Ευρωπαϊκή Έρευνα: Στα χέρια λίγων περνάει η ευρωπαϊκή παραγωγή, μείωση 62% των εκμεταλλεύσεων έως το 2040

Η Ήπειρος και η Θεσσαλία είναι οι ελληνικές περιφέρειες που κινδυνεύουν περισσότερο

Κατακόρυφη μείωση των γεωργικών εκμεταλλεύσεων στην ΕΕ έως το 2040 προβλέπει μελέτη που διεξήχθη για λογαριασμό της επιτροπής Γεωργίας του Ευρωκοινοβουλίου σχετικά με το μέλλον του ευρωπαϊκού μοντέλου γεωργίας.

Οι περίπου 10 εκατ. εκμεταλλεύσεις σήμερα αναμένεται έως το 2040 να φτάσουν σε μόλις 3,9 εκατ., μία μείωση που θα φθάσει στο 62% σε σχέση με τα επίσημα δεδομένα του έτους 2016. Αυτό σημαίνει ότι η ΕΕ μπορεί τα επόμενα χρόνια να χάνει περισσότερες από 267.000 εκμεταλλεύσεις ετησίως, δηλαδή περισσότερες από 22.000 εκμεταλλεύσεις τον μήνα, περισσότερες από 700 την ημέρα. Οι ερευνητές κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, καθώς χάνεται σιγά σιγά η πολυλειτουργική μορφή που χαρακτηρίζει και ξεχωρίζει την ευρωπαϊκή γεωργία.

«Σχεδόν όλες οι περιφέρειες της ΕΕ υφίστανται μακροπρόθεσμες διαρθρωτικές αλλαγές στη γεωργία: σταθερή αύξηση του μέσου μεγέθους των εκμεταλλεύσεων και συγκέντρωση της παραγωγής σε ολοένα και μεγαλύτερες εκμεταλλεύσεις», αποφαίνεται η μελέτη.

Στις περισσότερες περιφέρειες καταγράφεται μια σταθερή μείωση του αριθμού των εκμεταλλεύσεων και του γεωργικού εργατικού δυναμικού.

Επιπλέον, καταγράφεται αύξηση του μέσου μεγέθους των εκμεταλλεύσεων (στις περισσότερες περιφέρειες, αλλά με διαφορετικό ρυθμό) και της συγκέντρωσης της γεωργικής παραγωγής σε «μεγάλες» γεωργικές μονάδες (μεγαλύτερες από 50 εκτάρια). Οι παραπάνω αλλαγές επηρεάζουν και τα φυσικά χαρακτηριστικά των τοπίων, εξέλιξη η οποία εκτιμάται σε μεγάλο βαθμό ως μη αναστρέψιμη, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα.

Η τάση αυτή ξεκινά ήδη από το 2003. Ο συνολικός αριθμός των εκμεταλλεύσεων στην ΕΕ-27 μειώθηκε περίπου από 15 σε 10 εκατ., από το έτος 2003 έως το έτος 2016. Πρόκειται για μία μείωση του 32%.

Αυτή η μείωση ήταν εντονότερη στις μικρές εκμεταλλεύσεις (κάτω από 5 εκτάρια), κατά 38%. Η μείωση στις μεσαίες εκμεταλλεύσεις (5-19 εκτάρια, 20-49 εκτάρια) ήταν μέτρια (17% και 12%, αντίστοιχα). Αντίθετα, ο αριθμός των μεγάλων εκμεταλλεύσεων (μεγαλύτερες από 50 εκτάρια) αυξήθηκε κατά 7% στην ΕΕ-27.

Οι μικρές εκμεταλλεύσεις (κάτω από 5 εκτάρια) αντιπροσώπευαν περίπου το 72% όλων των εκμεταλλεύσεων το 2003. Μέχρι το 2016, αυτό είχε μειωθεί στο 67%.

Οι κίνδυνοι για τις περιφέρειες

Ειδικότερα, προβλέπεται ότι οι περισσότερες περιφέρειες (NUTS-2) διατρέχουν μέτριο κίνδυνο μείωσης του πρωτογενούς τομέα έως το 2040, δηλαδή μείωση των εκμεταλλεύσεων από 40% έως 60%. Ωστόσο, περίπου το 16% των περιοχών NUTS-2 έχει υψηλό έως και πολύ υψηλό δυνητικό κίνδυνο (έως 80%) μείωσης των γεωργικών τους εκμεταλλεύσεων. Τέτοιες περιφέρειες εντοπίζονται σε Βουλγαρία, Ουγγαρία, Πολωνία, Ιταλία, Σλοβακία, Τσεχία και κράτη της Βαλτικής.

Όσο για την Ελλάδα στο σύνολό της, ο κίνδυνος χαρακτηρίζεται «χαμηλός», δηλαδή ο κίνδυνος μείωσης των εκμεταλλεύσεων κυμαίνεται από 20% έως 40%. Εξαιρούνται οι περιφέρειες της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, που διατρέχουν μέτριο κίνδυνο μείωσης των εκμεταλλεύσεων, δηλαδή από 40% έως 60%.

Σύμφωνα με τη μελέτη, την οποία υπογράφουν το Ινστιτούτο Περιφερειακών Μελετών της Αυστρίας, το Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Αγροτικής Οικονομίας, Αγροτικής και Ορεινής Έρευνας (BAB) της Αυστρίας και το Πανεπιστήμιο της Λιουμπλιάνα, το πιο ορατό αποτέλεσμα των διαρθρωτικών αλλαγών στην ευρωπαϊκή γεωργία περιλαμβάνει την αλλαγή χρήσης γης, την εγκατάλειψη της γης, τις φυσικές αλλαγές των αγροτεμαχίων, αλλαγές στους τύπους παραγωγής και διαχείρισης, την τεχνολογική εξάρτηση κ.ά.

Οι παράγοντες που προκαλούν διαρθρωτικές αλλαγές

Όπως εξηγούν οι ερευνητές, η ευρωπαϊκή γεωργία έχει υποστεί σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές τις τελευταίες δεκαετίες. Το πρώτο σύνολο παραγόντων που προκαλεί διαρθρωτικές αλλαγές στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις σχετίζεται με το γενικό κοινωνικο-οικονομικό πλαίσιο, στο οποίο οι μελετητές έχουν προσθέσει και άλλους εξωτερικούς παράγοντες, όπως η κλιματική αλλαγή, ο ανταγωνισμός για τη χρήση πόρων και η αλλαγή των προτιμήσεων των καταναλωτών.

Το δεύτερο σύνολο παραγόντων επικεντρώνεται σε κλάδους που ωθούν τις εκμεταλλεύσεις να προσαρμόσουν τις πρακτικές τους π.χ. τεχνολογικές εξελίξεις, ψηφιοποίηση, τιμές εισροών και εκροών, κίνδυνοι αγοράς και παραγωγής, απώλεια βιοποικιλότητας, εμπόδια στη γεωργική παραγωγικότητα και καινοτομία, πρόσβαση σε πόρους (ιδίως γεωργική γη) και ρύθμιση της αγοράς γης κ.ά. Το τρίτο σύνολο παραγόντων σχετίζεται με τις δημόσιες παρεμβάσεις και δη τα μέτρα πολιτικής, όπως είναι η ΚΑΠ.

Η επίδραση της ΚΑΠ

Παρά τα πολιτικά μέτρα που έχουν ληφθεί για την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών αλλαγών, η ΚΑΠ έχει περιορισμένη και έμμεση επίδραση στις γεωργικές δομές. Όπως σημειώνεται, η κατανομή των πόρων και των μέτρων της ΚΑΠ «επικεντρώνεται σε οικονομικές πτυχές και, κατά συνέπεια, ευνοεί τις μεγάλες, εντατικές εκμεταλλεύσεις».

Μάλιστα, επισημαίνεται ότι τα υφιστάμενα διαρθρωτικά μέτρα (όπως μέτρα για μειονεκτικές περιοχές και περιοχές με φυσικούς περιορισμούς, ενίσχυση μικρών εκμεταλλεύσεων και μέτρα για νέους αγρότες), «δεν αντισταθμίζουν το αποτέλεσμα λόγω της κακής στόχευσης ή των ανεπαρκών κονδυλίων». Αυτό σημαίνει, όπως υπογραμμίζουν οι μελετητές, ότι «άμεσοι στόχοι και στοχευμένη χρηματοδότηση θα μπορούσαν να επιτύχουν διαρθρωτικούς στόχους».

Συστάσεις

Σύμφωνα με τους μελετητές, για την αντιμετώπιση αυτών των αλλαγών και την προώθηση της βιωσιμότητας και της ανθεκτικότητας, το μελλοντικό ευρωπαϊκό γεωργικό μοντέλο πρέπει να προσαρμοστεί και να συμπεριλάβει διαφορετικά προφίλ αναδυόμενων αγροτών. «Αυτό πρέπει να επικυρωθεί από μια πολιτική, με σαφείς στόχους και στοχευμένα μέτρα».

Για να αυξηθεί η ανθεκτικότητα των εκμεταλλεύσεων, τα μέτρα πρέπει να υποστηρίζουν την προστιθέμενη αξία των προϊόντων, την εκπαίδευση και τις συμβουλευτικές υπηρεσίες, την άρση των εμποδίων για την είσοδο των νέων στον πρωτογενή τομέα, τη διαχείριση κινδύνων και τη συλλογική δράση σε μεγαλύτερο βαθμό, απαιτώντας μια γενική αναθεώρηση της γεωργικής πολιτικής και μεγαλύτερη στροφή προς μέτρα αγροτικής ανάπτυξης.