Φρούτα και λαχανικά: Μια πολύτιμη ασπίδα προστασίας της υγείας που χρειάζεται στήριξη

γράφει ο Γιάννης Τσιφόρος, επιστημονικός συνεργάτης της GAIA ΕΠΙΧΕΙΡΕΙΝ

Η παραγωγή φρούτων και λαχανικών συνιστά γεωργική δραστηριότητα ιδιαίτερης σημασίας στην Ελλάδα, γιατί αν και καταλαμβάνουν μικρό μέρος των καλλιεργούμενων εκτάσεων (8%), απασχολούν μεγάλο μέρος του παραγωγικού δυναμικού, παράγουν σημαντικό όγκο προϊόντων (6 εκατ. τόνοι το 2018), καλύπτουν το 40% της συνολικής αξίας της γεωργικής παραγωγής (4,2 δισ. ευρώ) και αποτελούν την αιχμή του δόρατος στις εξαγωγές γεωργικών προϊόντων της χώρας (1,1 δισ. ευρώ).

Στα νωπά φρούτα, με όγκο παραγωγής 3,36 εκατ. τόνων, η Ελλάδα, μετά την Ισπανία, την Ιταλία και την Πολωνία, καταλαμβάνει την 4η θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με κυριότερα προϊόντα, από άποψη όγκου, τα πορτοκάλια (913.000 τόνοι), τα ροδάκινα, τα επιτραπέζια σταφύλια, τα μήλα και τα ακτινίδια, αλλά και σειρά άλλων προϊόντων μικρότερου όγκου, όπως τα ρόδια (48.000 τόνοι), τα δαμάσκηνα (29.000 τόνοι), τα σύκα (16.000 τόνοι) κ.ά. Μικρότερος είναι ο όγκος παραγωγής νωπών λαχανικών της χώρας (2,7 εκατ. τόνοι) που κατατάσσει την Ελλάδα στην 7η θέση μεταξύ των χωρών της ΕΕ.

Ωστόσο, η εγχώρια παραγωγή περιλαμβάνει ευρύτατη ποικιλία προϊόντων, μεταξύ των οποίων τα καρπούζια (630.000 τόνοι), οι ντομάτες και οι πιπεριές καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος, περιλαμβάνοντας πλήθος άλλων προϊόντων μικρού όγκου, όπως τα καρότα (30.000 τόνοι), τα πράσα (22.000 τόνοι), τα παντζάρια (21.000 τόνοι), οι αγκινάρες (18.000 τόνοι) κ.ά. (Γράφημα 1).

Πέραν όμως της σημαντικής συμβολής των φρούτων και λαχανικών στη γεωργική οικονομία της χώρας, πολυάριθμες διατροφικές έρευνες και επιδημιολογικές μελέτες έχουν τεκμηριώσει την ευεργετική επίδρασή τους στην υγεία, ως προϊόντων υψηλής διατροφικής αξίας, πλούσιων σε φυτικές ίνες και ανόργανα στοιχεία, αλλά και τη σπουδαία πηγή βιταμινών και φυτοχημικών ουσιών με αντιοξειδωτική δράση που αποτελούν.

Στην Ελλάδα ωστόσο, η κατανάλωση φρούτων και λαχανικών περιορίζεται στη διάρκεια των τελευταίων ετών, εξέλιξη που θέτει έναν γενικότερο προβληματισμό για την προστασία της δημόσιας υγείας σε σχέση με τις διατροφικές μας συνήθειες.

Σημαντικές εξάλλου θεωρούνται οι επισημάνσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), που τονίζει ότι η κατανάλωση φρούτων και λαχανικών συμβάλλει στην πρόληψη σοβαρών χρόνιων παθήσεων, ενώ αντίθετα η ανεπαρκής πρόσληψή τους εκτιμάται ότι προκαλεί, σε παγκόσμιο επίπεδο, περίπου το 14% των θανάτων από καρκίνο του γαστρεντερικού, περίπου το 11% των θανάτων από ισχαιμική καρδιακή νόσο και περίπου το 9% των θανάτων από αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο1.

Για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων αυτών ο ΠΟΥ και ο FAO υιοθέτησαν από το 2003 μια κοινή πρωτοβουλία για την προώθηση της κατανάλωσης φρούτων και λαχανικών, συνιστώντας την πρόσληψη τουλάχιστον 400 γραμμαρίων ανά κάτοικο ημερησίως.

Εντούτοις, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά τη θετική συμβολή των συχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων προώθησης των φρούτων και λαχανικών στην αγορά, η κατανάλωσή τους εξακολουθεί να βρίσκεται σε απόκλιση από το αναφερόμενο όριο. Σύμφωνα με τον ευρωπαϊκό φορέα παραγωγών του τομέα (European Fresh Produce Association-Freshfel) η μέση ημερήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση φρούτων και λαχανικών στην ΕΕ εκτιμάται το 2017 σε 348 γραμμάρια (192 γραμ. στα φρούτα και 156 γραμ. στα λαχανικά), σημειώνοντας μικρή μείωση ως προς το προηγούμενο έτος (-1,1%), αλλά αύξηση σε σχέση με το μέσο όρο της πενταετίας 2012-2016 (+2,4%)2.

Στην Ελλάδα, ωστόσο, η ημερήσια πρόσληψη φρούτων, ως ποσοστό του πληθυσμού, παραμένει περιορισμένη (51%), παρουσιάζοντας σημαντική απόκλιση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (64%), που την κατατάσσει στη 18η θέση μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Αντίθετα, σε ορισμένες χώρες της Νότιας Ευρώπης, όπως η Ιταλία, η Πορτογαλία και η Ισπανία, το ποσοστό ημερήσιας πρόσληψης φρούτων βρίσκεται σε πολύ υψηλότερο επίπεδο, κυμαινόμενο από 85% έως 77% αντίστοιχα (Γράφημα 2).

Στην ημερήσια πρόσληψη λαχανικών το ποσοστό της χώρας είναι κάπως καλύτερο (60%), αλλά η Ελλάδα παραμένει στην 14η θέση, ευρισκόμενη σε σημαντική απόσταση από ορισμένες χώρες, όπως το Βέλγιο και η Ιρλανδία (84%), η Ιταλία (80%) και η Πορτογαλία (78%).

Μειώνεται η κατανάλωση των νοικοκυριών στα περισσότερα είδη

Σύμφωνα με την τελευταία διαθέσιμη έρευνα οικογενειακού προϋπολογισμού της ελληνικής στατιστικής αρχής, το 2018 το μεγαλύτερο μερίδιο της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών στα είδη διατροφής εξακολουθεί να αφορά το κρέας και τα γαλακτοκομικά προϊόντα (38,7% αθροιστικά), με δεύτερη στη σειρά τη δαπάνη σε φρούτα και λαχανικά (20,9%).

Σε απόλυτο μέγεθος, στο διάστημα της πενταετίας 2014-2018 η μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών παρουσιάζει αρνητικό μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής στο κρέας και τα γαλακτοκομικά (-1,3%) και οριακή αύξηση στα φρούτα και λαχανικά (+0,4%). Η διαφοροποίηση αυτή θεωρείται θετική υπέρ των φρούτων και λαχανικών, που όπως είναι γνωστό αποτελούν τη βάση της πυραμίδας της ευεγερτικής για την υγεία μεσογειακής διατροφής. Σε επίπεδο ποσότητας όμως διαπιστώνεται μείωση της κατανάλωσης των νοικοκυριών.

Στα νωπά φρούτα, η εγχώρια μέση μηνιαία κατανάλωση εκτιμάται το 2018 σε 16,4 κιλά ανά νοικοκυριό, παρουσιάζοντας μείωση σε σχέση με το 2014 (-5,4%) που ήταν αισθητή στα περισσότερα προϊόντα, ιδιαίτερα στα πορτοκάλια και τα μήλα, που καλύπτουν μεγάλο όγκο της συνολικής κατανάλωσης (41% αθροιστικά). Εξαίρεση αποτέλεσε η σημαντική άνοδος σε ορισμένα τροπικά φρούτα (μπανάνες, αβοκάντο, μάνγκο), στα δαμάσκηνα, στα λοιπά εσπεριδοειδή (φράπες, γκρέιπ φρουτ, νεράντζια κ.ά.) και σε μικρότερο βαθμό στα πεπόνια και τις φράουλες (Πίνακας 1).

Μεγαλύτερη παραμένει η μέση μηνιαία κατανάλωση νωπών λαχανικών της χώρας (12,2 κιλά/νοικοκυριό), που παρουσίασε μείωση σε σχέση με το 2014 (-4,4%). Σε ορισμένα προϊόντα η άνοδος ήταν αισθητή (μανιτάρια, καρότα, μαρούλια, κολοκυθάκια, μελιτζάνες, κουνουπίδι κ.ά.), αλλά προβληματίζει η μεγάλη μείωση σε άλλα (κουκιά, αρακάς, χόρτα, λάχανα, αγκινάρες κ.ά.). Αρνητική εξάλλου εξέλιξη καταγράφει η κατανάλωση στις ντομάτες, που αποτελούν το σημαντικότερο, από άποψη όγκου, προϊόν (30%) (Πίνακας 2).

Να σημειωθεί πάντως ότι η κατανάλωση φρούτων λαχανικών και η ευεργετική τους επίδραση στην υγεία δεν εξαντλείται με τα νωπά προϊόντα, μια και η εγχώρια προσφορά περιλαμβάνει σειρά αποξηραμένων και διατηρημένων προϊόντων που δεν υστερούν σε διατροφική αξία.

Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η κορινθιακή σταφίδα, η οποία παρουσιάζει μεγάλη συγκέντρωση αντιοξειδωτικών, ανθοκυανινών, βιταμινών και ιχνοστοιχείων, αλλά και σημαντικό ποσοστό φρουκτο-ολιγοσακχαριτών και φυτικών ινών που συμβάλλουν στην καλή υγεία του πεπτικού, ενώ μελέτη της Ιατρικής Σχολής Αθηνών σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 απέδειξε ότι η κατανάλωση 36 γραμμαρίων κορινθιακής σταφίδας την ημέρα δεν αυξάνει τη γλυκόζη του αίματος, αυξάνει σημαντικά το αντιοξειδωτικό περιεχόμενο του αίματος, μειώνει την αρτηριακή πίεση και βελτιώνει την κλινική εικόνα του ήπατος σε ασθενείς με μη-αλκοολική λιπώδη διήθηση του ήπατος3.

Στο διάστημα ωστόσο της πανδημίας του κορωνοϊού οι καταναλωτές φαίνεται να στρέφονται περισσότερο σε τρόφιμα μακράς διάρκειας και όπως επισημαίνεται σε πρόσφατη μέτρηση του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών-ΙΕΛΚΑ στα σούπερ μάρκετ4, μόλις το 23% των καταναλωτών δηλώνει ότι τρέφεται πιο υγιεινά, ποσοστό αισθητά μειωμένο σε σύγκριση με το αντίστοιχο της προ της κρίσης του κορωνοϊού μέτρησης (38%).

Το ελάχιστο συνεπώς που απαιτείται στη διάρκεια της κρίσης αυτής και όχι μόνον, είναι η δημόσια χρηματοδότηση καμπάνιας για την ενημέρωση του καταναλωτικού κοινού ως προς τη σημασία της διατροφικής αξίας των φρούτων και λαχανικών και τον θετικό αντίκτυπό τους στη δημόσια υγεία, την πρωτοβουλία της οποίας επιβάλλεται να αναλάβει ο ΕΦΕΤ σε συνεργασία με τους παραγωγικούς και επιχειρηματικούς φορείς του τομέα.