Έξω φρενών με τη Βουλγαρία η Κομισιόν για την πριμοδότηση τοπικών προϊόντων

Με παραπομπή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απειλεί τη χώρα η Επιτροπή

Χρονικό περιθώριο δύο μηνών για να ανακαλέσει τον νόμο που υποχρεώνει τις λιανεμπορικές επιχειρήσεις της χώρας να δίνουν προτεραιότητα σε τοπικά αγροτικά προϊόντα έναντι αντίστοιχων εισαγόμενων δίνει στη Βουλγαρία η Κομισιόν.

Το μέτρο, που τέθηκε σε ισχύ τον περασμένο Απρίλιο, είχε ως σκοπό να ενισχύσει το εισόδημα των ντόπιων αγροτών εν μέσω της πανδημίας. Σύμφωνα με τη σχετική κυβερνητική απόφαση, οι αλυσίδες θα πρέπει να προβάλλουν σε ξεχωριστή θέση και να παρέχουν επαρκή «χώρο πωλήσεων» σε εγχώρια τρόφιμα, όπως γάλα, κρέας, αβγά, μέλι και οπωροκηπευτικά. Μάλιστα, ειδικά σε ό,τι αφορά τα γαλακτοκομικά, υποχρεούνται να προμηθεύονται το 90% των προϊόντων τους από Βούλγαρους παραγωγούς.

Αιτιολογημένη γνώμη

Από την πρώτη στιγμή, το μέτρο μπήκε… στο μάτι της Επιτροπής, που αντέδρασε αρχικά με μια προειδοποιητική επιστολή, η οποία στάλθηκε στις βουλγαρικές αρχές τον Μάιο. Οι τελευταίες, όμως, δεν έδειξαν κάποια διάθεση υπαναχώρησης, γι’ αυτό και η Κομισιόν επανήλθε στα τέλη Οκτωβρίου, αυτήν τη φορά με αιτιολογημένη γνώμη, η οποία αποτελεί το δεύτερο και τελευταίο, πριν από την παραπομπή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, στάδιο της επίσημης διαδικασίας περί παραβίασης της κοινοτικής νομοθεσίας. Στη σχετική ανακοίνωση, οι Βρυξέλλες κάνουν για άλλη μια φορά λόγο για έναν «νόμο διακρίσεων», ο οποίος, μεταξύ άλλων, περιορίζει την ελευθερία των λιανεμπορικών επιχειρήσεων να διαθέτουν την επιφάνεια πωλήσεων και να διαμορφώνουν το δίκτυο των προμηθευτών τους με τον πλέον πρόσφορο για αυτές τρόπο.

«Τέτοιου είδους υποχρεώσεις υπονομεύουν την ελεύθερη διακίνηση των αγαθών, η οποία βρίσκεται στον πυρήνα της ευρωπαϊκής νομοθεσίας», σημειώνει η Επιτροπή, προσθέτοντας ότι ο νόμος δημιουργεί ευνοϊκό περιβάλλον και παρέχει σαφές ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στα τοπικά αγροδιατροφικά προϊόντα εις βάρος των αντίστοιχων εισαγόμενων. «Εξαιτίας των έκτακτων συνθηκών που έχει διαμορφώσει η υγειονομική κρίση και της εξασθένησης των ευρωπαϊκών οικονομικών είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί η ελεύθερη διακίνηση των αγαθών […] στο πνεύμα της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης», αναφέρει χαρακτηριστικά η Κομισιόν.

Οι ελληνικές εξαγωγές

Όπως είναι εύλογο, το μέτρο, που έχει ισχύ έως το τέλος του έτους, είχε γίνει δεκτό με ικανοποίηση από τους Βούλγαρους αγρότες, σε αντίθεση με τους λιανεμπόρους, οι οποίοι πάντως, μετά την αρχική… γκρίνια άρχισαν να αναζητούν και σταδιακά να συνάπτουν συνεργασίες με ντόπιους παραγωγούς.

Πέραν αυτού, αγγίζει και την Ελλάδα, δεδομένου ότι η Βουλγαρία αποτελεί σημαντικό εμπορικό εταίρο της χώρας μας. Το 2018, οι ελληνικές εξαγωγές στη Βουλγαρία έκαναν ιστορικό ρεκόρ, φτάνοντας τα 1,487 δισ. ευρώ, ενώ στα οπωροκηπευτικά έφτασαν σε όγκο τους 256.000 τόνους (μερίδιο 11,1%) και σε αξία τα 105,6 εκατ. ευρώ (μερίδιο 4,9%).

Κερδίζει έδαφος ο «τοπικισμός»

Η στροφή στα τοπικά προϊόντα είναι μια τάση που καταγράφεται εδώ και αρκετά χρόνια, φαίνεται όμως ότι εντείνεται λόγω της υγειονομικής κρίσης. Σύμφωνα με ανάλυση που δημοσίευσε τoν Ιούλιο η γνωστή εταιρεία ερευνών IRI, σε επίπεδο προσφοράς, το κλείσιμο των συνόρων και οι αναταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα ωθούν επιχειρήσεις τροφίμων και λιανεμπόρους να μειώσουν την εξάρτησή τους από τις εισαγωγές.

Την ίδια στιγμή, στο επίπεδο της ζήτησης, οι καταναλωτές νιώθουν πιο ασφαλείς επιλέγοντας προϊόντα που έχουν παραχθεί σε σχετικά κοντινή τους απόσταση αντί για αγαθά, τα οποία έχουν διανύσει μεγαλύτερες αποστάσεις και έχουν περάσει από περισσότερα ανθρώπινα χέρια.

Toν Μάιο βαρόμετρο της Kantar Public σημείωνε ότι, λόγω της πανδημίας, οι καταναλωτές σε παγκόσμιο επίπεδο τάσσονται ολοένα και σε μεγαλύτερο ποσοστό υπέρ των τοπικών προϊόντων, με την Κίνα να έχει τα πρωτεία με ποσοστό 87%, ακολουθούμενη από την Ιταλία (81%), τη Νότια Κορέα (76%) και την Ισπανία.

Μάλιστα, το 42% των ερωτηθέντων δήλωνε ότι πλέον δίνει μεγαλύτερη προσοχή στην προέλευση των προϊόντων που αγοράζει.