«Οι γαστρονομικές κοινότητες μπορούν να αναπτύξουν οικονομικά έναν τόπο»

Πολλοί ξενοδόχοι δεν έχουν αντιληφθεί ακόμα τη σημαντικότητα του πρωινού γεύματος

«Η ουσία της γαστρονομίας δεν έγκειται μόνο στη γευστική απόλαυση, αλλά σε ό,τι συμβαίνει σε έναν τόπο, προκειμένου να τραφεί. Ξεκινά από τις καλλιέργειες, την επωνυμία των παραγωγών, τη μεταποίηση και τυποποίηση του αγροτικού προϊόντος, τις αγορές που θα πωληθεί και επεκτείνεται σε όλη την αγροδιατροφική αλυσίδα». Με αυτά τα λόγια περιγράφει ο συγγραφέας, ξενοδόχος και εμπνευστής του ελληνικού πρωινού του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος, Γιώργος Πίττας, την παρεξηγημένη, όπως αναφέρει, έννοια της γαστρονομίας. Για τον ίδιο, είναι ένα παραγωγικό σύστημα, το σύνολο των ανθρώπινων διαδικασιών για την εξασφάλιση τροφής, που εμπεριέχει ταυτόχρονα και την πολιτισμική κουλτούρα ενός τόπου και λαού.

Με αφορμή και την παρουσίαση του βιβλίου του «Γαστρονομικές Κοινότητες-Γαστρονομικοί προορισμοί» στη Θεσσαλονίκη, ο κ. Πίττας, μιλώντας στην «ΥΧ», εκτιμά ότι η οικονομική ανάπτυξη ενός τόπου μπορεί να επιτευχθεί μέσα από τη δημιουργία γαστρονομικών κοινοτήτων με βάση τις αρχές της ποιότητας, εντοπιότητας, αυτοδέσμευσης και συνεργατικότητας όλων των επαγγελματιών της αγροδιατροφικής αλυσίδας που γνωρίζουν τα ζητήματα των κλάδων τους.

Η ανάδειξη και αξιοποίηση του γαστρονομικού πλούτου κάθε τόπου, για τη συγκρότηση γαστρονομικής ταυτότητας, μέσα από την οργάνωση και σύμπλευση των ανθρώπων που έχουν συμφέρον γι’ αυτό, θα είναι τελικά προς όφελος των τοπικών οικονομιών και κοινωνιών.

Σύμφωνα με τον κ. Πίττα, υπάρχουν διάφορες φάσεις για τη δημιουργία γαστρονομικών κοινοτήτων. Είναι ο εντοπισμός και η καταγραφή του γαστρονομικού ενδιαφέροντος, που μπορεί να είναι από ένα τοπίο με καλλιέργειες, εστιατόρια έως και υπαίθριες αγορές, η ψηφιακή ανάδειξή τους, η εκπαίδευση όπως και η δημιουργία ενός cluster επαγγελματιών που θα συζητούν, σχεδιάζουν δράσεις αλλά και θα επιλύουν προβλήματα. «Ένα μεγάλο κομμάτι του παραπάνω βίου είναι και η αλλαγή νοοτροπίας, όλα εκείνα που διαμορφώνουν τη στάση μας στη ζωή.

Πέρα από τον αξιακό και ηθικό χαρακτήρα και την αντίληψη που έχουμε πρέπει να κατανοήσουμε ότι δεν μπορούμε να παλεύουμε μόνοι μας και να πετύχουμε, όσο καλοί και εάν είμαστε. Πρέπει να συνεργαστούμε και να προχωρήσουμε» επισημαίνει.

Το ελληνικό πρωινό

Αναφερόμενος στην πορεία του προγράμματος ελληνικό πρωινό, του Ελληνικού Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος, σημειώνει ότι αφενός μεν νιώθει ικανοποίηση γιατί έγινε μια τομή και καθιερώθηκε ως όρος και έννοια, η οποία επεκτάθηκε πέρα από τα όρια του ξενοδοχειακού κλάδου, αφετέρου ότι πολλά πράγματα δε γίνονται όπως θα έπρεπε και ότι πολλοί ξενοδόχοι δεν έχουν αντιληφθεί τη σημαντικότητα του πρωϊνού γεύματος. Όπως τονίζει, μέσα από τις δυνατότητες που δίνει η τεχνολογία και το διαδίκτυο οι πελάτες έχουν τη δύναμη να σχολιάσουν είτε αρνητικά είτε θετικά. «Οι πελάτες θα σχολιάσουν εάν έφαγαν το ωραιότερο πρωινό γιατί δοκίμασαν τοπικά προϊόντα και όχι ότι έκαναν το ωραιότερο μπάνιο με την ακριβότερη βρύση» λέει χαρακτηριστικά.

Σχετικά με το επιχείρημα ότι τα ελληνικά προϊόντα κοστίζουν ακριβότερα από τα ξένα και ότι υπάρχουν πολλές αγκυλώσεις για την τοποθέτηση τοπικών ελληνικών προϊόντων στα ξενοδοχεία της χώρας, ο κ. Πίττας υπογραμμίζει: «Όταν πολλά ξενοδοχεία εξοπλίζουν και διακοσμούν τα δωμάτιά τους με ακριβά υλικά και έχουν υψηλές χρεώσεις για τη διαμονή των επισκεπτών τους, δεν μπορεί να φέρουν ως επιχείρημα ότι είναι μεγάλο το κόστος των ελληνικών προϊόντων. Το μισό ευρώ παραπάνω που μπορεί να κοστίζει το επώνυμο ελληνικό μέλι δεν είναι δικαιολογία για να σιτίσουν τους πελάτες με ξένα και ανώνυμα προϊόντα». Αυτή η νοοτροπία, κοσμοθεωρία, άποψη αλλά και «τεμπελιά» των ιθυνόντων, όπως λέει, έχει επιπτώσεις και στην ποιότητα του τουρισμού, προσελκύοντας τουρίστες χαμηλών εισοδημάτων. Διαπιστώνει, πάντως, ότι η κατάσταση στην παροχή υπηρεσιών αλλάζει χρόνο με το χρόνο και πως χρειάζεται υπομονή για τα θετικά αποτελέσματα.

Ο πλούτος της Μακεδονίας

Ως ένα γαστρονομικό μωσαϊκό χαρακτηρίζει ο κ. Πίττας την περιοχή της Μακεδονίας, στην οποία συνυπάρχουν η πολιτισμική και γαστρονομική παράδοση των ντόπιων κατοίκων, Ποντίων, Μικρασιατών, Καππαδοκών, Βλάχων, Σαρακατσαναίων κλπ. «Είναι κατεξοχήν βαριά η μακεδονική κουζίνα. Έχει αρκετά κυνήγια ενώ διαθέτει, από τη μια πλευρά, προϊόντα όπως ο παστουρμάς, το παστράμι, ο καβουρμάς από βουβάλι, τα λουκάνικα, και από την άλλη φασόλια, μανιτάρια, φρούτα, και από τα καλύτερα κρασιά της Ελλάδας. Η πρώτη ύλη είναι άφθονη αλλά πρέπει να οργανωθεί» καταλήγει.