Ευρωπαϊκή Μελέτη: Γαύρος και σαρδέλα αντιστάθμισαν τη μείωση της αλιευτικής δραστηριότητας στην Ελλάδα την περίοδο των λοκντάουν

Αλιεύματα υψηλής εμπορικής αξίας, αλιείς και επιχειρήσεις που επικεντρώνονται κυρίως στην τροφοδοσία ξενοδοχείων και της εστίασης, είναι οι τομείς που επλήγησαν περισσότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατά τη διάρκεια των λοκντάουν, αποκαλύπτει σχετική μελέτη που παρουσίασε η επιτροπή αλιείας του Ευρωκοινοβουλίου. Στην Ελλάδα, αναφέρει η μελέτη, κατά το πρώτο διάστημα δεν καταγράφονται σημαντικές επιδράσεις στην πώληση των αλιευμάτων, ενώ ο τομέας της υδατοκαλλιέργειας ανακάμπτει μετά από το πρώτο κακό τρίμηνο. Αρνητικά κινήθηκαν τα θαλασσινά το 2020, εξαιτίας της μείωσης της τουριστικής κίνησης στη χώρα.

Ειδικότερα, και σύμφωνα με τη μελέτη «Επιπτώσεις της πανδημίας Covid-19 στους τομείς της αλιείας και υδατοκαλλιέργειας της ΕΕ», τα μεγαλύτερα προβλήματα καταγράφονται αμέσως μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, ενώ κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2020 παρατηρείται μια σημαντική ανάκαμψη.

Ωστόσο, οι χαμηλότερες τιμές και το υψηλότερο κόστος των συναλλαγών οδήγησαν σε μείωση της κερδοφορίας σε ολόκληρη την αλυσίδα αξίας, με εξαίρεση το λιανικό εμπόριο.

Με βάση τα στοιχεία, υπολογίζεται ότι, το 2020, τα κράτη-μέλη δαπάνησαν περισσότερα από 78 εκατ. ευρώ για τη στήριξη 5.811 επιχειρήσεων που επλήγησαν από τον κορωνοϊό.

Αλιευτικά σκάφη

Τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2020 μειώθηκε σημαντικά η πυκνότητα των αλιευτικών σκαφών, για να ανακάμψει σταδιακά τον Μάιο και τον Ιούνιο και να αυξηθεί από τον Ιούλιο έως σήμερα, οπότε και δεν παρατηρούνται διαφορές σε σύγκριση με το 2019. Στην Ελλάδα, η αλιευτική πυκνότητα μειώθηκε κατά 12,13%, στην Ιταλία κατά 12,20%, ενώ στην Πολωνία κατά 32,33%.

Ο Απρίλιος σημείωσε και τη μεγαλύτερη πτώση στις πωλήσεις, με μείωση κατά 25% σε όγκο και 35% σε αξία σε σχέση με τον Απρίλιο του 2019. Τα κράτη μέλη που κατέγραψαν τις υψηλότερες μειώσεις αξίας ήταν η Βουλγαρία, η Δανία και η Γαλλία.

Ελλάδα

Σε σύγκριση με τον μέσο όρο της περιόδου 2018-2019, οι πρώτες πωλήσεις του Μαρτίου και του Απριλίου έτους 2020 μειώθηκαν, αντίστοιχα, κατά 10% και 18% σε αξία και κατά 4% και 23% σε όγκο. Ωστόσο, ο τομέας ανέβηκε σταδιακά από τον Μάιο έως τον Οκτώβριο, με τον όγκο και την αξία να είναι υψηλότερες από τον μέσο όρο των προηγούμενων τριών ετών.

Να σημειωθεί ότι τα μικρά πελαγίσια ψάρια, όπως σαρδέλα, γαύρος και σκουμπρί, ήταν οι κύριοι μοχλοί της θετικής τάσης των πρώτων πωλήσεων που παρατηρήθηκε από την άνοιξη έως το φθινόπωρο του 2020. Αυτή η τάση συνεχίστηκε το μεγαλύτερο μέρος του έτους, με εξαίρεση τον Απρίλιο, όταν οι πωλήσεις τόσο του γαύρου όσο και της σαρδέλας μειώθηκαν.

Από την άλλη, είδη υψηλής αξίας, όπως οι γαρίδες, ο τόνος και ο κέφαλος κατέγραψαν πτώση της αξίας τους. Και ο τομέας χονδρικής επηρεάστηκε σε σχέση με την περίοδο 2018-2019. Αυτή η διαταραχή κατεγράφη κυρίως για τον γαύρο, με τις πωλήσεις χονδρικής να μειώνονται κατά 35%.

Όσον αφορά τις εισαγωγές, τόσο στα κατεψυγμένα όσο και σε παρασκευασμένα/συντηρημένα προϊόντα, μειώθηκαν σε όγκο κατά 28% και κατά 24 % αντίστοιχα, σε σύγκριση με τον μέσο όρο της προηγούμενης τριετίας. Με όρους αξίας, η πτώση ήταν ακόμη μεγαλύτερη, πάνω από 50% και για τις δύο κατηγορίες προϊόντων. Ωστόσο, σε επίπεδο ειδών, η μείωση σημειώθηκε μόνο για προϊόντα όπως τα καλαμάρια, τα οποία κατατάσσονται στην τρίτη θέση σε αξία στις συνολικές εισαγωγές.

Εξαγωγές

Οι εξαγωγές το 2020 αυξήθηκαν κατά 4% σε όγκο και κατά 6% σε αξία σε σύγκριση με τον μέσο όρο των προηγούμενων τριών ετών. Η θετική τάση σημειώθηκε κατά το δεύτερο εξάμηνο, με μία αύξηση 16% σε σχέση με το ίδιο εξάμηνο την περίοδο 2018-2019. Οι κύριες αγορές για τα ελληνικά προϊόντα ακολούθησαν διαφορετικές τάσεις, με τις εξαγωγές προς την Ιταλία να μειώνονται κατά 13% σε όγκο σε σύγκριση με τον μέσο όρο της περιόδου 2017-2019 και τις εξαγωγές προς την Ισπανία να αυξάνονται σημαντικά, κατά 74%.

Σε επίπεδο ειδών, η αύξηση που καταγράφηκε το 2020 οφείλεται στο λαβράκι και στην τσιπούρα. Γενικά, το βάρος των προϊόντων υδατοκαλλιέργειας στις ελληνικές εξαγωγές είναι συνήθως πολύ υψηλό και αποφέρει περίπου 700 εκατ. ευρώ ετησίως.

Οι εξαγωγές αυτών των ειδών αυξήθηκαν κυρίως το δεύτερο εξάμηνο του έτους, με τον όγκο να αυξάνεται κατά 21% από τον Ιούλιο έως τον Δεκέμβριο του 2020 σε σύγκριση με την ίδια περίοδο το 2017-2019, λόγω της ανοδικής τάσης των εξαγωγών προς την Ισπανία. Να σημειωθεί ότι το 2020, αυτό συνοδεύτηκε με αύξηση κατά 25% του όγκου εισαγωγών ιχθυαλεύρων πάνω από τον μέσο όρο της περιόδου 2017-2019.

Η ελληνική οικιακή κατανάλωση ψαριού επηρεάστηκε επίσης από την πανδημία. Οι ποιοτικές πληροφορίες από την έρευνα δείχνουν ότι τα λοκντάουν περιόρισαν την πρόσβαση των καταναλωτών σε σημεία πώλησης αλιευμάτων μικρής κλίμακας. Επιπλέον, οι διαδικτυακές αγορές θαλασσινών ήταν πολύ χαμηλές σε σύγκριση με τις παραδοσιακές.