Φθηνές και εύκολες καλλιέργειες ως απάντηση στη σόγια ως ζωοτροφή

Και με επιδότηση από την ΚΑΠ

Φθηνές και εύκολες καλλιέργειες ως απάντηση στη σόγια ως ζωοτροφή

Μεγάλο κέρδος μπορούν να έχουν οι αγρότες από την καλλιέργεια χειμερινών κτηνοτροφικών ψυχανθών (που επιδοτούνται από τη νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική), τα οποία θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν τη σόγια στη διατροφή των ζώων.

Πρόκειται για καλλιέργειες φθηνές, από την πλευρά των αγροτικών εισροών, και εύκολες, εφόσον δεν χρειάζονται ιδιαίτερη καλλιεργητική φροντίδα. «Οι αγρότες γλυτώνουν χρήματα από τα λιπάσματα, γιατί τα κτηνοτροφικά φυτά είναι αζωτοδεσμευτικά και, άρα, δεν χρειάζονται λίπανση. Επίσης, δεν αρρωσταίνουν εύκολα, οπότε δεν υπάρχει ανάγκη χρήσης φυτοφαρμάκων. Πρόκειται για εύκολες και χαμηλού κόστους καλλιέργειες», λέει στην «ΥΧ» η Έλενα Δανάλη, υπεύθυνη της εκστρατείας της Greenpeace για την καλλιέργεια χειμερινών κτηνοτροφικών φυτών, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για αμειψισπορά στο πλαίσιο της νέας ΚΑΠ.

Φθηνές και εύκολες καλλιέργειες ως απάντηση στη σόγια ως ζωοτροφή

Μέσω του ριζικού τους συστήματος, εμπλουτίζουν το έδαφος με άζωτο, δηλαδή λειτουργούν ως φυσικό λίπασμα τόσο για την ίδια την καλλιέργειά τους όσο και για τις μετέπειτα σπορές ή φυτεύσεις. Το κτηνοτροφικό κουκί, το λούπινο, το ρεβίθι, το μπιζέλι μπορούν να συγκαλλιεργηθούν μαζί με άλλα χειμερινά σιτηρά (π.χ. κτηνοτροφική βρόμη, κτηνοτροφικό κριθάρι και κτηνοτροφικό σιτάρι) αναφέρει η Greenpeace, εφόσον η παραγωγή προορίζεται για σανό, αυξάνοντας τις τελικές αποδόσεις σε παραγωγή και έσοδα.

Εκτός, όμως, από τις περιβαλλοντικές αρετές τους, τα χειμερινά κτηνοτροφικά φυτά μπορούν να βοηθήσουν την τοπική και, κατά συνέπεια, την ελληνική οικονομία γενικότερα.

Φθηνές και εύκολες καλλιέργειες  ως απάντηση στη σόγια ως ζωοτροφή

Μπορούν να αντικαταστήσουν τη σόγια στη διατροφή των ζώων, εφόσον τους παρέχουν στα ζώα πρωτεΐνη υψηλής βιολογικής αξίας. Η σόγια είναι εισαγόμενη, οπότε, όταν προστίθεται στο σιτηρέσιο των ζώων, απλώς «φεύγουν» χρήματα από τη χώρα και σε μεγάλο ποσοστό προέρχεται από γενετικά τροποποιημένες καλλιέργειες. Το κόστος της πιστοποιημένης μη γενετικά τροποποιημένης σόγιας είναι εξαιρετικά υψηλό. Η ζήτηση για αυτά τα φυτά είναι διαρκώς αυξανόμενη, οπότε, όπως τονίζει η Greenpeace, οι παραγωγοί δεν θα έχουν πρόβλημα διάθεσης της σοδειάς τους.

Το πρόγραμμα ενημέρωσης για την καλλιέργεια κτηνοτροφικών φυτών χρηματοδοτείται από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.

Τα τέσσερα φυτά

  • Το κτηνοτροφικό κουκί ανήκει στα ψυχανθή και αποτελεί εύκολη καλλιέργεια χαμηλού κόστους, ενώ ο καρπός του είναι πλούσιος σε πρωτεΐνη υψηλής βιολογικής αξίας.
  • Οι παλαιότεροι αποκαλούσαν το λούπινο «το κρέας του φτωχού» λόγω της υψηλής περιεκτικότητας των καρπών του σε πρωτεΐνη και το έτρωγαν όπως τα όσπρια ή ωμό.
  • Το ρεβίθι, είναι μία εξαιρετική πρωτεϊνούχα συμπυκνωμένη τροφή, κατάλληλη για βοοειδή, αιγοπρόβατα, χοιρινά και πουλερικά. Έχει το καλό ότι συμβάλλει στη βελτίωση της γονιμότητας του εδάφους και αντέχει πολύ στην ξηρασία.
  • Είναι ιδανικό για δροσερές περιοχές, αφού είναι ευαίσθητο στις υψηλές θερμοκρασίες. Η υψηλή περιεκτικότητά του σε πρωτεΐνες (28%) κάνει το μπιζέλι μία πολύτιμη καλλιέργεια, ιδιαίτερα θρεπτική.

Μαρτυρίες από παραγωγούς

Διαφορά μέχρι και στη συμπεριφορά του ζώου

Φθηνές και εύκολες καλλιέργειες  ως απάντηση στη σόγια ως ζωοτροφήH Έλενα Δανάλη διηγείται πώς πέρασε κοντά στους αγρότες που εντάχθηκαν στα προγράμματα της οργάνωσης και καλλιέργησαν κτηνοτροφικά φυτά. Χαρακτηρίζει τους ανθρώπους της γης, που αναζητούν εναλλακτικές λύσεις και προσπαθούν να καλλιεργήσουν με σεβασμό στο περιβάλλον, «καθημερινούς ήρωες»:

Κάποιους από αυτούς είχα το προνόμιο να τους γνωρίσω από κοντά. Είναι αγρότες που έχουν γυρίσει θαρραλέα την πλάτη στις «φθηνές λύσεις» της βιομηχανικής γεωργίας και έχουν, ήδη, στραφεί στις μόνες πραγματικά συμφέρουσες (για όλους) επιλογές: βιώσιμες πρακτικές που παράγουν φαγητό χωρίς να εγκλωβίζουν τους παραγωγούς στον φαύλο κύκλο των χημικών και των φυτοφαρμάκων και χωρίς να καταστρέφουν τους πόρους και την υγεία ανθρώπων και περιβάλλοντος.

Τους τελευταίους δώδεκα μήνες, τριγύρισα σε διάφορες περιοχές της χώρας, παρέα με καλούς φίλους-συναδέλφους, για να γνωρίσουμε και να κουβεντιάσουμε με αγρότες και κτηνοτρόφους που δοκιμάζουν ελληνικά κτηνοτροφικά φυτά: το λούπινο, το κουκί, το ρεβίθι και το μπιζέλι. Ελληνικές καλλιέργειες, εύκολες και οικονομικές, ανθεκτικές και προσαρμοσμένες στο εδώ κλίμα και έδαφος. Και ο καρπός τους υψηλά πρωτεϊνούχος. Αυτά φύτευαν οι άνθρωποι, αυτή την πρωτεΐνη έτρωγαν τα πρόβατα, οι κατσίκες και οι αγελάδες στην Ελλάδα, προτού εισβάλλει η μεταλλαγμένη πρωτεϊνούχα σόγια της Monsanto από τις ΗΠΑ και τη Λατινική Αμερική.

Βρεθήκαμε στη Βοιωτία, στην Εύβοια, στη Θεσσαλονίκη, στις Σέρρες, στην Καρδίτσα, στη Χαλκιδική και στην Αρκαδία. Γνωρίσαμε παραγωγούς-ήρωες που έχουν βρει λύσεις εκεί όπου υπάρχουν προβλήματα, γιατί γνωρίζουν καλά ότι προβλήματα και λύσεις συχνά πάνε μαζί. Μας άνοιξαν την πόρτα τους, τους σφίξαμε το χέρι. Όλοι τους είχαν μία υπέροχη ιστορία να μας πουν. Ιστορία που, τελικά, με τη δική μας τροφή σχετίζεται και το δικό μας πιάτο, μας αφορά.

Βρήκαμε πρωτοπόρους παραγωγούς στην πονεμένη (περιβαλλοντικά) Βοιωτία. Ασχολούνται εδώ και χρόνια με το μαύρο κτηνοτροφικό κουκί. Μας έδειξαν τα κουκοχώραφά τους, μας ανέβασαν στο τρακτέρ τους, μας πήγαν στα μαντριά με τα πρόβατα που τρώνε το κουκί και δίνουν το γάλα τους να γίνει τυρί. Τους ρωτήσαμε αν υπάρχει διαφορά τώρα που ταΐζουν το δικό τους κουκί, αντί για τη βραζιλιάνικη σόγια. «Μέχρι και στη συμπεριφορά του ζώου βλέπω διαφορά», μας είπε με σιγουριά ο Γιάννης, τρίτης γενιάς κτηνοτρόφος με πρόβατα.