Έξοδα, πόλεμος και κλιματική αλλαγή μεταβάλλουν το καλλιεργητικό τοπίο για πατάτα – σπαράγγι

Κρίσιμη χρονιά προβλέπεται για δύο επώνυμες καλλιέργειες στην Ανατολική Μακεδονία, την πατάτα και το σπαράγγι, που, όπως όλα δείχνουν, θα μειώσουν στρέμματα στην επόμενη περίοδο, αν παραμείνει στα ύψη το καλλιεργητικό κόστος.

Ο Απόστολος Βέσμελης, πρόεδρος του Αγροτικού Συλλόγου Κάτω Νευροκοπίου και αντιπρόεδρος της Ομάδας Πατατοπαραγωγών, σημειώνει ότι η καλλιέργεια εξελίσσεται με λιγότερα εφόδια, αλλά και προβλήματα όπου έπεσε βροχή και χαλάζι και εκτιμά ότι θα έχουν σχετική μείωση στις καλλιεργούμενες εκτάσεις στο λεκανοπέδιο. Στην παρούσα φάση ποτίζουν, όταν δεν βρέχει, και η συγκομιδή προσδιορίζεται μετά τον Δεκαπενταύγουστο, λόγω οψιμότητας.

Οι παραγωγοί σε ποσοστό περίπου 30% μείωσαν τα λιπάσματα λόγω εξόδων. «Παραγωγός που έδωσε πέρυσι 12.000 ευρώ για λιπάσματα, φέτος πλήρωσε 21.000 ευρώ. Όσοι παραγωγοί έχουν οικονομική δυνατότητα δεν τα μειώνουν, οι άλλοι υποχρεώνονται, γιατί αρκετοί γεωπόνοι έκοψαν την πίστωση σε φερέγγυους παραγωγούς που συνεργάζονταν επί χρόνια». Συνέπεια της ελλιπούς λίπανσης θα είναι οι μειωμένες αποδόσεις, ενώ προϋπόθεση για να συνεχιστεί η καλλιέργεια στις ίδιες εκτάσεις είναι η καλή τιμή και οι ικανοποιητικές αποδόσεις. «Με τόσο υψηλό καλλιεργητικό κόστος, δεν θα αντέξουμε άλλη χρονιά, αν δεν έχουμε νούμερα στην τιμή και στις αποδόσεις».

Το σπαράγγι περιμένει

Ο Αγροτικός Σύλλογος Νέστου, σε επιστολή του στον ΥΠΑΑΤ, Γ. Γεωργαντά, στις 9 Μαΐου, κατέγραφε τα προβλήματα στην παραγωγή σπαραγγιού εξαιτίας των άσχημων καιρικών συνθηκών, την εκτόξευση των καλλιεργητικών εξόδων μιας ήδη κοστοβόρας καλλιέργειας και την αποδιοργάνωση που προκάλεσε ο πόλεμος στις ευρωπαϊκές αγορές.

Ο Σάββας Αργυράκης, πρόεδρος του ΑΣ Νέστου, εξηγεί ότι ο καιρός προκάλεσε σοβαρά προβλήματα στην παραγωγή και οι καλλιεργητές είχαν στηρίξει τις ελπίδες τους στη συγκομιδή. «Ελπίζαμε απολογιστικά να έχουμε μια καλή χρονιά για το σπαράγγι και να ισοφαρίσουμε με καλές πωλήσεις. Εξαιτίας του πολέμου προκλήθηκε κρίση στη ζήτηση. Οι πολίτες επέλεξαν να μην καταναλώνουν delicatessen προϊόντα, λόγω της ανασφάλειας, με συνέπεια την κάθετη πτώση των τιμών πώλησης και την παύση συγκομιδής από την πλευρά μας».

Στην περιοχή καλλιεργούνται 6.500 στρέμματα, από τα οποία συγκομίστηκαν τα μισά κιλά, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα μεγάλες απώλειες στο εισόδημά τους. «Το χωράφι συγκομίζεται για 70-90 μέρες κι εμείς, σε ορισμένα χωράφια, συγκομίσαμε τις μισές μέρες λίγα κιλά, τα οποία πουλήθηκαν σε πολύ χαμηλές τιμές», περιγράφει.

Στην επιστολή, ζητούν να αποζημιωθούν οι σπαραγγοπαραγωγοί για την απώλεια εισοδήματος. Μάλιστα, ο κ. Αργυράκης τόνισε στον υπουργό ότι κάποια προϊόντα θα αντιμετωπίσουν ζημιά λόγω του πολέμου και σύμφωνα με τον ίδιο, «δεσμεύτηκε ότι θα υποβάλει αίτημα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για ενεργοποίηση έκτακτου πακέτου. Λάβαμε την έγκρισή της και περιμένουμε». Για να συνεχίσουν να καλλιεργούν σπαράγγι πρέπει να λάβουν 500 ευρώ το στρέμμα. Οι σπαραγγοπαραγωγοί θέλουν να διατηρήσουν τις εκτάσεις γιατί επί 30 χρόνια δημιουργήθηκαν επενδύσεις και σε συσκευαστήρια, με μηχανές διαλογής και ψυκτικούς θαλάμους. «Επιπλέον, πρέπει να διατηρηθούν οι εκατοντάδες θέσεις εργασίας του ντόπιου δυναμικού στα συσκευαστήρια», καταλήγει.

Ο πρόεδρος της ΕΑΣ Καβάλας, Κώστας Λεπίδας, μεταφέρει την αγωνία του για την αύξηση του κόστους παραγωγής σπαραγγιού, λέγοντας πως μετά το καθολικό Πάσχα κατέρρευσαν οι τιμές κι έμεινε απούλητη παραγωγή από συντοπίτες του. Παρόλο που η Ένωση πούλησε το προϊόν, αντιλαμβάνεται το αδιέξοδο της καλλιέργειας. «Το σπαράγγι είναι πολύ ακριβή καλλιέργεια, πρόκειται για νωπό λαχανικό, άρα με το που συγκομίζεται πρέπει το ράφι να είναι έτοιμο».

Ο ίδιος διαπιστώνει πως υπάρχουν διαχρονικά προβλήματα με τη διαχείριση του προϊόντος ως προς τη διασφάλιση των αγορών. «Η πολιτική ηγεσία πρέπει να στηρίξει τους παραγωγούς που υπέστησαν σοβαρές ζημιές και άφησαν απούλητο προϊόν, γιατί διαφορετικά υπάρχει διάχυτος προβληματισμός ότι το πολύ υψηλό κόστος παραγωγής θα φέρει σοβαρή μείωση των εκτάσεων. Η Χρυσούπολη δεν έμαθε να ζει με επιδοτήσεις, αλλά καλλιεργεί ανταγωνιστικά προϊόντα που, λόγω των συνθηκών, κινδυνεύουν», καταλήγει.