Ευοίωνη προδιαγράφεται η καινούργια σεζόν

Με θετικούς οιωνούς για την επόμενη σεζόν, σε ό,τι αφορά τόσο τις αποδόσεις και την ποιότητα όσο και την εμπορία, εξελίσσεται η καλλιεργητική περίοδος στους ορυζώνες των σημαντικών παραγωγικών περιοχών.

Με τα στρέμματα ελαφρώς μειωμένα φέτος σε σχέση με πέρσι, στα 280.000 έναντι 300.000, και με τα μεσόσπερμα να κατέχουν τη μερίδα του λέοντος, οι παραγωγοί θα μπουν στα αλώνια υπό κανονικές συνθήκες στα μέσα Σεπτέμβρη. Η εμπορία της περσινής σοδειάς από τους συνεταιρισμούς έχει ολοκληρωθεί ουσιαστικά, με μικρά ακόμη υπόλοιπα και με ικανοποιητικές τιμές, που έφτασαν μέχρι τα 33 λεπτά για τα μεσόσπερμα, ανάλογα με την απόδοση –πράγμα το οποίο ενίσχυσε στρεμματικά την καλλιέργειά τους– και τα 30 λεπτά, το τελευταίο διάστημα, για τα μακρύσπερμα.

Χωρίς προβλήματα η καλλιέργεια στον κάμπο Θεσσαλονίκης

«Έχουμε τελειώσει τη ζιζανιοκτονία και τα λιπάσματα, είμαστε στα ποτίσματα και θα ξεκινήσουμε τον αλωνισμό μετά τις 15-20 Σεπτεμβρίου», μας είπε ο πρόεδρος του Συνεταιρισμού Χαλάστρας Α’, Λεωνίδας Κουιμτζής, για το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η καλλιέργεια αυτή την περίοδο. Σύμφωνα με τον ίδιο, δεν μπορεί να προβλέψει κανείς με ασφάλεια πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα μέχρι τον αλωνισμό, δεδομένου του άστατου καιρού, ωστόσο, μέχρι στιγμής, οι ορυζοκαλλιεργητές δεν έχουν αντιμετωπίσει ιδιαίτερα προβλήματα.

Κάνοντας τον απολογισμό της σεζόν, ο κ. Κουιμτζής σημείωσε ότι ήταν μια καλή χρονιά εμπορικά, με τις τιμές στον παραγωγό από 22-23 λεπτά στο ξεκίνημα μέχρι και 33 λεπτά στην εξέλιξη της εμπορίας. Το ενδιαφέρον που διακρίνει ήδη από τη βιομηχανία προδιαθέτει για μια καλή χρονιά εμπορικά, όσον αφορά τη νέα παραγωγή. «Βλέπω μια καλή χρονιά, στο περσινό πλαίσιο, πιθανόν και καλύτερα, στον βαθμό που τα πράγματα εξελιχθούν όπως δείχνουν. Συμφωνίες κλείνονται μετά τον Αύγουστο, όμως είναι ορατό το ενδιαφέρον από την αγορά. Εκτιμώ ότι θα ξεκινήσει και από καλά επίπεδα η τιμή», είπε ο ίδιος.

Ζητούμενο η διεύρυνση ποικιλιών

Η αναδιάταξη της ορυζοκαλλιέργειας, με κατεύθυνση ποικιλίες που ζητούν οι αγορές και η απεξάρτηση από έναν βασικό προορισμό, μπορούν, μεταξύ άλλων, να εξασφαλίσουν τις προοπτικές της καλλιέργειας. Αυτό είναι κάτι που συζητείται ευρέως από κύκλους της εμπορίας, αλλά και των ίδιων των παραγωγών.

Όπως μας είπε ο Αναστάσιος Πιστιόλας, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Agrino και α’ αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Ορυζόμυλων Ελλάδας, «το πιο έντονο χαρακτηριστικό της εμπορίας την προηγούμενη σεζόν ήταν η δυναμική είσοδος των Τούρκων εμπόρων, που ουσιαστικά έχουν κυριαρχήσει στην αγορά, ειδικά για τα μεσόσπερμα, καθώς εκτός από την Τουρκία τα εμπορεύονται και στη Μέση Ανατολή.

Το ζητούμενο είναι πώς θα κατορθώσουμε να μένει στη χώρα η προστιθέμενη αξία, γιατί σήμερα, ως επί το πλείστον, το ρύζι φεύγει έμφλοιο προς τα έξω, με πολύ χαμηλά περιθώρια κέρδους, σχεδόν μηδενικά, από μύλους οι οποίοι υποχρεούνται να κάνουν μια αποφλοίωση –και αν την κάνουν– για να πάει στους Τούρκους και ουσιαστικά οι ίδιοι να επωφεληθούν την προστιθέμενη αξία. Ταυτόχρονα, η απορρόφηση και η ώθηση που έδωσε στην τιμή του μεσόσπερμου οδήγησαν φέτος την καλλιέργειά του σε ιστορικά υψηλά, ανατρέποντας πλήρως την μέχρι πριν μερικά χρόνια εικόνα του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος του μακρύσπερμου –όπως της Καρολίνας– το οποίο, όμως, καταναλώνει περισσότερο η εγχώρια αγορά». Ο κ. Πιστιόλας υπογραμμίζει ότι «δεν είναι ό,τι καλύτερο να εξαρτιόμαστε από μια χώρα όπως η Τουρκία, που απορροφά το μεγαλύτερο μέρος». Επισημαίνει τους κινδύνους που εγκυμονεί αυτό, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Αν κάτι δεν πάει καλά, τι θα γίνει; Δεν μπορούμε, για παράδειγμα, να ξέρουμε τι θα γίνει φέτος με τους Τούρκους. Η λίρα είναι στα χαμηλότερα επίπεδα ετών. Συνεπώς, ήδη αυτό δημιουργεί μια στάση αναμονής, δεν μπορούμε να κάνουμε προβλέψεις, γι’ αυτό και λέμε: δεν είναι καλό να εξαρτάσαι από μια αγορά». Σύμφωνα με τον ίδιο, η συμβολαιακή, την οποία εφαρμόζει για το 80% των παραλαβών της η Agrino, αλλά γενικά στην ορυζοκαλλιέργεια δεν ξεπερνά το 30%, μπορεί να αναπτύξει τη στροφή προς ποικιλίες που ζητάει η αγορά.

Στο ίδιο μήκος κύματος και ο πρόεδρος του Συνεταιρισμού Χαλάστρας Α’, σημειώνει ότι «κάποιοι ορυζόμυλοι καλώς κάνουν συμβολαιακή, ψάχνοντας νέες ποικιλίες, αναζητώντας νέες αγορές. Είναι καίριο να δούμε καινούργιες ποικιλίες και μπορούμε να το κάνουμε. Ήδη κάποιοι κάνουν την προσπάθεια και είναι επιτυχής. Δεν μπορείς, ειδικά αν μιλάμε για την περιοχή μας όπου το ρύζι είναι ουσιαστικά μονοκαλλιέργεια, να στηρίζεται στον Τούρκο που αγοράζει το μακρύσπερμο, γιατί αύριο μπορεί να στραφεί σε άλλον προμηθευτή που θα του το δώσει φθηνότερα. Είναι σαν να περπατάς διαρκώς σε τεντωμένο σκοινί», καταλήγει.

Συμβολαιακή για τη μισή παραγωγή του Β’ Αγροτικού Συνεταιρισμού Μεσολογγίου

Ενδιαφέρον για απορρόφηση από την εγχώρια μεταποίηση βλέπουν και στον Β’ Αγροτικό Συνεταιρισμό Μεσολογγίου για τη νέα σοδειά, σύμφωνα με τον Σταύρο Πάσιο, πρόεδρο του συνεταιρισμού. Η καλλιέργεια στον νομό εξελίσσεται πολύ καλά, όπως μας είπε, και οι παραγωγοί περιμένουν μια καλή χρονιά σε επίπεδο παραγωγής. Η απορρόφηση του 50% της παραγωγής του συνεταιρισμού (στα 1.000 από τα 2.000 στρέμματα) είναι εξασφαλισμένη συμβολαιακά με ορυζόμυλο της Θεσσαλονίκης, με την τιμή στα 30 λεπτά για τους παραγωγούς. «Πρόκειται για ποικιλία υποκατηγορία του Σελένιο, η οποία εξάγεται σε Ρουμανία και Πολωνία και δεν καλλιεργείται σε ευρεία κλίμακα στην Ελλάδα», μας είπε. Ένα 25% είναι νέες ποικιλίες που δοκιμάζονται στην περιοχή, μεταξύ των οποίων και η ποικιλία για ριζότο, το Carnaoli, και το άλλο 25% είναι μεσόσπερμο ρύζι.

Γενικότερα για την εμπορία, πάντως, ο κ. Πάσιος επισημαίνει πως «δεν μπορούμε να προβλέψουμε πολλά πράγματα, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο ποσοστό του ελληνικού ρυζιού, περισσότερο από το 60%, εξάγεται και δεν μπορούμε να ξέρουμε πώς θα διαμορφωθούν τα πράγματα σε παγκόσμιο επίπεδο. Επιπλέον, καθοριστικές για την τιμή είναι οι εισαγωγές αδασμολόγητου ρυζιού από τρίτες χώρες, βάσει των συμφωνιών της ΕΕ, που επιδρούν πιεστικά», σημειώνει.

Η καλλιέργεια στον Νομό Αιτωλοακαρνανίας έχει συρρικνωθεί στρεμματικά κατά 50% μέσα στην τελευταία πενταετία και φέτος δεν ξεπερνάει τα 5.000 στρέμματα. Η τιμή των 24-30 λεπτών που πήραν πέρσι οι παραγωγοί δεν ήταν αρκετή για να ενθαρρύνει τη διατήρηση της καλλιέργειας, σε συνδυασμό με τα υψηλά κοστολόγια και τη δυσβάσταχτη φορολόγηση, εκτιμά ο ίδιος.