Με αλματώδεις ρυθμούς αναπτύσσονται οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) σε Ευρωπαϊκή Ένωση και Ελλάδα. Όταν γίνεται λόγος για ΑΠΕ, σε αυτές περιλαμβάνονται πηγές ενέργειας θεωρητικά ανεξάντλητες, όπως ο ήλιος, ο αέρας, το νερό κ.ά. και όχι από ορυκτά καύσιμα. Σύμφωνα με το μηνιαίο δελτίο AΠΕ και ΣΗΘΥΑ του μηνός Μαΐου 2022 του ΔΑΠΕΕΠ, η εγκατεστημένη ισχύς στην Ελλάδα πλησίαζε τα 9.500 Μεγαβάτ.

Σχεδόν η μισή αντιστοιχούσε σε αιολικά έργα, ενώ ακολουθούσαν με μικρή απόσταση τα φωτοβολταϊκά. Στον ελληνικό πρωτογενή τομέα, αδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής των ΑΠΕ από τη σκοπιά του παραγωγού είναι η ηλιακή ενέργεια, ενώ ακολουθούν με συγκριτικά πολύ μικρότερη δραστηριότητα το βιοαέριο, η γεωθερμία, τα υδροηλεκτρικά και η βιομάζα. Σε ό,τι αφορά γενικά την κατανάλωση ενέργειας του πρωτογενούς τομέα στην ΕΕ σε σύγκριση με το σύνολο των τομέων δραστηριότητας, σύμφωνα με τη Εurostat, η Ελλάδα το 2020 βρισκόταν προς το τέλος της κατάταξης, με ποσοστό 1,9%. Πρώτη ήταν η Ολλανδία με ποσοστό 9% και τελευταίο το Λουξεμβούργο (0,7%). Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι η Ελλάδα είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη μείωση κατανάλωσης ενέργειας ανά μονάδα καλλιεργούμενης γης (UAA) για το διάστημα 2010 – 2020, απόρροια της μεγάλης οικονομικής ύφεσης που έλαβε χώρα το επίμαχο διάστημα.

Μεγάλες περιπέτειες επεφύλασσε για τους αγρότες η κορύφωση της ενεργειακής κρίσης και η περαιτέρω κλιμάκωσή της λόγω του πολέμου στην Ουκρανία.

Η Ρήτρα Αναπροσαρμογής μπήκε στη ζωή των παραγωγών από το καλοκαίρι του 2021, εκτινάσσοντας την τιμή χρέωσης του ρεύματος στους λογαριασμούς αγροτικού τιμολογίου σε δυσθεώρητα επίπεδα. Η εκτίναξη της τιμής του φυσικού αερίου εν μέσω ενεργειακής κρίσης οδήγησε σε αντίστοιχη αύξηση της ηλεκτρικής ενέργειας.

Συνέπεια αυτού ήταν οι χρεώσεις της ηλεκτρικής ενέργειας στους λογαριασμούς των αγροτών να προκύπτουν διπλάσιες ή και τριπλάσιες σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα. Έστω και με καθυστέρηση κάποιων μηνών, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η πολιτεία θέσπισαν μέτρα για την ανάσχεση του φαινομένου και την ανακούφιση των καταναλωτών, μεταξύ αυτών και των αγροτών.

Η θέσπιση κρατικής ενίσχυσης για την αναδρομική κάλυψη της επιβάρυνσης από τη ρήτρα αναπροσαρμογής νομοθετήθηκε στα τέλη του Φεβρουαρίου του 2022. Παρά τη λήψη μέτρων, οι αγρότες είδαν στις αρχές του έτους το φαινόμενο των «φουσκωμένων» λογαριασμών να κορυφώνεται, με την τιμή της κιλοβατώρας να φτάνει ακόμα και τέσσερις φορές πάνω σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα (πάνω από 28 λεπτά/κιλοβατώρα).

Τους τελευταίους μήνες του έτους, παρατηρείται μια σημαντική αποκλιμάκωση στις χρεώσεις ηλεκτρικής ενέργειας αγροτικών τιμολογίων, η οποία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη χορήγηση κρατικής επιδότησης, που απομειώνει την επιβάρυνση της ρήτρας αναπροσαρμογής.

Σύμφωνα με το μηνιαίο δελτίο της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ), τον Σεπτέμβριο του 2022 η τελική χρέωση μετά την επιδότηση στους λογαριασμούς Αγροτικού Τιμολογίου της ΔΕΗ διαμορφώθηκε στα 0,0140 ευρώ/κιλοβατώρα, με την επιδότηση να φτάνει τα 0,0639 ευρώ/κιλοβατώρα. Ωστόσο, τον Δεκέμβριο η τελική χρέωση μετά την επιδότηση διαμορφώθηκε στα 0,0150 ευρώ/κιλοβατώρα, λόγω μείωσης της επιδότησης. Γίνεται αντιληπτό ότι παρά τη μερική αποκλιμάκωση που υπάρχει στο κόστος της ενέργειας, η εκλογίκευση των χρεώσεων στους αγροτικούς λογαριασμούς εξαρτάται ακόμα σε μεγάλο βαθμό από τη χορήγηση της κρατικής επιδότησης.

Σε κάθε περίπτωση, η κατάσταση στο κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας για τους αγρότες είναι καλύτερη σε σχέση με αυτήν που αντιμετώπιζαν έναν χρόνο πριν. Σε ό,τι αφορά το ενεργειακό μείγμα των αγροτικών εκμεταλλεύσεων στην ΕΕ, σύμφωνα με τη Eurostat κυριαρχούν τα πετρελαιοειδή, με ποσοστό 56%. Δεύτερη έρχεται η ηλεκτρική ενέργεια με ποσοστό άνω του 16%, ενώ τρίτες έρχονται οι ΑΠΕ με ένα ποσοστό λίγο πάνω από 11% (στοιχεία 2020, βλ. πίνακα).

Ποσοστό συμμετοχής ενέργειας
ανά είδος στον αγροτικό τομέα (2020)

Πηγή: Eurostat

Αξίζει, τέλος, να αναφερθεί ότι μέσα σε αυτή την κρίση, όσοι αγρότες διέθεταν ένα επιπλέον εισόδημα από ΑΠΕ βρήκαν ένα στήριγμα, ώστε να αντιμετωπίσουν τόσο το κύμα ανατιμήσεων στους λογαριασμούς ρεύματος, όσο και τις γενικότερες αυξήσεις στο κόστος παραγωγής, λόγω των ανατιμήσεων στα αγροτικά εφόδια. Σημαντική στήριξη αποτέλεσαν, επίσης, σε μικρότερο βαθμό τα έργα αυτοπαραγωγής ενέργειας με συμψηφισμό παραγωγής – κατανάλωσης (net metering). Στην ενότητα που ακολουθεί εξετάζεται η συμβολή και εξέλιξη των ΑΠΕ στον πρωτογενή τομέα.

Οι ΑΠΕ στον πρωτογενή τομέα

Προχωρώντας στον αγροτικό τομέα στην ΕΕ-27, την τριετία 2018 – 2020 η τελική κατανάλωση ενέργειας από ΑΠΕ αυξήθηκε από 2.993.339 σε 3.162.329 χιλιάδες τόνους ισοδύναμου πετρελαίου. To ποσοστό συμμετοχής των ΑΠΕ, τόσο στον ευρωπαϊκό όσο και στον ελληνικό πρωτογενή τομέα, ξεπερνάει το 10% (Eurostat).

Πρωταγωνιστής σε επίπεδο παραγωγής ενέργειας στις ΑΠΕ του πρωτογενούς τομέα είναι η ηλιακή ενέργεια από φωτοβολταΐκά. Όπως δείχνουν τα στοιχεία πρόσφατης έρευνας του Συνδέσμου Εταιρειών Φωτοβολταϊκών (ΣΕΦ), μετά από μια πενταετία στασιμότητας (2014 – 2018), το 2019 υπήρξε επανεκκίνηση της αγοράς, καθώς συνδέθηκαν έργα ισχύος 161 Μεγαβάτ, ενώ την επόμενη χρονιά ο αριθμός αυτός σχεδόν τριπλασιάστηκε με συνδεδεμένη ισχύ 459 Μεγαβάτ.

Έκτοτε, η αγορά αναπτύσσεται με εντυπωσιακούς ρυθμούς, με 838 και 1.340 Μεγαβάτ εγκατεστημένης ισχύος αντίστοιχα για το 2021 και το 2022. Υπήρξε, όμως, αντίστοιχη πρόοδος και στα φωτοβολταϊκά για τους αγρότες;

Σύμφωνα με έρευνα που είχε πραγματοποιήσει η «ΥΧ» τον Δεκέμβριο του 2021, το 2018, από το σύνολο της εγκατεστημένης ισχύος για έργα έως 1 Μεγαβάτ (σ.σ. οι αγρότες μπορούν να πραγματοποιήσουν έργα έως 500 κιλοβάτ), τα έργα που έγιναν από αγρότες (φυσικά πρόσωπα) και Ενεργειακές Κοινότητες αντιστοιχούσαν μόλις στο 5%. Τη διετία 2020 – 2021, η εγκατεστημένη ισχύς φωτοβολταϊκών από αγρότες και ΕΚ πολλαπλασιάστηκε.

Ωστόσο, φαίνεται ότι τη μερίδα του λέοντος κατέλαβαν οι κοινότητες και όχι οι μεμονωμένοι αγρότες. Σύμφωνα με τα εκτενή ρεπορτάζ της «ΥΧ» και τις δηλώσεις παραγωγών από διάφορες περιοχές της χώρας, τα δίκτυα σε αρκετές περιπτώσεις είναι κορεσμένα. Γι’ αυτόν τον λόγο, πολύ συχνά, αγρότες που αιτούνται όρους σύνδεσης λαμβάνουν απορριπτικές απαντήσεις, ή απαντήσεις που απαιτούνται πολύ μεγάλα ποσά για να λάβει ένα έργο όρους σύνδεσης.

Πρόσφατα, το ΥΠΕΝ «έτρεξε» διαδικασία για αιτήσεις ιδιωτών για έργα έως 400 Κιλοβάτ στην Πελοπόννησο σε ηλεκτρονική πλατφόρμα του υπουργείου, με τον διαθέσιμο χώρο να καλύπτεται από τους ενδιαφερόμενους μέσα σε λίγα λεπτά. Πρόκειται για μια εξέλιξη χαρακτηριστική του μεγάλου ενδιαφέροντος και της δυσανάλογης διαθεσιμότητας που υπάρχει στα δίκτυα ορισμένων περιοχών. Πάντως, το υπουργείο Ενέργειας και Περιβάλλοντος με τοποθέτησή του έχει προαναγγείλει ότι από το διαθέσιμο δίκτυο που θα απελευθερωθεί στο μέλλον το 30% θα διατεθεί στους αγρότες.

Προοπτικές σε γεωθερμία, βιοαέριο και βιομάζα

Μια διαφορετική ΑΠΕ που αξιοποιείται στον πρωτογενή τομέα της χώρας, αλλά σε μικρότερο βαθμό είναι η γεωθερμία. Στη Βόρεια Ελλάδα, σε περιοχές της Ξάνθης και της Θράκης, υπάρχουν ορισμένες αξιόλογες πρωτοβουλίες που σχετίζονται κυρίως με μεγάλες θερμοκηπιακές εγκαταστάσεις. Ωστόσο, μέχρι σήμερα, δεν έχει υπάρξει αξιοποίηση της συγκεκριμένης μορφής ενέργειας, αντάξια των δυνατοτήτων της.

Ακόμη μία εναλλακτική πηγή παραγωγής ενέργειας στην κτηνοτροφία είναι το βιοαέριο που παράγεται σε κτηνοτροφικές μονάδες και μετατρέπεται σε ηλεκτρική ενέργεια. Τέτοια παραδείγματα αποτελούν αγελαδοτροφικές μονάδες, όπως αυτές στην ΠΕ Θεσσαλονίκης, όπου παράγεται ηλεκτρική ενέργεια από το βιοαέριο που προέρχεται από την κοπριά των ζώων.

Στην Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία Νοεμβρίου 2022 από τον ΔΕΔΔΗΕ, λειτουργούν 95 σταθμοί βιομάζας/βιοαερίου με συνολική ισχύ 119,46 Μεγαβάτ και παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας 447 Γιγαβατώρες (GWh). Από αυτές, 70 είναι μονάδες βιοαερίου, με ισχύ 103,9 Μεγαβάτ και παραγωγή 397,4 Γιγαβατώρες. Επιπλέον, 25 είναι μονάδες καύσης βιομάζας, ισχύος 15,56 Μεγαβάτ και παραγωγής 49,6 Γιγαβατώρες.

Όπως δήλωσε στην «ΥΧ» ο υπεύθυνος έργων Βιοαερίου/Βιομεθανίου του τμήματος Βιομάζας στο ΚΑΠΕ, Χρήστος Ζαφείρης, «σε μια χώρα με εκατομμύρια αιγοπρόβατα, η βιομάζα συγκεντρώνει τεράστιες προοπτικές αξιοποίησης. Το θεωρητικό δυναμικό βιομάζας στην Ελλάδα από κοπριές κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων, άχυρο σιτηρών, τυρόγαλο και το οργανικό κλάσμα των Αστικών Στερεών Αποβλήτων (ΑΣΑ) ανέρχεται σε 28.209.768 τόνους/έτος, με δυναμικό βιομεθανίου 1,14 δισ. κυβικά μέτρα (bcm) και ενεργειακό περιεχόμενο βιομεθανίου 11 Tεραβάτ ανά έτος.

Η διαθεσιμότητα παραγωγής της βιομάζας όλη τη διάρκεια του χρόνου είναι εξασφαλισμένη κατά 30%, αν συνοδεύεται με όρους συμβολαιακής γεωργίας. Ωστόσο, θα πρέπει να θεσπιστεί το πλαίσιο και να υπάρξουν οι πρωτοβουλίες οργάνωσης, συγκέντρωσης και αξιοποίησης της βιομάζας από τις κτηνοτροφικές μονάδες. Αντίστοιχα επιτυχημένα παραδείγματα υπάρχουν σε χώρες όπως η Δανία, όπου γίνεται σημαντική αξιοποίηση της βιομάζας από βοοτροφικές εκμεταλλεύσεις».

Οι ΑΠΕ σε ΕΕ και Ελλάδα

Με αυξητικούς ρυθμούς διαδίδονται οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) σε Ευρωπαϊκή Ένωση και Ελλάδα. Ανατρέχοντας σε στοιχεία από τις αρχές του 2000, σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος (EEA), από το 2005 έως το 2021, το μερίδιο των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα της ΕΕ υπερδιπλασιάστηκε, με μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 0,75% για τα 16 αυτά χρόνια. Σε ό,τι αφορά τη διετία 2020-2021, η ανάπτυξη των ΑΠΕ παρουσίασε στασιμότητα: Τόσο το 2020 (22,1%) όσο και το 2021 (22,2%), το ποσοστό της ενέργειας που καταναλώθηκε και προερχόταν από ΑΠΕ, παρέμεινε σχεδόν σταθερό. Ωστόσο, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το 2020 ήταν έτος που ξεκίνησε η πανδημία και χρονιά όπου έπεσαν απότομα οι απαιτήσεις σε ενεργειακή κατανάλωση από μη ΑΠΕ.

Σε ό,τι αφορά τη διάδοση των ΑΠΕ στην Ελλάδα, σύμφωνα με τη Eurostat, το 2005 το ποσοστό του μεριδίου τους ανερχόταν σε περίπου 7% για να φτάσει το 2020 σχεδόν το 22%. Υπενθυμίζεται ότι ο στόχος πανευρωπαϊκά ήταν ένα ποσοστό της τάξης του 32% έως το 2030. Παρά το γεγονός ότι παραμένει αβέβαιο αν θα επιτευχθεί, η ΕΕ πρότεινε να αναθεωρηθεί προς τα πάνω και συγκεκριμένα να οριστεί αρχικά σε 40%, προσβλέποντας στην επίτευξη του μεγάλου στόχου της «κλιματικής ουδετερότητας» και της εκμηδένισης των εκπομπών των «αερίων του θερμοκηπίου» έως το 2050.

Μετά τα πρόσφατα γεγονότα του πολέμου στην Ουκρανία και με το σχέδιο «REPowerEU», το ποσοστό αυτό αναθεωρήθηκε εκ νέου προς τα πάνω οριζόμενο πλέον στο 45%.