Ευρωπαϊκή Ένωση: Νέοι κανόνες στα λιπάσματα για τον εναρμονισμό της αγοράς

Στις 21/5 το Συμβούλιο της ΕΕ και το Ευρωκοινοβούλιο ενέκριναν νέους κανόνες για τον εναρμονισμό όλων των προϊόντων λίπανσης, εξέλιξη που αναμένεται να βοηθήσει ιδιαίτερα τις πωλήσεις των βιολογικών λιπασμάτων και να μειώσει την περιεκτικότητα των λιπασμάτων σε δυνητικά επικίνδυνα μέταλλα. Πλέον, ο Κανονισμός για τα λιπάσματα του 2003 θα αντικατασταθεί από τον νέο Κανονισμό, ο οποίος αναμένεται να δημοσιευθεί στην εφημερίδα της ΕΕ έως τον Ιούλιο. Αξίζει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι τα όσα προβλέπει θα μπουν σε ισχύ τρία χρόνια μετά από τη δημοσίευσή του.

Με τον νέο Κανονισμό, τα ευρωπαϊκά προϊόντα λίπανσης που θα φέρουν την ειδική σήμανση «CE» θα πρέπει να πληρούν μια σειρά προϋποθέσεων, ώστε να μπορούν να επωφεληθούν από την ελεύθερη διακίνηση στην κοινοτική αγορά. Μεταξύ άλλων, θα υπόκεινται σε υποχρεωτικά όρια μέγιστης περιεκτικότητας σε επιμολυντές, στη χρήση καθορισμένων κατηγοριών συστατικών υλικών και σε συγκεκριμένες υποχρεώσεις σήμανσης.

Πολύ σημαντική κρίνεται η θέσπιση ανώτατου ορίου περιεκτικότητας σε κάδμιο στα φωσφορικά λιπάσματα, που θα είναι τα 60 mg/kg. Στη συνέχεια, το όριο αυτό θα πέσει περαιτέρω, στα 40 mg/kg μετά από τρία χρόνια και στα 20 mg/kg μετά από 12 χρόνια. Τα νομοθετικά όργανα συμφώνησαν, επίσης, να συμπεριληφθεί και η προαιρετική σήμανση για χαμηλή περιεκτικότητα σε κάδμιο για όσα προϊόντα θα βρίσκονται κάτω από το όριο των 20 mg/kg που αναμένεται να εμφανίζεται ως «Low Cadmium (CD)» ή με παρόμοιο τρόπο. Σε περίπου επτά χρόνια από φέτος η Κομισιόν θα επανεκτιμήσει την κατάσταση, ώστε να κρίνει εάν τα θεσπισμένα αυτά όρια μπορούν να μειωθούν ακόμα περισσότερο.

Να σημειωθεί ότι οι εταιρείες παραγωγής λιπασμάτων θα μπορούν να διαθέτουν τα προϊόντα τους μόνο στις αγορές των κρατών-μελών που υπάγονται, εφόσον αυτά δεν διαθέτουν την ειδική σήμανση CE. Οι Copa & Cogeca έχουν εκφράσει τη θετική τους στάση για την εν λόγω εξέλιξη στην αγορά λιπασμάτων, θεωρώντας ότι θα βοηθήσει στην κατεύθυνση μείωσης του κόστους για τις εταιρείες που παράγουν προϊόντα λίπανσης, κάτι από το οποίο θα μπορούσαν να επωφεληθούν και οι αγρότες. Επιπλέον, οι παραγωγοί θα έχουν περισσότερες επιλογές διαθέσιμων προϊόντων. Σύμφωνα με τις αγροτικές οργανώσεις, τα λιπάσματα αντιστοιχούν στο 45% του κόστους των αγροτικών εισροών.