ΕΡΕΥΝΑ: 4 στους 10 κάτοικοι της ελληνικής υπαίθρου ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας

Τέσσερις στους δέκα από τους κατοίκους της ελληνικής υπαίθρου ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας, ξεπερνώντας το ποσοστό (35,7%) που ισχυει για τη χώρα συνολικά. Μόνο η Βουλγαρία και Ρουμανία παρουσιάζουν χειρότερη εικόνα

Έρευνα: Σε κατάσταση ακραίας φτώχιας 1,5 εκατ. Έλληνες

Η Ελλάδα κατέχει μία θλιβερή πρωτιά. Μαζί με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία αποτελούν τα τρία κράτη-μέλη της ΕΕ-27 όπου περισσότερο από το 1/3 του συνολικού τους πληθυσμού ζει στα όρια της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Η κατάσταση στην ύπαιθρο είναι ακόμη χειρότερη.

Ενώ το 35,7% του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδας ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας ή στα όρια αυτής (τα ποσοστά σε Βουλγαρία και Ρουμανία είναι 41,3% και 37,7% αντίστοιχα), οι φτωχοί και κοινωνικά αποκλεισμένοι στην ύπαιθρο υπολογίζονται περίπου στο 40% των κατοίκων της.

Οι φτωχοί μιας χώρας επωφελούνται σχετικά λιγότερο από τους υπόλοιπους πολίτες σε μία κοινωνία που αναπτύσσεται και ευημερεί, ενώ κινδυνεύουν να ενταχθούν σε μία μόνιμη κατάσταση ανέχειας και στερήσεων. Τα όρια της φτώχειας σχετίζονται με τρεις παραμέτρους. Κατ’ αρχάς με την εισοδηματική, όπως αυτή καθορίζεται σε κάθε χώρα. Πιο συγκεκριμένα, ως «κατώφλι φτώχειας» ορίζεται το 60% του μέσου εισοδήματος του κατοίκου μίας χώρας. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, το 2015, το ποσό αυτό ανήλθε στα 5.281 ευρώ, γεγονός που σημαίνει ότι όσοι βρίσκονται κάτω από αυτό θεωρούνται φτωχοί. Αντίθετα, σε κάποια άλλη χώρα, το επίπεδο αυτό ορίζεται διαφορετικά. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, το κατώφλι της φτώχειας για τις συνθήκες της χώρας αυτής ήταν το 2015 11.931 ευρώ.

Μία δεύτερη παράμετρος σχετίζεται με την αδυναμία απόκτησης συγκεκριμένων προϊόντων και υπηρεσιών που έχουν να κάνουν με ένα ελάχιστα αποδεκτό επίπεδο διαβίωσης, την πληρωμή λογαριασμών κοινής ωφέλειας και ενοικίου, ειδών διατροφής συγκεκριμένης ποσότητας και ποιότητας κ.λπ.

Τέλος, μία τρίτη παράμετρος είναι ο βαθμός απασχόλησης. Πιο συγκεκριμένα, όταν όσοι βρίσκονται σε ηλικία απασχόλησης εργάζονται μόνο έως το 20% του ετήσιου χρόνου εργασίας κινούνται στα όρια της φτώχειας.

Ελληνική ύπαιθρος

Με βάση τα παραπάνω, το σχετικά χαμηλό εισόδημα των αγροτών, που αποτελούν τον πυρήνα της υπαίθρου, ο υψηλός βαθμός υποαπασχόλησης, ειδικά όσων ασχολούνται με τη φυτική παραγωγή, και της μερικής απασχόλησης των εποχικών επαγγελμάτων, εξηγούν την κατάσταση που επικρατεί στην ελληνική ύπαιθρο.

Όπως απεικονίζεται στο σχετικό διάγραμμα, η περίοδος της κρίσης και των μνημονίων άλλαξε τα οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα διαβίωσης. Κατ’ αρχάς, σε ό,τι αφορά τα αστικά κέντρα, τα ποσοστά φτώχειας και αποκλεισμού κυμαίνονταν μέχρι το 2010 στο 23% περίπου, δηλαδή στον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Έκτοτε, και ενώ στην υπόλοιπη ΕΕ παρέμειναν σχεδόν σταθερά, στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες και έφτασαν στο 34%. Παρόμοια εικόνα παρατηρείται και στις ημιαστικές περιοχές, όπου τα ποσοστά αυξήθηκαν από το 22% στο 35% περίπου, ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη αυξήθηκαν κατά μόλις δύο μονάδες, από το 20% στο 22%.

ΕΡΕΥΝΑ: 4 στους 10 κάτοικοι της ελληνικής υπαίθρου ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας

Οι εξελίξεις στην ύπαιθρο ήταν εντελώς διαφορετικές. Κατ’ αρχάς, στην υπόλοιπη ΕΕ-27, τα ποσοστά φτώχειας μειώνονται κατά μισή μονάδα το έτος, καθ’ όλη τη διάρκεια της ευρύτερης οικονομικής κρίσης.

Στην Ελλάδα, μειώθηκαν με τους ίδιους ρυθμούς έως το 2012 και ενώ η κρίση στην υπόλοιπη οικονομία κυριαρχούσε. Πρόκειται για την περίοδο που ήταν διάχυτη η αντίληψη ότι η κρίση δεν θα πλήξει τον πρωτογενή τομέα. Στη συνέχεια, όμως, η φτώχεια και ο κίνδυνος αποκλεισμού επεκτάθηκαν και στην ύπαιθρο, αγγίζοντας το 40% περίπου.

Οι εξελίξεις αυτές έχουν διαμορφώσει μία νέα πραγματικότητα. Τα αστικά και ημιαστικά κέντρα συγκλίνουν με τα υψηλά επίπεδα φτώχειας της υπαίθρου. Αντίθετα, η Ελλάδα, στο σύνολό της, αποκλίνει από την υπόλοιπη ΕΕ-27, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Αντιμετώπιση

Το έτος 2000, η Σύνοδος της Λισαβόνας κάλεσε την ΕΕ και τα κράτη-μέλη να εφαρμόσουν εθνικά προγράμματα δράσης αντιμετώπισης της φτώχειας και του αποκλεισμού, ώστε σε διάστημα μίας δεκαετίας να περιοριζόταν δραστικά το φαινόμενο.

Το ελληνικό πρόγραμμα έθεσε ως πρώτο από τους τέσσερις στόχους του την άρση των οικονομικών διαφορών και των διαφορών του επιπέδου ποιότητας ζωής μεταξύ των αγροτικών και των αστικών περιοχών, μέσω της ολοκληρωμένης ανάπτυξης της υπαίθρου.

Μέτρα για την «προώθηση της κοινωνικής ένταξης, της μείωσης της φτώχειας και της οικονομικής ανάπτυξης», συνολικής δημόσιας δαπάνης 685 εκατομμυρίων ευρώ έχουν ενταχθεί στο τρέχον ΠΑΑ 2014-2020. Τα μέτρα αυτά αφορούν «τη διευκόλυνση της διαφοροποίησης, της δημιουργίας και της ανάπτυξης μικρών επιχειρήσεων» (Μ06), «την προώθηση της τοπικής ανάπτυξης στις αγροτικές περιοχές» (Μ04, Μ07, Μ19 Leader) και «την ενίσχυση της προσβασιμότητας, της χρήσης και της ποιότητας των τεχνολογιών των πληροφοριών και των επικοινωνιών στις αγροτικές περιοχές» (Μ01, Μ02, Μ07).

Ωστόσο, η μέχρι τώρα εμπειρία καταδεικνύει ότι είτε λόγω της αδυναμίας ολοκλήρωσης της πλειονότητας των έργων του προηγούμενου Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης, είτε λόγω των διαδικασιών προγραμματισμού στην Ελλάδα, η επίπτωση του ΠΑΑ στην άμβλυνση των ανισοτήτων και της φτώχειας είναι περιορισμένη.

Συνεπώς, όσο αυτά τα δεδομένα δεν αλλάζουν, το κυρίαρχο μέσο σύγκλισης είναι η ανάπτυξη μιας δίκαιης και βιώσιμης γεωργίας και κτηνοτροφίας, που θα είναι παραγωγική, θα παρακολουθεί τα όσα συμβαίνουν στις πιο αναπτυγμένες αγροτικά χώρες της Ευρώπης και θα ανταμείβει με δίκαιο τρόπο την προσπάθεια του αγρότη.

Αρνητικοί παράμετροι

Η ΕΕ θεωρεί ότι οι κυριότεροι παράγοντες που οξύνουν τη φτώχεια στην ύπαιθρο σχετίζονται, κατ’ αρχήν, με τα δημογραφικά δεδομένα. Οι περιοχές αυτές είναι συνήθως αραιοκατοικημένες, ενώ κυριαρχούν οι κάτοικοι μεγαλύτερης ηλικίας. Σε ό,τι αφορά τις νεότερες ηλικίες, υπάρχουν περιοχές όπου συνεχίζεται η έξοδος προς τις πόλεις, αλλά και το φαινόμενο της επιστροφής.

Μία δεύτερη αιτία φτώχειας είναι η σχετικά περιορισμένη πρόσβαση των νέων στην εκπαίδευση. Στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι σχολικές επιδόσεις των νέων της υπαίθρου υπολείπονται των επιδόσεων νέων των πόλεων, ενώ το ίδιο ισχύει και με τις εκπαιδευτικές παροχές, τα διδακτικά μέσα, τους εκπαιδευτικούς.

Μία τρίτη παράμετρος σχετίζεται με τις υποδομές και τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Αρκετές περιοχές της Ελλάδας, για παράδειγμα, θεωρούνται από τις πιο απομονωμένες της Ευρώπης, με ελλιπή πρόσβαση στις συγκοινωνίες, στα ευρυζωνικά δίκτυα, στην ψηφιακή εκπαίδευση, τις υπηρεσίες υγείας, δηλαδή παράγοντες που προσδιορίζουν τον κοινωνικό αποκλεισμό και τη φτώχεια.

Τέλος, μία τέταρτη παράμετρος, σχετίζεται με την αγορά εργασίας και τις περιορισμένες προοπτικές βιώσιμης απασχόλησης. Το μεγάλο ειδικό βάρος του πρωτογενούς τομέα σε πολλές περιοχές της υπαίθρου σημαίνει ότι σε περιόδους αγροτικής κρίσης και πτώσης των αγροτικών εισοδημάτων, η συνοχή της υπαίθρου απειλείται ή καταρρέει.