Διορθώνουν οι τιμές των ζωοτροφών

Πτωτικά η παραγωγή στην ΕΕ το 2023 για δεύτερη σερί χρονιά

Προς δεύτερη συνεχόμενη χρονιά μειωμένης συνολικά παραγωγής φαίνεται ότι οδεύει η ευρωπαϊκή βιομηχανία ζωοτροφών, με τον τζίρο της αγοράς να υποχωρεί μάλιστα με ταχύτερους ρυθμούς, λόγω της αποκλιμάκωσης των τιμών των σιτηρών.

Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Συνυμποσπονδίας Βιομηχανιών Ζωοτροφών (FEFAC), η παραγωγή σύνθετων ζωοτροφών στην ΕΕ το 2023 αναμένεται να διαμορφωθεί στους 144,3 εκατ. τόνους, ποσότητα μειωμένη κατά 2,4 εκατ. τόνους ή κατά 2% σε σύγκριση με πέρυσι, που είχε ήδη καταγραφεί μείωση 5 εκατ. τόνων σε σχέση με το 2021. Με λίγα λόγια, σύμφωνα πάντα με τους υπολογισμούς της FEFAC, μέσα σε δύο χρόνια η ευρωπαϊκή παραγωγή ζωοτροφών «απώλεσε» 7,4 εκατ. τόνους.

Όπως και πέρυσι, οι ζωοτροφές για τη χοιροτροφία ήταν η κατηγορία με τη μεγαλύτερη μείωση παραγωγής, η οποία έφτασε το 5,2% (2,5 εκατ. τόνοι) σε σχέση με το 2022, ούσα η κυρίως «υπεύθυνη» για το αρνητικό πρόσημο στο τονάζ του κλάδου. Πτώση, αλλά μικρότερη, της τάξης των 0,8 εκατ. τόνων ή 1,9% καταγράφηκε και στην κατηγορία της βοοτροφίας.

Αντίθετα, αύξηση 0,9% ή κατά 0,9 εκατ. τόνους σημειώθηκε στις ζωοτροφές για την πτηνοτροφία, καθώς, όπως σημειώνει η FEFAC, μέσα στο 2023 ανέκαμψε η πτηνοτροφική παραγωγή αρκετών χωρών που το 2022 είχαν πληγεί από τη γρίπη των πτηνών. Ωστόσο, η μικρή αυτή αύξηση δεν αρκεί για να καλύψει τη μείωση του 2022, καθώς οι φετινές ποσότητες υπολείπονται κατά 700.000 τόνους των αντίστοιχων του 2021. Τέλος, θετικό ήταν, έστω και οριακά, το πρόσημο και στην κατηγορία των σύνθετων ζωοτροφών που απευθύνονται στην αιγοπροβατοτροφία, κλείνοντας το έτος με αυξημένη κατά 0,4% παραγωγή.

Αρνητική πρωτιά για την Ουγγαρία

Σε επίπεδο χωρών, η μεγαλύτερη μείωση (-8,4%) σημειώθηκε στην Ουγγαρία και οφείλεται κατά κύριο λόγο στη μειωμένη παραγωγή κοτόπουλων κρεοπαραγωγής (κάτι που συνέβη και στην Τσεχία), ενώ ακολούθησαν η Δανία και η Γερμανία, με απώλειες 7,6% και 4,2% αντίστοιχα. Σε αμφότερες τις χώρες, η υποχώρηση του τονάζ αποδίδεται στη μείωση που εμφάνισε η κατηγορία των προϊόντων για τη χοιροτροφία, που στην περίπτωση του σκανδιναβικού κράτους ανήλθε σε 13,6%. Για τη Γερμανία, σημαντικό ρόλο έπαιξε η απώλεια των ασιατικών αγορών, αλλά και η αρνητική δημοσιότητα που έλαβε η χώρα, όπως αναφέρει η FEFAC, με αρνητικές καμπάνιες στα ΜΜΕ.

Μείωση 800.000 τόνων στην κατηγορία της χοιροτροφίας καταγράφηκε και στην Ισπανία –μεγαλύτερο «παίκτη» του εν λόγω κλάδου– λόγω της απώλειας κάποιων εξαγωγικών αγορών, αλλά και της επίπτωσης που είχαν στην κατανάλωση οι πληθωριστικές πιέσεις. Στον αντίποδα, η μεγαλύτερη αύξηση παραγωγής (6,5%) εντοπίστηκε στη Βουλγαρία και ακολούθησαν η Ιταλία με 2,4% και η Ρουμανία με 1,2%. Από τις 18 συνολικά χώρες για τις οποίες δίνει στοιχεία η FEFAC, μείωση παραγωγής καταγράφεται σε 13 και αύξηση σε πέντε.

Μεταβολή παραγωγής σύνθετων ζωοτροφών σε επίπεδο χωρών

Αυξάνεται η ζήτηση για βιώσιμο σιτηρέσιο

H FEFAC σημειώνει την ολοένα και αυξανόμενη ζήτηση για βιώσιμες ζωοτροφές, κάτι που οφείλεται εν μέρει και στις αλλαγές στο κανονιστικό πλαίσιο της ΕΕ. Υπογραμμίζει, επίσης, την αρνητική επίπτωση που έχουν στη ζήτηση οι ζωονόσοι, όπως η γρίπη των πτηνών και η αφρικανική πανώλη των χοίρων, αλλά και η κλιματική αλλαγή (π.χ. η ξηρασία και η συνακόλουθη έλλειψη νερού σε Ισπανία και Πορτογαλία είχε ως αποτέλεσμα να παύσουν τη λειτουργία τους πολλές κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις, κυρίως στον τομέα των μηρυκαστικών). Έτερος παράγοντας που παίζει σημαντικό –ακριβέστερα, αρνητικό– ρόλο στη ζήτηση είναι οι εθνικές νομοθεσίες για τις εκπομπές αζώτου και αερίων του θερμοκηπίου.

Αν και η FEFAC δεν δίνει στοιχεία για την αξία των πωλήσεων, παράγοντες της εγχώριας αγοράς ζωοτροφών κάνουν λόγο για μείωση σε διψήφια ποσοστά, που αγγίζει το 20%. «Αυτό έχει να κάνει προφανώς με τις τιμές των σιτηρών που, αν εξαιρέσουμε τη σόγια που παραμένει ψηλά, έχουν υποχωρήσει αρκετά σε σχέση με πέρυσι», αναφέρει στην «ΥΧ» έμπειρο στέλεχος μεγάλης βιομηχανίας του χώρου.

Στα 2,6-2,7 δισ. η εγχώρια αγορά

Η τάση αυτή παρατηρείται και στην εγχώρια αγορά, η αξία της οποίας, σύμφωνα με το ίδιο στέλεχος, αναμένεται να κυμανθεί φέτος για το σύνολο των ζωοτροφών στα 2,6- 2,7 δισ. ευρώ, έναντι 3 δισ. ευρώ πέρυσι, ενώ η πτώση αναμένεται να συνεχιστεί και το 2024, εφόσον εξακολουθήσει, όπως διαφαίνεται, η αποκλιμάκωση των τιμών των σιτηρών. Σημειωτέον ότι, πριν την έναρξη του νέου ανοδικού κύκλου στα αγροτικά εμπορεύματα, ο συνολικός τζίρος της ελληνικής αγοράς ζωοτροφών κινούνταν γύρω στα 2,1 δισ. ευρώ ετησίως, ενώ οι όγκοι διαχρονικά υπολογίζονται σε 8,5 εκατ. τόνους, εκ των οποίων το 20%, δηλαδή περί τους 1,6 εκατ., αφορά στις σύνθετες ζωοτροφές. Από αυτές, το 50% κατευθύνεται στην πτηνοτροφία, ενώ το έτερο ήμισυ απορροφάται από τους υπόλοιπους κτηνοτροφικούς κλάδους, δηλαδή την αιγοπροβατοτροφία, την αγελαδοτροφία κ.ά.

Μεταβολή παραγωγής σύνθετων ζωοτροφών ανά κατηγορία

Σταθερή η κατανάλωση στην Ελλάδα

Σύμφωνα, πάντως, με τον Τάσο Κυριακίδη, γεν. γραμματέα του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Ζωοτροφών (ΣΕΒΙΖ), η κατανάλωση το 2023, τουλάχιστον στο εννεάμηνο για το οποίο υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, παρέμεινε σταθερή, ακολουθώντας την πορεία της εγχώριας γαλακτοπαραγωγής και με δεδομένο ότι ο κλάδος της πτηνοτροφίας διατήρησε το αναπτυξιακό μομέντουμ που είχε επιδείξει και το 2022. «Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, οι παραδόσεις πρόβειου γάλακτος στο διάστημα Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2023 ανήλθαν σε 629.000 τόνους, έναντι 617.000 τόνων το περσινό εννεάμηνο, ήταν δηλαδή αυξημένες κατά 1,9%.

Στο γίδινο, οι παραδόσεις υποχώρησαν οριακά, από τους 151.000 τόνους πέρυσι στους 150.000 τόνους, ενώ τα αντίστοιχα νούμερα για το αγελαδινό ήταν 483.000 τόνοι φέτος, έναντι 488-489.000 τόνων πέρυσι, δηλαδή είχαμε μια μικρή πτώση της τάξης του 1,1%.

Την ίδια στιγμή, η μέση τιμή του πρόβειου γάλακτος τον Σεπτέμβριο ήταν αυξημένη κατά 20% και του γίδινου κατά 18%, ενώ, αντίθετα, στο αγελαδινό υπήρχε μείωση 11,5%», αναφέρει ο κ. Κυριακίδης. «Κατ’ επέκταση, φαίνεται ότι η αγορά για την αιγοπροβατοτροφία θα κλείσει το 2023 με θετικό πρόσημο, ενώ για την αγελαδοτροφία με αρνητικό», προσθέτει.

Βέβαια, όπως διευκρινίζει ο ίδιος, στα παραπάνω στοιχεία δεν αποτυπώνεται ο αντίκτυπος στις παραδόσεις γάλακτος των καταστροφικών πλημμυρών στη Θεσσαλία, κάτι που αναμένεται να γίνει στα στοιχεία του τελευταίου τριμήνου του 2023.

Μείωση ζήτησης στη δεκαετία διαβλέπει η Κομισιόν

Σε τροχιά διόρθωσης, σύμφωνα με την Κομισιόν, θα παραμείνουν οι τιμές των ζωοτροφών μέχρι τη σεζόν 2024/25, ακολουθώντας στη συνέχεια μια σταθερή πορεία για την δεκαετία που ολοκληρώνεται το 2035.

Ωστόσο, όπως αναφέρεται στην έκθεση για τις Μεσοπρόθεσμες Προοπτικές των Αγροτικών Αγορών που έδωσε πριν λίγες μέρες στη δημοσιότητα η Επιτροπή, εξαίρεση στην τάση αυτή ενδεχομένως να αποτελέσουν οι πιο πλούσιες σε πρωτεΐνες ζωοτροφές (περιεκτικότητα άνω του 30%), κατηγορία που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, ιχθυάλευρα, σογιάλευρα και αποβουτυρωμένο γάλα σε σκόνη.

Στις ζωοτροφές με υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη, οι τιμές αναρριχήθηκαν σε υψηλά επίπεδα για πρώτη φορά το διάστημα 2019-21 και, πιο πρόσφατα, το 2021-22, ακολουθώντας το μοτίβο των αυξήσεων στην ελαιοκράμβη, τον ηλίανθο και τη σόγια. Η ζήτηση, πάντως, για το σύνολο των ζωοτροφών εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει κατά 3,5% σε ορίζοντα δεκαετίας, σε σύγκριση με την περίοδο 2021-23, λόγω της μείωσης της παραγωγής χοιρινού και βοδινού κρέατος στην ΕΕ, αλλά και της επιβράδυνσης του ρυθμού αύξησης των αποδόσεων στη γαλακτοπαραγωγή, έστω κι αν μέρος από τις απώλειες αυτές θα αντισταθμιστεί από τη διαφαινόμενη αύξηση στην παραγωγή πουλερικών και αβγών. H μεγαλύτερη μείωση (-6%) αναμένεται στην υποκατηγορία των υψηλών πρωτεϊνών, ακολουθούμενη από τη μείωση 2% στις τροφές μεσαίας περιεκτικότητας σε πρωτεΐνη (15% έως 30%) και τη μείωση 1,3% στα προϊόντα χαμηλής περιεκτικότητας (έως 15%).

Παράλληλα, η Κομισιόν διαβλέπει αυξημένο ενδιαφέρον για τα «συστήματα παραγωγής ζωοτροφών από χορτονομή», αλλά και για «αντισυμβατικές», όπως τις χαρακτηρίζει, κατηγορίες ζωοτροφών, όπως οι βιολογικές και οι μη γενετικά τροποποιημένες.