Είναι, τελικά, «αθώες» οι ουσίες που βρέθηκαν στις νεκρές μέλισσες; Μέρος Β΄
του Ανδρέα Θρασυβούλου,
ομότιμου καθηγητή Αριστοτέλειου
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Στις νεκρές μέλισσες βρέθηκαν οι μυκητοκτόνες ουσίες Boscalid, Carbendazim, Difenoconazole, Τebuconazol και τα εντομοκτόνα Permethrin και Phosmet. Τα μυκητοκτόνα, γενικά, κατατάσσονται στα ακίνδυνα, γιατί έχουν LC50 >11 μg/μέλισσα, γι’ αυτό και ψεκάζονται και στην ανθοφορία οποιαδήποτε ώρα της ημέρας.
Τα μυκητοκτόνα είναι διασυστηματικά και υπάρχουν έντονες ανησυχίες για τη βιοσυσσώρευσή τους. Αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό από τα χρησιμοποιούμενα φυτοπροστατευτικά προϊόντα στο περιβάλλον της μέλισσας, καταλαμβάνοντας, σύμφωνα με την Eurostat (2017), το 46% του συνόλου των χρησιμοποιούμενων φυτοπροστατευτικών ουσιών στην Ευρώπη (Εικ. 2).
Η ευρεία χρησιμοποίηση των μυκητοκτόνων για τον έλεγχο φυτοπαθογόνων μυκήτων των φυτών έχει ως αποτέλεσμα να επιβαρυνθούν με υπολείμματα το περιβάλλον, τα τρόφιμα, το νερό, ο αέρας, τα φυτά και ασφαλώς το νέκταρ, η γύρη και οι μελιτώδεις εκκρίσεις. Οι μέλισσες συλλέγουν τις επιβαρυμένες τροφές και τις μεταφέρουν στις κυψέλες τους, όπου τα μυκητοκτόνα θα αποθηκευτούν μαζί με τη γύρη, στην οποία παραμένουν ενεργά για μεγάλο χρονικό διάστημα, ουσιαστικά μέχρι την κατανάλωσή της.
Τα μυκητοκτόνα σκευάσματα εφαρμόζονται σε αναμείξεις με άλλες φυτοπροστατευτικές ουσίες (κοκτέιλ), τόσο εντομοκτόνα όσο και ζιζανιοκτόνα, όπως άλλωστε επιβεβαιώθηκε και από την έκθεση των αποτελεσμάτων του Μπενάκειου, σύμφωνα με την οποία στις νεκρές μέλισσες βρέθηκαν όχι μία αλλά έξι φυτοπροστατευτικές ουσίες, εκ των οποίων οι τέσσερις ήταν μυκητοκτόνες. Είναι σίγουρο ότι εάν αναλυόταν και αποθηκευμένη γύρη, θα εντοπίζονταν όχι μόνο μυκητοκτόνα, αλλά και ζιζανιοκτόνα, όπως είναι η γλυφοσάτη (Roundup).
Συγκεκριμένες παρατηρήσεις για τις τέσσερις μυκητοκτόνες ουσίες
● Boscalid: Από τα πλέον συχνά μυκητοκτόνα, που ανιχνεύονται στις κηρήθρες των μελισσών από ελάχιστες συγκεντρώσεις σε επίπεδα έως και 27 μg/kg. Είναι διασυστηματικό και πολύ σταθερό στο έδαφος, έχει χρόνο ημιζωής (DT50) ίσο με 246 ημέρες (IUPAC, 2014). Οι μέλισσες συλλέγουν την επιβαρυμένη γύρη και τη μεταφέρουν στις κυψέλες τους, όπου την αποθηκεύουν. Στη γύρη, το μυκητοκτόνο παραμένει ενεργό για μεγάλο χρονικό διάστημα (Delso et al, 2018).
Για την εκτίμηση της LC50 των μυκητοκτόνων, ακμαίες μέλισσες ηλικίας δύο ημερών εκτίθενται για δέκα ημέρες σε τροφή που περιέχει διαφορετικές συγκεντρώσεις, σύμφωνα με το πρωτόκολλο OECD 2004. Ωστόσο, αντίθετα με το πρωτόκολλο, η θνησιμότητα των μελισσών, όταν εκτεθούν στο Boscalid, εκδηλώνεται μετά τη δέκατη ημέρα.
Σε σχετικά πειράματα, οι Delso et al., 2018, όταν τροφοδότησαν σιρόπι σε μέλισσες με διαφορετικές συγκεντρώσεις Boscalid παρατήρησαν ότι περίπου οι μισές πέθαναν σε 25 ημέρες και οι υπόλοιπες σε 32 ημέρες. Επιπλέον, οι ερευνητές αναφέρουν αθροιστικά αυξημένη τοξικότητα του Boscalid μετά από 17-18 ημέρες έκθεσης.
Σύμφωνα με την έκθεση του Μπενάκειου, η συγκέντρωση του Boscalid που βρέθηκε στις μέλισσες ήταν 5,9-9,0 μg/kg σωματικού βάρους μέλισσας. Η συγκέντρωση αυτή δεν θανατώνει άμεσα τις μέλισσες, προκαλεί όμως μακροχρόνιες επιδράσεις, όπως καθυστέρηση στην ανάπτυξή τους, επηρεάζει αρνητικά το ανοσοποιητικό τους σύστημα και την εκτροφή γόνου και μειώνει σημαντικά τον πληθυσμό (Delso et al., 2018).
Σύμφωνα, επίσης, με τους Fisher et al., 2017, το Boscalid, όταν χορηγείται μαζί με άλλα μυκητοκτόνα, π.χ. το pyraclostrobin, δεν θανατώνει άμεσα τις μέλισσες, αλλά μειώνει τη διάρκεια ζωής των συλλεκτριών, την εκτροφή βασιλισσών και αυξάνει σημαντικά τις ιολογικές προσβολές στην κυψέλη.
Στις συνηθισμένες δόσεις που χρησιμοποιείται στον αγρό, έχει συνεργιστική δράση με άλλες παρασιτοκτόνες ουσίες. Οι May et al., 2019, βρήκαν ότι διπλασιάζει την τοξικότητα του Clothianidin και του Thiamethoxam στις ακμαίες μέλισσες. Ενώ, δηλαδή, το ίδιο το μυκητοκτόνο παρουσιάζει χαμηλή οξεία τοξικότητα για τις μέλισσες, αυξάνει κατά πολύ την τοξικότητα των εντομοκτόνων και των ακαρεοκτόνων που πιθανώς να βρεθούν στην κυψέλη.
Σημαντική είναι, επίσης, και η δυσμενής επίδραση του Boscalid στο επίκτητο ανοσοποιητικό σύστημα της μέλισσας, το οποίο στηρίζεται σε ωφέλιμους μικροοργανισμούς (λακτοβάκιλλοι, bifidobacterium, enterococcus ζυμομύκητες κ.ά.). Οι ωφέλιμοι αυτοί μικροοργανισμοί προέρχονται κυρίως από την αποθηκευμένη γύρη και παράγουν αντιμικροβιακές ουσίες, οι οποίες στηρίζουν το φυσικό ανοσοποιητικό σύστημα της μέλισσας και την προστατεύουν από διάφορες ασθένειες. Η καταστροφή της ωφέλιμης χλωρίδας του εντέρου της μέλισσας έχει ως αποτέλεσμα μεγαλύτερη επιρρέπεια σε αρρώστιες, όπως είναι η νοσεμίαση (Wu et al., 2012, Pettis et al. 2013).
● Difenoconazole: Διασυστηματικό μυκητοκτόνο, το οποίο χρησιμοποιείται για τον έλεγχο ασθενειών σε πολλά φρούτα, λαχανικά, δημητριακά και άλλες καλλιέργειες αγρού. Έχει χαμηλή υδατοδιαλυτότητα και ο χρόνος ημιζωής στο έδαφος (DT50) είναι 130 ημέρες. Υπάρχουν ανησυχίες για τη βιοσυσσώρευσή του. Η LD50 διά επαφής είναι >100 μg/μέλισσα και η LD50 διά στόματος >177. Οι συγκεντρώσεις αυτές το κατατάσσουν στην ομάδα ΙΙΙ των μη τοξικών φαρμάκων στις μέλισσες.
Παρ’ όλα αυτά, οι Almasri et al., (2020, 2021), αναφέρουν ότι το Difenoconazole σε μείγμα με το εντομοκτόνο Imidacloprid και το ζιζανιοκτόνο Glyphosate, σε συγκεντρώσεις που βρίσκονται στο περιβάλλον της μέλισσας (0,1 μg/L σιροπιού τροφής), προκαλεί υψηλή τοξικότητα στις χειμερινές μέλισσες.
Οι ίδιοι ερευνητές σημειώνουν ότι η χαμηλότερη συγκέντρωση στην οποία η γλυφοσάτη και το Difenoconazole μπορούν να προκαλέσουν χρόνια τοξικότητα στις μέλισσες είναι 0,083 μg/kg. Στις νεκρές μέλισσες, το Μπενάκειο ανίχνευσε Difenoconazole 19 μg/kg σωματικού βάρους μέλισσας, δηλαδή αρκετές φορές πάνω από τη συγκέντρωση εκείνη που προκαλεί χρόνια τοξικότητα.
Oι Pal et al., 2022, επιβεβαίωσαν τα αποτελέσματα των προηγούμενων ερευνητών και επιπρόσθετα παρατήρησαν ότι η τοξικότητα των φυτοφαρμάκων αυξάνεται όταν το Difenoconazole εμφανίζεται ως μείγμα με τη γλυφοσάτη. Οι επιστήμονες συμπέραναν ότι διαταράσσεται σημαντικά η οξειδωτική ισορροπία των μελισσών από τα φυτοφάρμακα. Η επαγωγή οξειδωτικού στρες είναι ένας από τους πιο διαδεδομένους μηχανισμούς που οδηγούν στην τοξικότητα των χρησιμοποιούμενων κοκτέιλ φυτοφαρμάκων.
Το Difenoconazole χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο σε κοκτέιλ φαρμάκων και ενσωματώνεται κυρίως στην αποθηκευμένη γύρη, όπου παρατηρείται συσσώρευση πολυάριθμων υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων από το περιβάλλον και των ακαρεοκτόνων που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία του βαρρόα.
● Carbendazim: Διασυστηματικό μυκητοκτόνο, με προστατευτική και θεραπευτική δράση. Χρησιμοποιείται με ψεκασμούς φυλλώματος ή ριζοποτίσματα. Είναι μέτρια τοξικό για τις μέλισσες, γι’ αυτό και συνιστάται στην πλήρη άνθιση να ψεκάζεται κατά τις βραδινές ώρες, όταν οι μέλισσες δεν είναι παρούσες. Είναι ύποπτο καρκινογένεσης, επιβλαβές σε περίπτωση καταπόσεως, ερεθίζει τα μάτια και το δέρμα και πιθανώς να προκαλεί κληρονομικές γενετικές βλάβες. Σύμφωνα με την Υπηρεσία Φυτοπροστασίας του υπουργείου, δεν υπάρχουν εγκεκριμένα σκευάσματα που χρησιμοποιούν το εν λόγω μυκητοκτόνο.
Το Carbendazim μειώνει σημαντικά την κατανάλωση γύρης στις μέλισσες. Η έκθεση των μελισσών σε αυτό διαταράσσει την ευεργετική διατροφική τους ομοιόσταση, μειώνοντας το ανοσοποιητικό τους σύστημα, και αυξάνει την ευαισθησία τους στη μόλυνση από παθογόνα. Επίσης, παρουσιάζει συνεργιστική δράση με άλλες φυτοπροστατευτικές ουσίες, καθώς και με τα ακαρεοκτόνα που βρίσκονται στην κυψέλη.
● Tebuconazole: Λιπόφιλο μυκητοκτόνο, ιδιαίτερα ανθεκτικό, με χρόνο ημιζωής στο έδαφος 796 ημέρες. Λόγω του λιπόφιλου χαρακτήρα του, τείνει να συσσωρεύεται σε μη πολικά μέσα. Συλλέγεται και μεταφέρεται στην κυψέλη και έπειτα ενσωματώνεται στο κερί από το οποίο μετακινείται στον βασιλικό πολτό απ’ όπου προκαλεί θνησιμότητα και παραμορφώσεις στις αναπτυσσόμενες προνύμφες.
Τα εντομοκτόνα που βρέθηκαν στις νεκρές μέλισσες
- Phosmet: Οργανοφωσφορικό εντομοκτόνο επαφής, με ευρύ φάσμα δράσης. Σύμφωνα με την LD50 (
- Permethrin: Πυρεθροειδές, ιδιαίτερα τοξικό για τις μέλισσες (LD50
Οι μέλισσες μεταφέρουν το Permethrin στην κυψέλη σε υποθανατηφόρες συγκεντρώσεις και ενσωματώνεται στο κερί απ’ όπου θανατώνει γόνο και νεαρές μέλισσες. Σε υποθανατηφόρες συγκεντρώσεις που βρίσκονται στο περιβάλλον της μέλισσας, προκαλεί χρόνια τοξικότητα, με όλες τις γνωστές συνέπειες.
Συμπεράσματα
Ο μεγάλος αριθμός νεκρών μελισσών μπροστά στην είσοδο των κυψελών είναι σαφής ένδειξη δηλητηρίασης. Είναι γνωστό ότι δεν υπάρχει ασθένεια η οποία να θανατώνει τόσο μεγάλο αριθμό μελισσών σε μία ημέρα.
Το αποτέλεσμα της έκθεσης από το Μπενάκειο έδειξε την παρουσία έξι φυτοπροστατευτικών ουσιών στις νεκρές μέλισσες, εκ των οποίων οι τέσσερις ήταν μυκητοκτόνες ουσίες και οι δύο εντομοκτόνες. Οι συγκεντρώσεις των φυτοπροτατευτικών ουσιών που βρέθηκαν στις νεκρές μέλισσες, σύμφωνα με την LD50, δεν μπορούν να υποστηρίξουν τις απώλειες που παρατηρήθηκαν στα μελίσσια.
Αναλύοντας, όμως, περισσότερο τα ευρήματα της έκθεσης, μπορούμε να συμπεράνουμε τα εξής: Η εκτίμηση της τοξικότητας των φυτοπροστατευτικών ουσιών στις μέλισσες είναι λανθασμένη, γιατί το πρωτόκολλο που χρησιμοποιείται για την LD50, τόσο για τα μυκητοκτόνα όσο και τα εντομοκτόνα, είναι λανθασμένο, όσον αφορά τον χρόνο θανάτωσης των μελισσών.
Η συνεργιστική δράση των φυτοπροστατευτικών σκευασμάτων και η χρόνια τοξικότητά τους, παρά την αναφορά τους στην έκθεση του Μπενάκειου, δεν λαμβάνονται υπόψη στο τελικό αποτέλεσμα. Δεν θα μπορούσαν άλλωστε, γιατί οι κείμενες νομοθετικές διατάξεις δεν λαμβάνουν υπόψη τη χρόνια τοξικότητα και τη συνεργιστική δράση των φυτοπροστατευτικών ουσιών.
Είναι πολύ βασικό να αναφερθεί ότι τα μυκητοκτόνα που βρέθηκαν στις νεκρές μέλισσες ασκούν έντονη συνεργιστική δράση με εντομοκτόνα και ακαρεοκτόνα που βρίσκονται στο περιβάλλον της μέλισσας. Το Βoscalid διπλασιάζει την τοξικότητα του Clothianidin και του Thiamethoxam στις ακμαίες μέλισσες, το Difenoconazole σε μείγμα με το Imidacloprid και το ζιζανιοκτόνο Glyphosate προκαλεί υψηλή τοξικότητα στις χειμερινές μέλισσες και το Carbendazim αυξάνει κατά πολύ την τοξικότητα των ακαρεοκτόνων που βρίσκονται στην κυψέλη. Οι επιδράσεις αυτές παρατηρούνται στις συγκεντρώσεις που τα μυκητοκτόνα βρίσκονται στο περιβάλλον της μέλισσας και θεωρούνται ακίνδυνα.
Οι τέσσερις μυκητοκτόνες ουσίες που βρέθηκαν στις νεκρές μέλισσες διατηρούν την τοξικότητά τους στη γύρη για μήνες. Η συνεχής κατανάλωση της δηλητηριασμένης γύρης από τις μέλισσες δημιουργεί χρόνια τοξικότητα με όλες τις γνωστές συνέπειες.
Η καθημερινή έκθεση των μελισσών σε υποθανατηφόρες δόσεις νευροτοξικών εντομοκτόνων προκαλεί καταπόνηση (στρες), παράλυση ή μη φυσιολογικές συμπεριφορές χωρίς να παρατηρείται θνησιμότητα στις μέλισσες. Το στρες οφείλεται στην προσπάθεια των μελισσών να μεταβολίσουν και να απομακρύνουν γρήγορα τις ξένες ουσίες από τον οργανισμό τους, γεγονός που απαιτεί μεγάλες ποσότητες ενέργειας. Πέρα από όλα αυτά, ένα από τα τέσσερα μυκητοκτόνα, το Carbendazim, είναι ύποπτο καρκινογένεσης και, σύμφωνα με την Υπηρεσία Φυτοπροστασίας του υπουργείου, δεν υπάρχουν εγκεκριμένα σκευάσματα με δραστική ουσία Carbendazim, επομένως έχει χρησιμοποιηθεί παράνομα.
Τα δύο εντομοκτόνα, το Permethrin και το Phosmet, που βρέθηκαν μαζί με τα μυκητοκτόνα, κατατάσσονται στα πολύ τοξικά, δηλαδή στην ομάδα Ι των φαρμάκων. Η παρουσία τους στις μέλισσες δείχνει ότι χρησιμοποιήθηκαν σε ανθισμένα φυτά παρά την υπάρχουσα απαγόρευση, ενώ οι μικρές συγκεντρώσεις που βρέθηκαν στις νεκρές μέλισσες είναι δυνατό να προκαλέσουν χρόνια τοξίκωση στον γόνο, στον πληθυσμό και στη βασίλισσα.
Όλα τα παραπάνω δείχνουν ένα ιδιαίτερα τοξικό περιβάλλον που έχει δημιουργηθεί για τις μέλισσες. Το έδαφος, το νερό, τα φυτά και ο αέρας είναι επιβαρυμένα με «αθώες» φυτοφαρμακευτικές ουσίες, οι οποίες κάθε άλλο παρά ακίνδυνες είναι για εκείνες.
Η υπάρχουσα νομοθεσία ευνοεί την εφαρμογή φυτοπροστατευτικών δηλητηρίων στη φύση και καταδικάζει σε αργό, βασανιστικό και σίγουρο θάνατο τις μέλισσες, τις οποίες η φύση έχει ορίσει συνεργάτες διατήρησης της βιοποικιλότητας, της καρπόδεσης και της σποροπαραγωγής των περισσότερων φυτών του πλανήτη μας.
Βιβλιογραφία