ΕΛΓΟ: Με δύο ποικιλίες πορτοκαλιάς και µία λεµονοειδούς µπαίνει στην αναδιάρθρωση των εσπεριδοειδών

Αλλάζει ο χάρτης της καλλιέργειας στην Ελλάδα

Παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η καλλιέργεια εσπεριδοειδών στη χώρα μας, με τους γερασμένους οπωρώνες, τις παλιές και μη ανταγωνιστικές ποικιλίες, την έλλειψη στρατηγικής, την ξεπερασμένη εκπαιδευτική βιβλιογραφία, την ανεπαρκή έρευνα και τη μελέτη για τη δημιουργία νέων υποκειμένων και άλλους σοβαρούς παράγοντες, εξακολουθεί να είναι πυλώνας της πρωτογενούς παραγωγής και δυναμικός κλάδος που στηρίζει τόσο την αγροτική δραστηριότητα και τον Έλληνα παραγωγό, όσο και τον τομέα της μετασυλλεκτικής.

Τα παραπάνω τονίστηκαν στο Διεθνές Συνέδριο Εσπεριδοειδών, που πραγματοποιήθηκε στις 23 Απριλίου στο πλαίσιο της Έκθεσης για τα φρούτα και λαχανικά Freskon 2023, από τον εντεταλμένο ερευνητή στον ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, Δρ. Βασίλη Ζιώγα. Ο εξειδικευμένος στον τομέα των εσπεριδοειδών ερευνητής έδωσε ενδιαφέροντα στοιχεία για την καλλιέργεια εσπεριδοειδών στην Ελλάδα μέσα από μελέτη ενός επιχειρηματικού σχεδίου που είχε καταρτιστεί το 2020 για την αναδιάρθρωση και την ανασύνταξη του τομέα. Όπως σημείωσε, υπάρχει δυναμική στον κλάδο αυτόν και μπορεί να πάει ένα βήμα παραπέρα.

Πυλώνας του πρωτογενούς τομέα τα εσπεριδοειδή

Η καλλιέργεια εσπεριδοειδών σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, αρχίζει να φθίνει στην Ελλάδα στα «παραδοσιακά» κέντρα παραγωγής (Άρτα, Λακωνία, Κρήτη), ενώ δημιουργούνται νέα κέντρα (Αιτωλοακαρνανία), με την ΠΕ Αργολίδας να παραμένει η πηγή των εσπεριδοειδών. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν, τα εσπεριδοειδή είναι η τέταρτη σε έκταση δενδρώδης καλλιέργεια στην Ελλάδα και η τρίτη σε αριθμό δέντρων μετά την ελιά και τα πυρηνόκαρπα.

Όμως, από τα 528.000 στρέμματα που υπήρχαν παλαιότερα, έχουμε φτάσει στα 408.000 στρέμματα, τα οποία καλλιεργούνται σήμερα. Αυτό που διαφαίνεται, λοιπόν, είναι μια πτώση στην καλλιεργούμενη έκταση και στην παραγωγή στα πορτοκάλια, αλλά και στα γκρέιπφρουτ και λόγω της καταστροφής που είχε υποστεί η λεμονοκαλλιέργεια στη χώρα το 2004 και το 2007 με δύο συνεχόμενους παγετούς έχουμε γίνει ελλειμματικοί και σε αυτό το προϊόν.

Πάντως, η καλλιεργούμενη έκταση στα λεμόνια είναι σταθερή, ενώ η παραγωγή εμφανίζει ανοδική τάση. Την ίδια ώρα, η Ελλάδα αρχίζει να εμπιστεύεται το μανταρίνι, καθώς σε σχέση με το 1998 υπάρχει σημαντική αύξηση, τόσο σε στρέμματα όσο και σε παραγωγή. Το θετικό είναι ότι παρά το γεγονός ότι μειώθηκε η στρεμματική έκταση των εσπεριδοειδών, η ποσότητα που παράγεται είναι περίπου η ίδια, κοντά στους 1 εκατ. τόνους.

Το κυρίαρχο είδος που παράγουμε ως χώρα και το κύριο βάρος της παραγωγής είναι τα πορτοκάλια σε ποσοστό 77%, όταν το ποσοστό στα μανταρίνια είναι 14% και στα λεμόνια αγγίζει μόλις το 8%. Το 54% της καλλιεργούμενης έκτασης των πορτοκαλιών εντοπίζεται στις ΠΕ Αργολίδας και Λακωνίας και το 37% των μανταρινιών που παράγεται στον ελλαδικό χώρο βρίσκεται στην ΠΕ Αργολίδας και Θεσπρωτίας και το 32% στις ΠΕ Άρτας και Λακωνίας.

Για τα λεμόνια, το 57% των καλλιεργούμενων εκτάσεων βρίσκεται στις ΠΕ Αχαΐας και Κορινθίας. Τα κέντρα παραγωγής με τις μεγαλύτερες ποσότητες εσπεριδοειδών είναι για τα πορτοκάλια οι ΠΕ Αργολίδας και Λακωνίας (60%), οι ΠΕ Θεσπρωτίας και Αργολίδας για τα μανταρίνια (49%) και για τα λεμόνια οι ΠΕ Αχαΐας και Κορινθίας (47%).

Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι ότι η στρεμματική απόδοση για τα πορτοκάλια είναι 0,8% μειωμένη στην Αργολίδα (ασθένειες, αλατότητα κ.ά.), ενώ είναι μια μονάδα πάνω σε ό,τι αφορά τη βέλτιστη απόδοση σε τόνους ανά στρέμμα για τα μανταρίνια.

Συνεπώς, όπως διευκρινίστηκε, οι παραγωγοί στη Θεσπρωτία γνωρίζουν πώς να καλλιεργούν τα μανταρίνια και έχουν ένα ευνοϊκό κλίμα που τους βοηθά στη μεγιστοποίηση της παραγωγής. Σε πιο θερμές περιοχές, στην Κρήτη και στη Λακωνία τα λεμόνια πηγαίνουν καλύτερα, αφού δεν έχουν προβλήματα παγετών και για τον λόγο αυτόν η χώρα θα έπρεπε να στραφεί σε πιο θερμές περιοχές για την καλλιέργειά τους.

Εξαγωγές – εισαγωγές

Αυτό που κυρίως εξάγουμε είναι τα πορτοκάλια και ακολουθούν σε ποσοστό 20% τα μανταρίνια. Μάλιστα, η εξαγωγική δραστηριότητά μας παρουσιάζει άνοδο τα τελευταία χρόνια. Όμως, ως χώρα οι ανάγκες δεν καλύπτονται και για αυτό εισάγουμε περίπου 31.000 τόνους εκ των οποίων οι 23.000 τόνοι είναι λεμόνια εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν καλλιεργούμε καλοκαιρινές ποικιλίες. Οι χώρες εισαγωγής είναι η Νότια Αφρική και η Αργεντινή και για το κόκκινο γκρέιπφρουτ το Ισραήλ και η Ν. Αφρική.

Ανάγκη για νέες ποικιλίες

Για τα πορτοκάλια, θα μπορούσαν να καλλιεργηθούν ποικιλίες οι οποίες βγαίνουν είτε μέσα στο φθινόπωρο είτε την άνοιξη και ποικιλίες με δικαιώματα και ανώτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά, όπως τα ζητά η αγορά. «Αυτό που προκύπτει είναι ότι υπάρχει μεγάλη ανάγκη για νέες ποικιλίες κυρίως σε πορτοκάλια και μανταρίνια, νέα υποκείμενα, αναδιάρθρωση καλλιεργειών και ποικιλιών που θα εστιάσουν στην παραγωγή ποιοτικών προϊόντων, αξιοποίηση του γενετικού υλικού και μείωση του κόστους παραγωγής μέσα από τη χρήση καινοτόμων καλλιεργειών και συλλογικών σχημάτων/ομάδων», επισήμανε ο Δρ. Ζιώγας.

Σε ό,τι αφορά, τέλος, την ερευνητική δραστηριότητα στον ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, ο Δρ. Ζιώγας ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι με τη χρηματοδότηση του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης γίνεται έρευνα για την ανάπτυξη νέων ποικιλιών, οι οποίες θα είναι κατάλληλα προσαρμοσμένες για τον Έλληνα παραγωγό.

Μάλιστα, έχουν δημιουργηθεί τρεις ποικιλίες, δύο πορτοκαλιάς και ένα λεμονοειδές, που έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και άρωμα, οι οποίες θα βγουν στο εμπόριο μέσα στα επόμενα χρόνια. Υπογράμμισε, επίσης, ότι κορωνίδα όλων είναι το έργο GoCitrus, που αφορά την ολιστική μελέτη των εσπεριδοειδών και μέσα από το οποίο έχουν διασώσει και αξιολογήσει 28 ελληνικές ποικιλίες.

Τα άλλα και τα νέα είδη εσπεριδοειδών

Στο σύνολο της χώρας καλλιεργούνται συνολικά περίπου 1.800 στρ. γκρέιπφρουτ (Κρήτη, Πελοπόννησος), 172 στρ. κουμκουάτ (Κέρκυρα), 161 στρ. περγαμόντο (Ξυλόκαστρο και Άρτα), 54 στρ. κίτρα (Κρήτη), 53 στρ. φράπες (Κρήτη). Θα μπορούσαν, επίσης, να καλλιεργηθούν εσπεριδοειδή που έχουν πολύ καλές τιμές, κάνουν καλό στην ανθρώπινη υγεία και τα θέλει η γαστρονομία, όπως είναι το γιούζου, το φίνγκερ λάιμ, το καφίρ λάιμ, το λεμόνι Meyer (φωτό).

Πορτοκαλιές από τις δεκαετίες του ’80 και του ’90

Τα πορτοκάλια καλλιεργούνται σε έκταση 280.600 στρ. και παράγονται περίπου 818.000 τόνοι. Ωστόσο, το στενάχωρο είναι, σύμφωνα με τον ερευνητή του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, Δρ. Ζιώγα, ότι οι Έλληνες παραγωγοί δεν έχουν αλλάξει εδώ και πολλά χρόνια την ποικιλία που χρησιμοποιούν.

Η ποικιλία που κυριαρχεί στην Ελλάδα είναι τα ομφαλοφόρα Ουάσιγκτον, τα λεγόμενα Μέρλιν, σε ένα ποσοστό περίπου 43%. Ένα 19% είναι οι Ναβαλίνες, 17% τα Βαλέντσια κ.λπ. Αυτό που διαπιστώνεται είναι ότι η Ελλάδα δεν έχει νέες ποικιλίες, τα δέντρα είναι από τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, κάτι που αποτελεί μεγάλο πρόβλημα για την παραγωγή πορτοκαλιών, καθότι δεν είμαστε πια ανταγωνιστικοί, αφού η αγορά ζητά άλλες ποικιλίες.

Επίσης, οι οπωρώνες που έχουμε με πορτοκάλια είναι γερασμένοι, το 64% είναι άνω των 25 ετών. Ιδιαίτερα για τα πορτοκάλια Μέρλιν, αυτό το ποσοστό φτάνει το 80%, δηλαδή το 80% των δέντρων που παράγουν τα πορτοκάλια Μέρλιν είναι γερασμένα. «Το γεγονός αυτό φθίνει την παραγωγή και πρέπει οι παραγωγοί να μπουν στην ιδέα και στη νοοτροπία ότι τα δέντρα δεν κληρονομούνται στα παιδιά μας, αλλά πρέπει να ανανεώνονται, όπως γίνεται στις άλλες χώρες», είπε χαρακτηριστικά ο Δρ. Ζιώγας.

Αναφορικά με τα μανταρίνια, τα καλλιεργήσιμα στρέμματα ανέρχονται σε 72.000 και παράγονται 145.000 τόνοι. Η κατάσταση σχετικά με τις ποικιλίες είναι σχεδόν ίδια με αυτήν για τα πορτοκάλια. Η παλιά ποικιλία της Κλημεντίνης κυριαρχεί σε ποσοστό 56,84%, η οποία δεν απορροφάται από την αγορά και διαπιστώνεται ότι στην Ελλάδα δεν έχουμε μεγάλη γκάμα ποικιλιών τις οποίες θέλει η αγορά. Για τον λόγο αυτόν, σύμφωνα με τον Δρ. Ζιώγα, θα πρέπει να γίνει αναδιάρθρωση. Την ίδια ώρα, η ηλικία των οπωρώνων είναι κάτω των 25 ετών.

Κυριαρχεί στο λεμόνι η Πελοπόννησος

Τα λεμόνια καλλιεργούνται σε μια έκταση περίπου 35.400 στρ. και παράγονται 85.000 τόνοι ετησίως. Κυρίαρχη είναι η περιφέρεια της Πελοποννήσου και η ποικιλία που ξεχωρίζει είναι η Μαγληνή (42,15%), η οποία ωριμάζει μέσα στον χειμώνα και για αυτό δεν έχουμε το λεγόμενο καλοκαιρινό λεμόνι.

Επίσης, έχουμε κάποια μεγάλη ποσότητα της ποικιλίας Femminelllo (18,83%) και της Ιnterdonato (13,19%) που και αυτές βγαίνουν στις αρχές του φθινοπώρου. «Διαπιστώνουμε ότι στην Ελλάδα δεν έχουμε τις καλοκαιρινές ποικιλίες και αυτό μας επηρεάζει στις εισαγωγές λεμονιών από άλλες χώρες.

Έχουμε γενικότερα μια σύσταση ποικιλιών, οι οποίες όλες βγαίνουν μέσα στο φθινόπωρο και στον χειμώνα. Οι ηλικίες των δέντρων είναι παραγωγικές και έχουν μπει μετά τον καταστροφικό παγετό του 2007», υπογράμμισε ο Δρ. Ζιώγας.

Την ίδια ώρα, στην ΕΕ υπάρχει σοβαρό έλλειμμα παραγωγής γκρέιπφρουτ, καθώς εισάγει 21,4 φορές μεγαλύτερες ποσότητες από τις παραγόμενες, ενώ το ίδιο ισχύει και για τα λεμόνια που εισάγει 9,3 φορές μεγαλύτερες ποσότητες από τις παραγόμενες. Η Ελλάδα για να καλύψει την ποσότητα των 23.000 τόνων εισαγόμενων λεμονιών θα μπορούσε να εγκαταστήσει τουλάχιστον πέντε ποικιλίες (Verna, Eureka, Ζαμπετάκη, Βακάλου) σε περιοχές με το κατάλληλο μικροκλίμα.