ΕΕ: Και για τα μη ευπαθή αγροτικά προϊόντα η εξόφληση εντός 30 ημερών

«Καπέλο» ίσο με το επιτόκιο της ΕΚΤ προσαυξημένο κατά 8% και αποζημίωση 50 ευρώ θα δικαιούνται για κάθε καθυστέρηση πληρωμής οι προμηθευτές

Οριζόντιο πλαφόν 30 ημερών για την εξόφληση των προμηθευτών σε κάθε εμπορική συναλλαγή και σε ολόκληρο το φάσμα της οικονομικής δραστηριότητας θέτει ο νέος Κανονισμός που προωθεί η Κομισιόν με στόχο την αντιμετώπιση της πρακτικής των καθυστερημένων πληρωμών που πλήττει κυρίως τους ασθενέστερους κρίκους της εφοδιαστικής αλυσίδας.

Πρόκειται για ένα από τα χρόνια «αγκάθια» -και- της αγοράς αγροδιατροφικών προϊόντων, η τελευταία προσπάθεια για την εκρίζωση του οποίου έγινε με την Οδηγία 2019/633 η οποία, μετά από περιπέτειες και με αρκετή, ομολογουμένως, καθυστέρηση ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία το 2021. Ο νέος Κανονισμός δεν αναιρεί, αλλά ουσιαστικά έρχεται να συμπληρώσει την εν λόγω οδηγία, μειώνοντας στις 30 μέρες (από 60 σήμερα) το χρονικό διάστημα πληρωμής για τα μη ευπαθή τρόφιμα και αγροτικά προϊόντα και καταργώντας τη σχετική διάκριση με τα ευαλλοίωτα.

Επιπλέον, προβλέπει αυστηρότερες κυρώσεις για τους παραβάτες, με τους αγρότες και γενικότερα τους προμηθευτές να δικαιούνται κατ’ αποκοπή αποζημίωση 50 ευρώ, αλλά και τόκο υπερημερίας ίσο με το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ προσαυξημένο κατά 8% για κάθε μέρα καθυστέρησης της πληρωμής -απαίτηση η οποία, μάλιστα, καθίσταται αυτόματα υποχρεωτική για τον οφειλέτη, δίχως να απαιτείται κάποια ενέργεια εκ μέρους του πιστωτή. Παράλληλα, όχι μόνο απαγορεύει τη σύναψη συμφωνιών με προθεσμίες εξόφλησης που υπερβαίνουν τις 30 ημέρες, αλλά εμμέσως προτρέπει τα κράτη-μέλη να ενθαρρύνουν ή και να υιοθετήσουν χρονοδιαγράμματα με ακόμα μικρότερο διάστημα πληρωμής.

Με καθυστέρηση 1 στα 2 τιμολόγια

Όπως προαναφέρθηκε, ο προωθούμενος Κανονισμός βάζει στο στόχαστρο τη διαδεδομένη στην αγορά -αλλά προβληματική- πρακτική των καθυστερημένων πληρωμών.

Σύμφωνα με στοιχεία της Κομισιόν, σήμερα, περίπου 1 στα 2 τιμολόγια στην ΕΕ εξοφλούνται με καθυστέρηση (ή και καθόλου) και το πρόβλημα επιτείνεται σε περιόδους οικονομικών κρίσεων, με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες εξαρτώνται από ένα τακτικό και προβλέψιμο χρονοδιάγραμμα ταμειακών ροών να είναι αυτές που υφίστανται τη μεγαλύτερη ζημιά. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η πρακτική αυτή λειτουργεί σαν ντόμινο, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο περισσότερων καθυστερημένων πληρωμών, ο οποίος αυξάνει το κόστος χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και ενισχύει το ρίσκο χρεοκοπίας (σ.σ. εκτιμάται ότι μία στις τέσσερις πτωχεύσεις στην ΕΕ σήμερα οφείλεται στη μη έγκαιρη εξόφληση των τιμολογίων).

Ταυτόχρονα, υπονομεύει την εμπιστοσύνη μεταξύ των συναλλασσόμενων και δεν επιτρέπει στις θιγόμενες επιχειρήσεις να αξιοποιήσουν επιχειρηματικές ευκαιρίες και να πραγματοποιήσουν αναγκαίες επενδύσεις, όπως αυτές που αφορούν την ψηφιακή ή/και την «πράσινη» μετάβαση.

Ασυμμετρίες στη διαπραγματευτική ισχύ

Μία από τις βασικές αιτίες των καθυστερήσεων πληρωμών είναι οι ασυμμετρίες στη διαπραγματευτική ισχύ μεταξύ ενός μεγάλου ή πιο ισχυρού πελάτη (οφειλέτη) και ενός μικρότερου προμηθευτή (πιστωτή) οι οποίες, συν τοις άλλοις, καλλιεργούν ένα κλίμα γενικευμένου φόβου και ανασφάλειας στην αγορά (fear factor).

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα o πιστωτής να υποχρεώνεται πολύ συχνά να αποδεχτεί καταχρηστικές προθεσμίες και όρους πληρωμής. Λόγω του μικρού μεγέθους τους, πιο ευάλωτες στις πιέσεις αυτές είναι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και προμηθευτές που εκτιμάται ότι θα ωφεληθούν από τον Νέο Κανονισμό στο μεγαλύτερο βαθμό και σε ένα ποσοστό που εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει το 30%.

Σύμφωνα με μελέτη που πραγματοποίησε το Κοινό Κέντρο Ερευνών (JRC) για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε εννέα χώρες (Βέλγιο, Ολλανδία, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Ουγγαρία, Φινλανδία και Ηνωμένο Βασίλειο), τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύθηκαν στα τέλη Σεπτεμβρίου 2022, στο υποθετικό σενάριο που όλα τα τιμολόγια εξοφλούνταν συστηματικά εντός 60 ημερών, οι ταμειακές ροές των επιχειρήσεων θα αυξάνονταν κατά 10%.

Αν ο χρόνος εξόφλησης μειωνόταν οριζόντια στις 30 ημέρες (σενάριο που εν τέλει προκρίθηκε) η αύξηση των ταμειακών ροών θα ήταν πολλαπλάσια, στο 66%. Γενικότερα, κάθε μέρα μείωσης του χρόνου εξόφλησης των προμηθευτών θα είχε ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση ρευστότητας ύψους 3,7 εκατ. ευρώ για τις επιχειρήσεις, αλλά και την εξοικονόμηση 158 εκατ. ευρώ στις δαπάνες χρηματοδότησης.

Πέρα από τα ταμειακά και χρηματοδοτικά οφέλη, όμως, οι έγκαιρες πληρωμές θα φέρουν και σημαντική εξοικονόμηση χρόνου, διαχειριστικών εξόδων και ανθρώπινων πόρων. Σήμερα, εκτιμάται ότι 340,2 εκατ. ανθρωποώρες χάνονται ετησίως στο «κυνήγι» των οφειλετών, αριθμός που μεταφράζεται σε ένα κόστος της τάξης των περίπου 9 δισ. ευρώ για το σύνολο της οικονομίας της ΕΕ.

Πρόκειται για χρήματα που θα μπορούσαν να δαπανηθούν με πιο παραγωγικό τρόπο, π.χ. για την απόκτηση νέων δεξιοτήτων, για νέες επενδύσεις, για πρόσληψη προσωπικού ή ακόμα και για επέκταση της δραστηριότητας των επιχειρήσεων. Εξάλλου, η θέσπιση μηχανισμών εναλλακτικής επίλυσης διαφορών θα δώσει τη δυνατότητα στις εταιρείες να εξοικονομούν τουλάχιστον 27 εκατ. ευρώ τον χρόνο από δικαστικές υποθέσεις, διαφυλάσσοντας παράλληλα τις επιχειρηματικές σχέσεις με τους πελάτες τους.

«Κλωτσάνε» τα σούπερ μάρκετ

Μια από τις πρώτες αντιδράσεις ήρθε από την πλευρά της Eurocommerce, που εκπροσωπεί το οργανωμένο λιανεμπόριο, ήτοι τα σούπερ μάρκετ.

Ο Σύνδεσμος εκτιμά ότι ο νέος Κανονισμός και ιδίως η απαγόρευση, θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από αυτά που μπορεί να επιλύσει -«περισσότερη δυσφορία από ανακούφιση», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά. Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση, η Eurocommerce ανησυχεί ότι η πρόταση θα επηρεάσει δραστικά τις καθιερωμένες πρακτικές λιανεμπόρων και χονδρεμπόρων, οι οποίες βασίζονται στη διαπραγμάτευση όρων πληρωμής που προσφέρουν πλεονεκτήματα σε όλους τους συναλλασσόμενους, ιδίως για προϊόντα που πωλούνται για μεγάλο χρονικό διάστημα ή για εποχικά αγαθά, όπως τα ρούχα και τα αρώματα.

Ο Σύνδεσμος αναφέρει ότι «η συμφωνία των όρων πληρωμής με τους προμηθευτές είναι ένα κρίσιμο στοιχείο των εμπορικών διαπραγματεύσεων. Το να στερείς τη δυνατότητα των αγοραστών, που λειτουργούν με χαμηλά περιθώρια, να επιτύχουν πωλήσεις για ένα χρονικό διάστημα, ώστε να καλύψουν τα έξοδά τους, ενέχει τον κίνδυνο να προκαλέσει περισσότερη δυσφορία παρά ανακούφιση», ανέφερε χαρακτηριστικά ο γενικός διευθυντής της Eurocommerce, Christel Delberghe.

Σύμφωνα με τον ίδιο, η επιβολή ενός αυστηρού ορίου 30 ημερών στερεί από τις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να συνάψουν αμοιβαία επωφελείς συμφωνίες και θα έχει σοβαρό αντίκτυπο στην ανταγωνιστικότητα του κλάδου. Προσθέτει, δε, ότι ο Κανονισμός υπερβαίνει τους κανόνες της Οδηγίας για τις αθέμιτες πρακτικές, χωρίς μάλιστα να έχει ολοκληρωθεί ακόμα η αξιολόγηση των τελευταίων.

Ανεπαρκές το υφιστάμενο πλαίσιο

Η υφιστάμενη ισχύουσα οδηγία (2011/7) προβλέπει προθεσμία πληρωμής 30 ημερών για συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων (B2B), η οποία ωστόσο μπορεί να παραταθεί σε 60 ή περισσότερες ημέρες «εφόσον η παράταση αυτή δεν είναι κατάφωρα καταχρηστική για τον πιστωτή». Στην πράξη, ωστόσο, όπως επισημαίνει η Κομισιόν, η απουσία ενός πραγματικού ανώτατου χρονικού ορίου για τις πληρωμές και η ασάφεια του όρου «κατάφωρα καταχρηστική» έχουν οδηγήσει σε μια κατάσταση στην οποία επιβάλλονται συχνά προθεσμίες πληρωμής άνω των 120 ημερών στους μικρότερους πιστωτές.

Εξάλλου, μελέτες και αξιολογήσεις που διενεργήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή από το 2015 και μετά, το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου του 2019 και η γνώμη της πλατφόρμας «Fit for Future» του 2021, έχουν διαπιστώσει ότι το ισχύον νομικό πλαίσιο δεν επαρκεί, καθώς παρουσιάζει βασικές ελλείψεις -ιδίως την έλλειψη προληπτικών μέτρων και αποτελεσματικής επιβολής του νόμου-, καθώς και μηχανισμών είσπραξης που να είναι εύκολα προσβάσιμοι από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Με αυτά κατά νου, λοιπόν, ο νέος Κανονισμός θέτει ανώτατο όριο 30 ημερών στις πληρωμές και καταργεί τη διφορούμενη έννοια των «κατάφωρα καταχρηστικών» συμβατικών διατάξεων, αντικαθιστώντας τη με έναν κατάλογο σαφώς προσδιορισμένων καταχρηστικών ρητρών και πρακτικών πληρωμής.

Επίσης, για πρώτη φορά, προτείνει ένα όριο για τις διαδικασίες επαλήθευσης για την εξακρίβωση της συμμόρφωσης των αγαθών και των υπηρεσιών. Οι διαδικασίες αυτές επιτρέπονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίες, λόγω της ιδιαίτερης φύσης της σύμβασης και δεν υπερβαίνουν τις 30 ημέρες.

Γιατί Κανονισμός και όχι νέα οδηγία

Η Επιτροπή επέλεξε την οδό ενός Κανονισμού γιατί, σε αντίθεση με την οδηγία, έχει άμεση εφαρμογή και θεσπίζει τις ίδιες διατάξεις σε όλη την ΕΕ, ωφελώντας έτσι ιδίως τις επιχειρήσεις που βασίζονται στο διασυνοριακό εμπόριο στην ΕΕ. Παράλληλα, παρέχει κάποια ευελιξία, για παράδειγμα, στη σύσταση φορέων επιβολής ή στους μηχανισμούς εναλλακτικής επίλυσης διαφορών.

Μόλις εγκριθούν από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, οι νέοι κανόνες θα τεθούν σε εφαρμογή ένα έτος μετά την έναρξη ισχύος του Κανονισμού, γεγονός που, σύμφωνα με την Κομισιόν, δίνει ένα περιθώριο στους εμπλεκόμενους φορείς (π.χ. δημόσιες αρχές, επιχειρήσεις) να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για τη συμμόρφωσή τους.

Υπογραμμίζεται ότι οι εμπορικές συναλλαγές που πραγματοποιούνται μετά την ημερομηνία εφαρμογής του Κανονισμού υπόκεινται στις διατάξεις του, ακόμη και όταν η υποκείμενη σύμβαση έχει συναφθεί πριν από την ημερομηνία αυτή.

 

Κλείνει το μάτι σε ακόμα πιο αυστηρά χρονοδιαγράμματα πληρωμής η Κομισιόν

Ο προωθούμενος Κανονισμός εισάγει μια ενιαία προθεσμία πληρωμής 30 ημερών για το σύνολο της ΕΕ και για όλες τις εμπορικές συναλλαγές, συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγών μεταξύ επιχειρήσεων (B2B) και εκείνων μεταξύ δημόσιων αρχών και επιχειρήσεων. Η πρόταση δεν επηρεάζει τυχόν συντομότερες προθεσμίες πληρωμής που προβλέπονται στις εθνικές νομοθεσίες.

Ομοίως, δεν επηρεάζει τους κανόνες που θέτει η Οδηγία 2019/633 για τις αθέμιτες πρακτικές στην αγροδιατροφική αλυσίδα, με την εξαίρεση της προθεσμίας πληρωμών για τα μη ευπαθή προϊόντα, η οποία πλέον διαμορφώνεται στις 30 ημέρες, όπως δηλαδή και για τα ευπαθή.

Επιπλέον, όπως αναφέρεται στο κείμενο του Κανονισμού, τα κράτη-μέλη έχουν την ευχέρεια να διατηρήσουν ή να εισάγουν εθνικές νομοθεσίες που προβλέπουν αυστηρότερο χρονοδιάγραμμα πληρωμών ή/και διαφορετικούς τρόπους υπολογισμού των περιόδων εξόφλησης, καθώς και των διαστημάτων επαλήθευσης, οι οποίοι θα είναι πιο ευνοϊκοί για τους προμηθευτές.

Σε κάθε περίπτωση, πέραν της προθεσμίας των 30 ημερών, καθιερώνεται η αυτόματη και υποχρεωτική καταβολή τόκων μέχρι την εξόφληση της οφειλής. Σε αντίθεση, δε, με την ισχύουσα οδηγία, ο πιστωτής δεν μπορεί να παραιτηθεί από το δικαίωμά του να απαιτήσει τόκο υπερημερίας -κάτι που γίνεται στην πράξη συχνά υπό τον φόβο «αντιποίνων» εκ μέρους του οφειλέτη- ούτε χρειάζεται να απαιτήσει την καταβολή τους.

Αντίθετα, η καταβολή τόκου υπερημερίας καθίσταται αυτομάτως υποχρεωτική για τον οφειλέτη όταν και όποτε πληρώνει με καθυστέρηση. Το επιτόκιο υπερημερίας ισούται με το επιτόκιο αναφοράς της ΕΚΤ προσαυξημένο κατά 8%, για παράδειγμα, αν ο κανονισμός βρισκόταν αυτήν τη στιγμή σε ισχύ θα διαμορφωνόταν σε 12,5%.

Για το πρώτο εξάμηνο του εκάστοτε έτους θα λαμβάνεται υπόψη το ύψος του επιτοκίου της ΕΚΤ την 1η Ιανουαρίου, ενώ για το δεύτερο εξάμηνο το επιτόκιο που ίσχυε την 1η Ιουλίου. Εκτός από τόκους υπερημερίας, ο οφειλέτης υποχρεούται να πληρώσει κατ’ αποκοπή αποζημίωση 50 ευρώ για κάθε εμπορική συναλλαγή που εξοφλείται καθυστερημένα, δίχως να απαιτείται σχετική υπενθύμιση ή κάποια άλλη ενέργεια από την πλευρά του πιστωτή.

Όπως διευκρινίζεται στο κείμενο του Κανονισμού, το πέναλτι αυτό αποσκοπεί στο να καλύψει τα έξοδα του πιστωτή για την ανάκτηση της οφειλής και επιβαρύνει κάθε τιμολόγιο/συναλλαγή που εξοφλείται καθυστερημένα και όχι το συμβόλαιο. Επομένως, σε περίπτωση που στο πλαίσιο μιας εμπορικής συμφωνίας μία επιχείρηση δεν εξοφλήσει εγκαίρως, για παράδειγμα, τρία τιμολόγια, θα πρέπει να καταβάλει στον προμηθευτή της ως αποζημίωση 150 ευρώ, δηλαδή 50 ευρώ για κάθε τιμολόγιο που βρίσκεται σε καθυστέρηση.

Επιπλέον, ο πιστωτής διατηρεί το δικαίωμα να διεκδικήσει οποιαδήποτε άλλη αποζημίωση κρίνει σκόπιμη, σε περίπτωση, για παράδειγμα, που θεωρεί ότι τα 50 ευρώ δεν καλύπτουν τα έξοδά του για την ανάκτηση της οφειλής.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο τόκος υπερημερίας και η κατ’ αποκοπή αποζημίωση καταβάλλονται ακόμα και σε περίπτωση που υπάρξει καθυστέρηση στην καταβολή κάποιας δόσης (εφόσον πιστωτής και οφειλέτης έχουν συμφωνήσει σε αυτό τον τρόπο εξόφλησης). Στην περίπτωση αυτή, ο τόκος υπερημερίας επιβάλλεται στην εναπομείνασα οφειλή.

Οποιαδήποτε επιχειρηματική συμφωνία έρχεται σε αντίθεση με τα παραπάνω και προβλέπει περίοδο εξόφλησης άνω των 30 ημερών, στέρηση ή περιορισμό του δικαιώματος του πιστωτή στην αποζημίωση ή/και στους τόκους υπερημερίας, επέκταση των διαδικασιών επαλήθευσης πέραν των 30 ημερών και καθυστέρηση στην αποστολή των τιμολογίων, καθίσταται ανενεργή.

Μάλιστα, τα κράτη-μέλη καλούνται να παράσχουν τα κατάλληλα εργαλεία και το θεσμικό πλαίσιο που θα βάλει τέλος σε αυτές τις πρακτικές.