Δεν χωνεύονται εύκολα τα 69 λεπτά στο σύσπορο βαμβάκι

Με την τελευταία τιμή του Ιανουαρίου ξεκίνησαν τις εκκαθαρίσεις τα εκκοκκιστήρια

Με τρόπο που θα μπορούσε να πει κανείς ότι βρίσκεται σε αντιστοιχία με την «ειδικών συνθηκών» έως και… αλλοπρόσαλλη, ελέω και της ακραίας μεταβλητότητας, περίοδο που μεσολάβησε από την έναρξη της συγκομιδής και μετά, πέφτει σιγά σιγά η αυλαία της φετινής εκκοκκιστικής σεζόν.

Καθώς η προθεσμία για τις παραδόσεις παρατάθηκε μέχρι τις 17 Φεβρουαρίου, η γεύση που αφήνει η χρονιά στην πλειονότητα τουλάχιστον των παραγωγών που επέλεξαν να μην αξιοποιήσουν τη δυνατότητα των προπωλήσεων είναι αναμφίβολα πικρή, καθώς τα 68-69 λεπτά το κιλό στην πύλη (65-66 λεπτά σε επίπεδο αποθήκης παραγωγού), στα οποία από τα μέσα της εβδομάδας κλείνουν τα ανοιχτά βαμβάκια τα περισσότερα εκκοκκιστήρια, ξεκινώντας τις διαδικασίες εκκαθάρισης, απέχουν παρασάγγας από τις προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί. Ούτε βέβαια συνιστούν ισχυρό κίνητρο ενόψει της επόμενης καλλιεργητικής περιόδου.

Σύμφωνα με την κυρίαρχη, αυτήν τη στιγμή, εκτίμηση, το ποσοστό της φετινής σοδειάς σύσπορου που παρέμεινε αφιξάριστο στις 31 Ιανουαρίου, οπότε και εξέπνεε το περιθώριο που είχε χορηγήσει η πλειονότητα των μονάδων, ξεπερνούσε το 30%. Ωστόσο, κάποιοι παραγωγοί, ιδίως στη Θράκη, που είχαν ενταχθεί σε ειδικά προγράμματα και δεν έχουν λάβει προκαταβολές, θα έχουν, όπως φαίνεται, ένα ακόμα χρονικό «παράθυρο» μέχρι τις 15 Φεβρουαρίου.

Από τα εκκοκκιστήρια διαμηνύεται ότι τα περιθώρια έχουν πλέον εξαντληθεί και ότι, με τα βαμβάκια ανοιχτά τόσο «βαθιά» στη σεζόν, δυσκολεύονται να λάβουν εμπορικές αποφάσεις, τη στιγμή που οι υποχρεώσεις τρέχουν και οι ανάγκες ρευστότητας είναι τεράστιες. Την ίδια στιγμή, όπως έδειξε και ο Ιανουάριος, η τακτική της αναμονής κάθε άλλο παρά δικαίωσε όσους πόνταραν σε ένα ανοδικό γύρισμα της αγοράς.

Η αλήθεια είναι ότι, σε μια αγορά, η οποία σε χρηματιστηριακό επίπεδο κινείται εδώ κι αρκετό διάστημα σε ένα στενό εύρος, βρίσκοντας τοίχο κάθε φορά που επιχειρεί να «πιάσει» τα 90 σεντς και με τα μακροοικονομικά δεδομένα να είναι κάθε άλλο παρά ευνοϊκά, δύσκολα διαφαίνεται σε βραχυπρόθεσμο τουλάχιστον ορίζοντα μια προοπτική σοβαρής βελτίωσης των τιμών.

Δεν βοηθά το δολάριο

Στην αναιμική ζήτηση από τη φυσική αγορά έρχεται να προστεθεί και η πτώση του δολαρίου, το οποίο έχει χάσει το τελευταίο διάστημα σχεδόν το 10% της αξίας του, γεγονός που μεταφράζεται σε μια απώλεια 7-8 λεπτών στην τιμή του σύσπορου σε ευρώ. Επιπλέον πίεση, όχι μόνο στο βαμβάκι αλλά σε ολόκληρο το σύμπλεγμα των εμπορευμάτων, ασκεί και η άνοδος των επιτοκίων στην οποία έχουν καταφύγει οι κεντρικές τράπεζες, προκειμένου να ελέγξουν τον πληθωρισμό.

Σε αυτό το περιβάλλον, ενόψει και της επόμενης σεζόν η οποία βέβαια φαντάζει αυτήν τη στιγμή πολύ μακρινή, η προσδοκία είναι ότι το βαμβάκι που, κατά παραδοχή των περισσότερων αναλυτών, είναι σήμερα υποτιμημένο, ενδεχομένως να είναι από τα πρώτα προϊόντα που θα ανακάμψουν, όταν κάποια στιγμή αρχίσουν να διαλύονται τα υφεσιακά σύννεφα που σκεπάζουν την παγκόσμια οικονομία, όπως, άλλωστε, ήταν και το πρώτο που «χτυπήθηκε» από την παρούσα κρίση.

ΔΡ. ΜΟΧΑΜΕΝΤ ΝΤΑΡΑΟΥΣΕ
«Η βαμβακοκαλλιέργεια χρειάζεται πρακτικό σχεδιασμό και όχι θεωρίες»

Την εκτίμηση ότι η βαμβακοκαλλιέργεια μπαίνει σε νέα δύσκολη φάση, η οποία «χρειάζεται πιο πρακτικό σχεδιασμό και όχι θεωρίες» εκφράζει στην «ΥΧ» ο προϊστάμενος του Εθνικού Κέντρου Ταξινόμησης Βάμβακος, Δρ. Μοχάμεντ Νταράουσε.

Επιχειρώντας έναν σύντομο απολογισμό της φετινής χρονιάς, ο Δρ. Νταράουσε σημειώνει ότι η παραγωγή ήταν σε καλά επίπεδα, η χρονιά ευνόησε κάποιες περιοχές περισσότερο και άλλες λιγότερο. «Σχετικά με την ποιότητα, είχαμε σημαντική αύξηση στο Λευκό Κυτίο χρώματος, που αυξήθηκε από 24% (2021) σε 52% (2022). Έτσι, το 2022 ήταν η καλύτερη χρονιά για το Κυτίο χρώματος από το 2016. Επίσης, είχαμε σημαντική μείωση στο ποσοστό των ξένων υλών, όπου οι καιρικές συνθήκες ευνόησαν και τις δύο περιπτώσεις. Τα υπόλοιπα ποιοτικά χαρακτηριστικά ήταν σχεδόν στα ίδια επίπεδα με το 2021», επισημαίνει.

«Η αγορά δεν κινήθηκε όπως αναμενόταν για το εκκοκκισμένο βαμβάκι. Η ζήτηση από την Τουρκία και την Αίγυπτο (80% των ελληνικών εξαγωγών) ήταν προβληματική, λόγω οικονομικών προβλημάτων, αλλά γενικότερα λόγω υψηλού κόστους ενέργειας και νήματος. Οι τιμές για το σύσπορο άγγιξαν το 1 ευρώ/κιλό, που ήταν η υψηλότερη όλων των εποχών, μετά ακολουθούσε μια σταδιακή πτώση, όμως παρέμεινε για αρκετό καιρό σε υψηλά επίπεδα των 80-90 λεπτών. Αργότερα, οι τιμές έπεσαν σε χαμηλότερα επίπεδα των 65-70 λεπτών.

Δυστυχώς, η ευκαιρία των υψηλών τιμών δεν αξιοποιήθηκε από ένα μεγάλο μέρος των παραγωγών. Ο αιφνιδιασμός των υψηλών τιμών δημιούργησε μια διστακτικότητα στους καλλιεργητές και δεν χειρίστηκαν το θέμα των προπωλήσεων σωστά. Αυτό οφείλεται στην απειρία σε θέματα χρηματιστηρίου και αγορών. Στην ουσία, οι τιμές του χρηματιστηρίου δεν αντιπροσώπευαν την πραγματική αγορά σε προσφορά και ζήτηση, αλλά ήταν παιχνίδια αισχροκέρδειας», αναφέρει ο Δρ. Νταράουσε.

«Λόγω της πτώσης των τιμών, ορισμένοι παραγωγοί, κυρίως στη Θεσσαλία, δεν παρέδωσαν το βαμβάκι, περιμένοντας άνοδο των τιμών. Το υψηλό κόστος παραγωγής, η νέα ΚΑΠ, η Πράσινη Συμφωνία και η απογοήτευση των παραγωγών για τις τιμές (για την οποία έχουν μέρος της ευθύνης) αναμένεται να προκαλέσουν σημαντική μείωση της βαμβακοκαλλιέργειας για την επόμενη χρονιά. Η βαμβακοκαλλιέργεια μπαίνει σε νέα δύσκολη φάση που χρειάζεται πιο πρακτικό σχεδιασμό και όχι θεωρίες», καταλήγει.