Διψούν τα κλωστήρια για ελληνικό βαμβάκι

Τη δυναμική και τις προοπτικές της καλλιέργειας ανέδειξαν οι τέσσερις ημερίδες της Διεπαγγελματικής

των Αφροδίτης Χρυσοχόου, Γιάννη Τσατσάκη

Ολες τις προϋποθέσεις για να επαναλάβει μια χρονιά αντίστοιχη, αν όχι και καλύτερη της περσινής, αξιοποιώντας προς όφελός του τις τάσεις της παγκόσμιας αγοράς αλλά και την αναταραχή στα δίκτυα μεταφορών φαίνεται ότι πληροί και φέτος το ελληνικό βαμβάκι.

Η ισχυρή δυναμική στην αλυσίδα αξίας του βάμβακος, αλλά και οι λόγοι που την αναδεικνύουν σε σταθερά μέσα σε ένα περιβάλλον γενικευμένης αβεβαιότητας που εντείνεται από τον πόλεμο που βρίσκεται σε εξέλιξη στην Ουκρανία, καταγράφηκαν στις τέσσερις εσπερίδες που διοργάνωσε από τις 16 έως και τις 23 Μαρτίου η Διεπαγγελματική Οργάνωση Βάμβακος (ΔΟΒ) κατά σειρά στις Φέρες Έβρου, στη Θεσσαλονίκη, στη Λιβαδειά και στην Καρδίτσα με θέμα «Βιώσιμη και ποιοτική καλλιέργεια βάμβακος: η πορεία της στην ευρωπαϊκή αγορά μέσω της νέας ΚΑΠ».

Στόχος των εκδηλώσεων ήταν η ανάδειξη των πρωτοβουλιών για τη στήριξη και τόνωση της ανταγωνιστικότητας του προϊόντος, αλλά και η ενημέρωση όλων των συμμετεχόντων για τις δραστηριότητες που υλοποιεί η νέα Διοίκηση υπό τον Ευθύμιο Φωτεινό.

Το βασικό συμπέρασμα που εξήχθη απ’ όλες ήταν ότι οι επικρατούσες συνθήκες καθιστούν την καλλιέργεια ελκυστική για ακόμη μία χρονιά, ενώ η διεθνής στροφή στο πιστοποιημένο ποιοτικό βαμβάκι εντείνει το ενδιαφέρον πολλών ξένων brands για τον λεγόμενο «λευκό χρυσό» της χώρας μας.

Την ίδια στιγμή, η αναταραχή που έχει προκληθεί στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα, λόγω της πανδημίας, και το υψηλό κόστος των μεταφορικών, δίνουν στην Ελλάδα προβάδισμα και την καθιστούν προτιμητέο προμηθευτή, ιδίως για τις όμορες και κοντινές χώρες.

Παρά το μικρό της μέγεθος, η εγχώρια παραγωγή διαθέτει σημαντικά πλεονεκτήματα έναντι των ανταγωνιστών της, καθώς ο Έλληνας βαμβακοπαραγωγός έχει κάνει τεράστια βήματα προόδου για να βελτιώσει την ποιότητα του προϊόντος, κυρίως στο μήκος και στην αντοχή των ινών. Φυσικά, ένα μεγάλο κομμάτι της προόδου αυτής πρέπει να πιστωθεί και στη Διεπαγγελματική, η οποία, με τις δράσεις της, έχει να επιδείξει σημαντικά επιτεύγματα τόσο στο κομμάτι της ενημέρωσης των καλλιεργητών, όσο και στην προώθηση του ελληνικού βάμβακος στη διεθνή αγορά.

Καταλύτης για το εμπορικό ισοζύγιο

Διόλου τυχαία, ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, Γιώργος Γεωργαντάς, που έδωσε το «παρών» στην εσπερίδα στη Θεσσαλονίκη, απέδωσε εύσημα στη ΔΟΒ τονίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι είναι «από τις λίγες οργανώσεις που με τον πολύ επιστημονικό και επαγγελματικό τρόπο της προσεγγίζει τους παραγωγούς, τους δίνει τη δυνατότητα να βελτιώσουν την παραγωγή τους και παρέχει το κατάλληλο πεδίο συνεργασίας με τους εκκοκκιστές, φροντίζοντας για την καλύτερη εξαγωγή του προϊόντος, προς όφελος όλων».

Ο ίδιος υπογράμμισε και την εξαγωγική δυναμική του εμβληματικού, όπως το χαρακτήρισε, προϊόντος, σημειώνοντας ότι συνέβαλε τα μάλα ώστε το αγροτικό ισοζύγιο της χώρας να αποκτήσει, μετά από τέσσερις σχεδόν δεκαετίες, θετικό πρόσημο. Αναφερόμενος στον κλάδο του βάμβακος στη χώρα μας, σημείωσε ότι πρόκειται για έναν πυλώνα άκρως σημαντικό, ποιοτικό, σταθερό και αξιόπιστο, που απαρτίζεται από εξαιρετικούς παραγωγούς, εκκοκκιστές και εξαγωγείς.

Πλατφόρμα για συνεργασία

Στη συνεργασία όλων αυτών των κρίκων της αλυσίδας αξίας και δη των παραγωγών και των εκκοκκιστών κάτω από την ομπρέλα της ΔΟΒ αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στην αρχική τοποθέτησή του ο πρόεδρος της Διεπαγγελματικής, Ευθύμιος Φωτεινός.

Ο ίδιος κάλεσε όλες τις πλευρές να συνεχίσουν με επιστημονικό και επαγγελματικό τρόπο τις προσπάθειες για τη βελτίωση του προϊόντος, ώστε να ενισχυθεί ακόμα περισσότερο η θέση του στη διεθνή αγορά. «Προφανώς και απαρτίζουν τη Διεπαγγελματική παραγωγοί και εκκοκκιστές, αλλά όταν καθόμαστε στο ίδιο τραπέζι, το μόνο που μας απασχολεί είναι το καλό του εθνικού προϊόντος μας και η διασφάλιση της αξίας της βαμβακοκαλλιέργειας μέσα σε πνεύμα σύμπνοιας και ομόνοιας», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Φυσικά δεν θα μπορούσε να μην αναφερθεί στο πολύ δύσκολο περιβάλλον που διαμορφώνουν για τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις οι δυσθεώρητες αυξήσεις όλων των συντελεστών του κόστους παραγωγής.

Όπως σημείωσε, «η τιμή του πετρελαίου έχει σχεδόν διπλασιαστεί, και δυστυχώς η χώρα μας αναδεικνύεται “πρωταθλήτρια” ακρίβειας στη χονδρεμπορική τιμή ηλεκτρικής ενέργειας, η ετήσια μεσοσταθμική αύξηση της τιμής των λιπασμάτων είναι 68,5%, οι αυξήσεις στις ζωοτροφές κυμαίνονται σε 30%-40% ενώ μπορεί ανά περιοχές και είδος να φτάσουν και το 70%. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα περαιτέρω ανασφάλεια και δυσχέρεια όχι μόνο για το βαμβάκι, αλλά και για την ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα. Προφανώς δεν αφορά μόνο την Ελλάδα και έχει πλέον μορφή… χιονοστιβάδας σε όλη την Ευρώπη».

Καταλήγοντας, ο κ. Φωτεινός κάλεσε όλους τους εμπλεκόμενους να εργαστούν για την διαμόρφωση των συνθηκών «που θα επιτρέψουν τη δημιουργία ενός προϊόντος πιο ποιοτικού, πιο ανταγωνιστικού, πιο προσοδοφόρου».

Οι τάσεις της διεθνούς αγοράς

Οι εκτιμήσεις για την παραγωγή ήταν για πάνω από 300.000 τόνους, αλλά παρά την κακοκαιρία και τις άσχημες καιρικές συνθήκες πέσαμε μόνο στους 295.000 τόνους. Το πρόβλημα που προέκυψε ήταν ότι επηρεάστηκαν τα βαμβάκια στο κυτίο (το χρώμα).

Ο χαρακτήρας του ελληνικού βαμβακιού είναι ομοιόμορφος, σταθερό μήκος ίνας, αντοχή και είναι πολύ βασικό τι ποικιλίες επιλέγονται, ενώ από την πλευρά τους τα εκκοκκιστήρια εκσυγχρονίζονται». Αυτά ανέφερε, μεταξύ άλλων, ο αντιπρόσωπος-αγοραστής εκκοκκισμένου βαμβακιού, Γιάννης Ψαρόπουλος. Σημείωσε, ακόμη, ότι λόγω της αυξημένης ζήτησης δεν ενδιαφέρει τόσο το χρώμα στο βαμβάκι αλλά να υπάρχει μια σταθερή ομοιομορφία στο κυτίο. Σχετικά με τις εξαγωγικές επιδόσεις υπογράμμισε ότι βρισκόμαστε στην πέμπτη θέση της παγκόσμιας κατάταξης, με κύριο ανταγωνιστή τη Βραζιλία και η εξαγωγική μας αξία βρίσκεται πάντα στην 1η θέση μεταξύ των ελληνικών εξαγωγικών προϊόντων.

«Ακόμη και σε άσχημες χρονιές το βαμβάκι φέρνει 500 εκατ. ευρώ εισροή συναλλάγματος. Το 2021 έχει φέρει γύρω στα 750 εκατ. ευρώ. Η εξαγωγική αξία για το 2021 φτάνει τα 675 εκατ. για το εκκοκκισμένο βαμβάκι, τα 60,5 εκατ. για τον βαμβακόσπορο, τα 12,3 εκατ. για τη βαμβακόπιτα», είπε ο κ. Ψαρόπουλος.

Οι χώρες προορισμού του ελληνικού βαμβακιού για τη φετινή χρονιά είναι στο μεγαλύτερο ποσοστό η Τουρκία (65,85%), ακολουθεί η Αίγυπτος (15,96%), Ινδονησία (4,30%), Μπαγκλαντές (4,29%), Πακιστάν (2,55%). Τέλος, σε ό,τι αφορά τις τιμές, ο κ. Ψαρόπουλος σημείωσε ότι μετά το 2011 αυτή τη στιγμή το ράλι των τιμών είναι το πιο δυνατό.

«Στις αρχές Απριλίου, οι τιμές έσπασαν τα 80σεντς για να φθάσουν 120 τον Νοέμβριο και 125 τον Μάιο. Η αγορά δεν έχει κάνει διόρθωση γιατί τα κλωστήρια δουλεύουν με μικρά αποθέματα και ότι τιμή δίνουν στο επόμενο στάδιο στον πελάτη τους αυτός την αποδέχεται. Υπολογίζεται ότι η μισή παραγωγή περίπου 150.000 τόνοι είχαν προπωληθεί πριν από τη συγκομιδή. Εν μέρει η πανδημία στο βαμβάκι εξαφάνισε τα παγκόσμια αποθέματα», κατέληξε.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Υπαιθρος Χώρα»
που κυκλοφόρησε Παρασκευή 24 Μαρτίου 2022