για παράδοση στην Κίνα). Η Αυστραλία, που είναι η ακριβότερη χώρα, πουλάει στα 75,60 σεντς/λίμπρα, οι ΗΠΑ στα 70,60 σεντς και εμείς στα 71,60 σεντς/λίμπρα.

Ενώ, λοιπόν, ποιοτικά είμαστε πολύ ψηλά, η διαφορά μας π.χ. με τις ΗΠΑ είναι 1 σεντς/λίμπρα, κάτι που μεταφράζεται σε 2 λεπτά του ευρώ σε εκκοκκισμένο. Αν τώρα το διαιρέσουμε αυτό διά 3 (καθώς 3 κιλά σύσπορου δίνουν 1 κιλό εκκοκκισμένου), το κέρδος που μπορεί να «γυρίσει» στον παραγωγό, αν υποθέσουμε ότι δεν «χάνεται» τίποτα σε ενδιαμέσους, είναι μόλις 0,67 λεπτά. Η τιμή που παίρνει ο παραγωγός, λοιπόν, είναι ευθέως ανάλογη της χρηματιστηριακής τιμής με την οποία πωλείται το εκκοκκισμένο.

Υπάρχει, ωστόσο, η αίσθηση ότι την ώρα που τα εκκοκκιστήρια διαπραγματεύονται και ζητάνε από τους αγοραστές ένα γενναίο πριμ πάνω από τις τιμές Δεκεμβρίου (το λεγόμενο basis) αρνούνται να το «περάσουν» στην τιμή παραγωγού.

Να ξεκαθαρίσουμε κάτι: Η βάση για την οποία μιλάτε διαμορφώνεται σήμερα, ανάλογα με την ποιότητα του βαμβακιού και τη θέση του εκκοκκιστηρίου, από 4 έως 5 σεντς/λίμπρα πάνω από την τιμή Δεκεμβρίου στο Χρηματιστήριο της Ν. Υόρκης. Αυτά τα 4,5 σεντς/λίμπρα (παίρνοντας τον μέσο όρο), αν κάνουμε τους υπολογισμούς, «μεταφράζονται» σε 3 λεπτά στην τιμή παραγωγού, χρήματα τα οποία σας διαβεβαιώνω ότι δίνονται.

Όταν εμείς ως εκκοκκιστές κάνουμε την τιμολόγηση, το κοστολόγιό μας «βγαίνει» με βάση την τιμή πώλησης και όχι την τιμή του Χρηματιστηρίου. Όσοι ισχυρίζονται το αντίθετο, προτείνοντας π.χ. αυτό το basis των 4,5 σεντς να μετατραπεί σε αύξηση 4,5 λεπτών στην τιμή παραγωγού, αν δεν είναι κακοπροαίρετοι, είναι ημιμαθείς.

«Μεγάλο άλμα η αναγραφή υγρασίας στα δελτία παραλαβής»

Nα περάσουμε στο κεφάλαιο της υγρασίας. Θεωρείτε ότι τα ποσοστά βάσει των οποίων υπολογίζεται το πριμ ή, αντίστοιχα, η απομείωση της τιμής καλύπτουν εξίσου όλες τις περιοχές;

Μετά την απόδοση σε ίνα (που θεωρούμε ότι μπορεί να φέρει τα περισσότερα χρήματα στον παραγωγό), τα επόμενα δύο πιο σημαντικά θέματα για εμάς ήταν η «εκδίωξη» των stripper, που αποτελούν μάστιγα για τη βαμβακοκαλλιέργεια και, με μαθηματική ακρίβεια θα οδηγούσαν στον αφανισμό της, και η υγρασία. Όσον αφορά τη δεύτερη, καταλήξαμε ως Διεπαγγελματική σε μια πρόταση, η οποία προέκυψε μέσα από τις συζητήσεις που έγιναν τόσο σε επίπεδο Διεπαγγελματικής όσο και σε επίπεδο Ομάδας Βάμβακος. Είναι γεγονός ότι υπήρχαν πολλές και διαφορετικές φωνές, δεδομένου ότι άλλες περιοχές είναι πιο «στεγνές» και άλλες πιο «υγρές». Όμως, ως ΔΟΒ είχαμε υποχρέωση να καταθέσουμε κάτι σοβαρό και συνολικό. Δεν μπορεί ο καθένας να απαιτεί να εφαρμοστούν ως οδηγός σε πανελλαδικό επίπεδο αυτά που ισχύουν στο χωράφι ή στο χωριό του.

Πιστεύω, λοιπόν, ότι φτάσαμε σε μια αμοιβαία κατανόηση. Γιατί η υγρασία, μπορεί να βολεύει τον «κακό» παραγωγό που μαζεύει νύχτα και… πουλάει νερό, ταυτόχρονα όμως αυξάνει τα έξοδα βιομηχανοποίησης και υποβαθμίζει το τελικό προϊόν. Με τη διαφοροποίηση που προτείνουμε, ο παραγωγός που μαζεύει στεγνό βαμβάκι μπορεί να λάβει από 1% έως 3% υψηλότερη τιμή, χρήματα διόλου ευκαταφρόνητα. Και μόνο το γεγονός ότι αποτυπώνεται πλέον η υγρασία στα δελτία παραλαβής είναι ένα πολύ μεγάλο άλμα. Για να «στρίψουμε» το καράβι και να υπάρξει αλλαγή νοοτροπίας, χρειάζεται χρόνος και προσεκτικά, έστω και μικρά στην αρχή, βήματα. Δεν έχει νόημα να ανοίξουμε 15 μέτωπα ταυτόχρονα και στο τέλος να μην κάνουμε τίποτα.

 

Να πάμε στο κομμάτι του «οδηγού» για τις παραλαβές και την τιμολόγηση του βάμβακος που εξέδωσε φέτος η ΔΟΒ. Γιατί περιορίζεται στην υγρασία και αφήνει εκτός χαρακτηριστικά, όπως η απόδοση σε ίνα, τα οποία θα μπορούσαν αυξήσουν την τιμή για όσους παραγωγούς κομίζουν ποιοτικό προϊόν;

Πρώτα απ’ όλα, θέλω να πω ότι, κατά τη γνώμη μου, η μεγαλύτερη τομή της Διεπαγγελματικής είναι η δουλειά που έχει γίνει από κοινού με το Εθνικό Κέντρο Ταξινόμησης και σε συνεργασία με το υπουργείο, ώστε να αναδειχθούν οι ποικιλίες με τη μεγαλύτερη απόδοση σε ίνα.

Αυτές οι ποικιλίες φέρνουν και τη μεγαλύτερη οικονομική διαφορά προς όφελος του παραγωγού. Πριν από τρία χρόνια, ελάχιστοι διανοούνταν ότι κάποιοι παραγωγοί θα λαμβάνουν από 1 έως και 3 λεπτά παραπάνω από την τρέχουσα τιμή λόγω της ποικιλίας που καλλιεργούν.

Το πρώτο που πετύχαμε μέσα από την προσπάθεια αυτή, και πρέπει να πιστωθεί σε όλους όσοι δούλεψαν στην κατεύθυνση αυτή, ήταν η αύξηση του εισοδήματος των παραγωγών. Αν, σε ένα υποθετικό σενάριο, όλοι οι βαμβακοπαραγωγοί καλλιεργήσουν τις ποικιλίες που προτείνουν τα εκκοκκιστήρια, με τα αριθμητικά δεδομένα της φετινής χρονιάς, θα έχουμε μια πρόσθετη ωφέλεια 19,5 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για χρήματα άμεσα που έρχονται απλά και μόνο από την επιλογή της ποικιλίας.

Για να το θέσω και διαφορετικά, αν τα δύο λεπτά (παίρνω και πάλι τον μέσο όρο) του μπόνους από την ποικιλία προστεθούν στα 40 λεπτά/κιλό, έχουμε να κάνουμε με μια αύξηση 5% στην τρέχουσα τιμή. Με τις περσινές, δε, τιμές, η αύξηση θα ήταν 4%. Με την καμπάνια που έχουμε κάνει τα τελευταία χρόνια ως ΔΟΒ, νομίζω ότι άπαντες γνωρίζουν πλέον ποιες είναι οι ποικιλίες με τη μεγαλύτερη απόδοση.

Λέτε, δηλαδή, ότι ήδη οι παραγωγοί που παραδίδουν βαμβάκι με καλύτερη απόδοση ανταμείβονται από τα εκκοκκιστήρια;

Σαφώς και θέλω να τονίσω ότι και οι ίδιοι οι καλλιεργητές έχουν πάρει το μήνυμα. Εκτιμούμε ότι το ποσοστό των προτεινόμενων αυτών ποικιλιών στο σύνολο της ελληνικής παραγωγής έχει ξεπεράσει πλέον το 30% και πλησιάζει σιγά σιγά προς το 50%, ενώ σε κάποιες επιχειρήσεις είναι ακόμα υψηλότερο.

Επομένως, δεν θεωρείτε απαραίτητο να αποτυπωθεί από πλευράς ΔΟΒ σε έναν οδηγό τιμολόγησης με ποσοστιαία διαφοροποίηση της τιμής, όπως έγινε με την υγρασία;

Κοιτάξτε, η Διεπαγγελματική κάνει τη δουλειά της: Αναδεικνύει, μέσω έρευνας και σε συνεργασία με το Εθνικό Κέντρο Ταξινόμησης, τις καλύτερες ποικιλίες. Κάθε χρόνο τυπώνουμε και μοιράζουμε στα εκκοκκιστήρια σε περίπου 4.000 αντίγραφα τον σχετικό οδηγό. Από εκεί και πέρα, εναπόκειται και στην ιδιωτική συμφωνία του κάθε παραγωγού με την επιχείρηση. Νομίζω ότι η αγορά λειτουργεί στο συγκεκριμένο κομμάτι. Tα εκκοκκιστήρια δίνουν τα χρήματα στον παραγωγό για τις καλύτερες αποδόσεις που τους κομίζουν και, παράλληλα, έχουμε περαιτέρω βελτίωση των ποιοτικών χαρακτηριστικών του ελληνικού βαμβακιού, αλλά και των εμπορικών του προδιαγραφών.

Απλά μέχρι στιγμής αυτό δεν έχει αποτυπωθεί στις τιμές που λαμβάνουμε από τους αγοραστές. Για να συμβεί κάτι τέτοιο, θα πρέπει το ποσοστό των εν λόγω ποικιλιών να φτάσει στο 60% της συνολικής παραγωγής.

«Η ΔΟΒ κάνει βήματα μπροστά και αυτό ενοχλεί κάποιους»

Τι απαντάτε σε όσους λένε ότι η Διεπαγγελματική αποτελεί ουσιαστικά όργανο των εκκοκκιστών δίχως σοβαρή εκπροσώπηση των παραγωγών;

Αρχικά, να υπενθυμίσω ότι η Διεπαγγελματική υπήρχε μεν θεωρητικά εδώ και πολλά χρόνια, στην πράξη όμως ήταν αδρανής. Όταν παραλάβαμε, κάναμε επί δύο μήνες ανακοινώσεις σε όλα τα μέσα ενημέρωσης, ζητώντας αντιπροσώπους και από τις δέκα περιφέρειες της χώρας που παράγουν βαμβάκι.

Όπως γνωρίζουν όλοι, η ΔΟΒ λειτουργεί με συγκεκριμένο κανονισμό. Ένας παραγωγός θα πρέπει να φέρει τουλάχιστον 100 πρωτότυπες υπογραφές. Αυτήν τη στιγμή, υπάρχει άνθρωπος στη ΔΟΒ που έφερε 1.000 υπογραφές, υπάρχουν επίσης κάποιοι που προσκόμισαν 200 υπογραφές, ενώ μπορούσαν να φέρουν πενταπλάσιες. Οι δέκα αντιπρόσωποι, αυτήν τη στιγμή, έχουν κοντά στις 3.000 υπογραφές.

Νομίζω, λοιπόν, ότι οι κατηγορίες αυτές είναι ανυπόστατες. Η Διεπαγγελματική τραβάει τα φώτα της δημοσιότητας, επειδή κάνει πρόοδο και παράγει έργο. Και αυτό φαίνεται ότι ενοχλεί κάποιους. Εντέλει, του χρόνου έχουμε εκλογές. Αν κάποιος θέλει να συμμετάσχει και να συμβάλει στην προσπάθεια, οι πόρτες μας είναι ανοιχτές. Ας μαζέψει τις απαιτούμενες υπογραφές και ας θέσει υποψηφιότητα για εκπρόσωπος του νομού.

Αν πάλι κάποιοι θέλουν να αλλάξει το νομικό πλαίσιο ή ο τρόπος που εκλέγονται οι εκπρόσωποι των παραγωγών στη Διεπαγγελματική, δεν έχουμε καμία αντίρρηση. Ας το ζητήσουν από την πολιτεία να το πράξει, γιατί αυτό δεν είναι αντικείμενο συζήτησης της Ομάδας Βάμβακος. Σε κάθε περίπτωση, είμαστε ανοιχτοί σε προτάσεις. Προς το παρόν, όμως, δεν ακούμε προτάσεις, παρά μόνο κατηγορίες και διαγκωνισμούς του στιλ «γιατί αυτός και όχι εγώ».