Με διαφορετικά γυαλιά βλέπουν τους ελέγχους σε γάλα και γαλακτοκομικά υπουργείο και κτηνοτρόφοι

Ελεγχοι ουσίας, στελέχωση με προσωπικό των φορέων που τους διενεργούν, ξεκάθαρες πολιτικές προθέσεις και αλλαγή θεσμικού πλαισίου, το οποίο θα οδηγεί σε κλείσιμο επιχείρησης που δεν συμμορφώνεται και συνεχίζει τη νοθεία, είναι οι προτάσεις των κτηνοτρόφων απέναντι στη σημαία των ελέγχων που ξεκίνησε το υπουργείο σε γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα. Κτηνοτρόφοι λένε πως αποδεικτικό της αποτελεσματικότητας των ελέγχων θα ήταν η άνοδος στην τιμή παραγωγού, κάτι που δεν ισχύει.

Επιφυλακτική στάση κρατάει η Πανελλήνια Ένωση Κτηνοτρόφων (ΠΕΚ) απέναντι στους ελέγχους σε γάλα και τυροκομικά από το ΥΠΑΑΤ και άλλους φορείς, γιατί, όπως σχολιάζει ο αντιπρόεδρος της ΠΕΚ, Δημήτρης Καμπούρης, «κατ’ επανάληψη υπόσχονται, αλλά η κατάσταση εξακολουθεί να είναι ίδια. Πιστεύω ότι στην πράξη δεν υπάρχει πολιτική βούληση να γίνει ουσιαστικός έλεγχος».

Όπως εκτιμά, η νοθεία είναι μία κατάσταση που βολεύει και τους γαλακτοβιομήχανους και τους κυβερνώντες και είναι εις βάρος των καταναλωτών και των κτηνοτρόφων. «Νομίζω ότι η εκάστοτε πολιτική ηγεσία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, σε πολλές περιπτώσεις, υποκρίνεται. Θέλουν να εμφανιστούν αρεστοί στους κτηνοτρόφους, αλλά στην ουσία δεν γίνεται τίποτα».

Σύμφωνα με τον ίδιο, αν θελήσουν και τολμήσουν, πολύ εύκολα μπορούν να κάνουν ελέγχους σε μεγάλα σούπερ μάρκετ σε δείγματα τυριών. «Δεν είναι ούτε χρονοβόρο, ούτε δύσκολο», εξηγεί ο κ. Καμπούρης και αναρωτιέται τις πταίει, θεωρώντας πως ούτε και τώρα θα γίνουν έλεγχοι ουσίας. «Δεν θέλουν; Δεν φτάνει το προσωπικό; Δεν είναι επαρκώς καταρτισμένοι οι υπάλληλοι;», διερωτάται.

Ο κ. Καμπούρης, μεταφέροντας τη θέση της ΠΕΚ, παραπέμπει στη Διεπαγγελματική της Φέτας, στην οποία μετέχουν, και προτείνει, παράλληλα με τις υπηρεσίες που έχουν την αρμοδιότητα των ελέγχων, να δοθεί η δυνατότητα ελέγχου και στη Διεπαγγελματική, «ώστε να έχουμε άμεση εποπτεία και γνώση».

Το έχουν προτείνει κατ’ επανάληψη στο υπουργείο και η άρνηση που λαμβάνουν ενισχύει τις επιφυλάξεις τους για την αποτελεσματικότητα των ελέγχων. «Η Διεπαγγελματική έγινε κατ’ εντολή του πρωθυπουργού επί υπουργίας του κ. Βορίδη, με αμοιβαίες υποχωρήσεις όλων μας. Αυτήν τη στιγμή υπολειτουργεί ή δεν έχει τον θεσμικό ρόλο που θα έπρεπε. Ο υπουργός, μάλιστα, μας ανακοίνωσε ότι θα φτιάξει νέο νομοθετικό πλαίσιο, όπως και τη Διεπαγγελματική, εξέλιξη που μας δημιουργεί εύλογες απορίες», τονίζει.

Κλείνοντας, ο κ. Καμπούρης δηλώνει πως ακόμη και αν οι αγρότες σηκώσουν χειρόφρενο στους αγώνες, οι κτηνοτρόφοι δεν υποχωρούν, αλλά θα ανοίξουν νέα μέτωπα, «γιατί δεν μπορούμε να δεχθούμε μείωση των τιμών στον παραγωγό χωρίς να πέφτει η τιμή στον καταναλωτή. Οι κτηνοτρόφοι βρίσκονται σε απελπιστική κατάσταση, οι τιμές πέφτουν διαρκώς και δεν μπορούμε να μείνουμε αδρανείς».

Ζητούν αυστηρές ποινές

Παραπέμποντας στην πρόσφατη παρουσία του υπουργού, Λευτέρη Αυγενάκη, την Κυριακή σε κλειστή σύσκεψη στην Κομοτηνή, ο πρόεδρος στον Κτηνοτροφικό Σύλλογο Αλεξανδρούπολης, Κώστας Δουνάκης, λέει ότι του μετέφεραν το αίτημα για περισσότερους και αποτελεσματικότερους ελέγχους.

Όπως εξηγεί, τους ενημέρωσε για τον τρόπο που γίνονται οι έλεγχοι με την εμπλοκή όλων των φορέων, σε τελωνεία, σούπερ μάρκετ και γαλακτοβιομηχανίες, όπου παίρνουν δείγματα και βλέπουν τα προβλήματα. «Μας είπε ότι τα πρόστιμα θα είναι υψηλά και οι έλεγχοι θα εντατικοποιηθούν. Θα πρέπει, όμως, το υπουργείο να ενισχύσει τις υπηρεσίες που κάνουν ελέγχους (ΔΑΟΚ, ΕΦΕΤ) με προσωπικό, καθότι είναι μειωμένο. Δεν είναι δυνατόν αυτοί που εκμεταλλεύονται το γάλα ή το κρέας να ελέγχονται στα πέντε ή στα δέκα χρόνια», τονίζει.

Ο κ. Δουνάκης ζητά τακτικότερους ελέγχους και αυστηρότερες ποινές, ζήτημα που θέτουν οι παραγωγοί επισταμένως. Σύμφωνα με τον ίδιο, «εάν μετά από 1-2 ελέγχους μια επιχείρηση δεν συμμορφώνεται και συνεχίζει την απάτη, θα πρέπει να κλείνει και να μη λειτουργεί ξανά, να βγαίνει από το μητρώο».

Σχολιάζει, επίσης, ότι τα οικονομικά μεγέθη των προστίμων είναι ελάχιστα μπροστά στα κέρδη των μεγάλων επί χρόνια. «Δεν γίνεται τα πρόστιμα να είναι της τάξης των 50.000 και 100.000 ευρώ. Πρέπει να είναι ανάλογα του τζίρου και των ετών λειτουργίας της επιχείρησης», καταλήγει.