Γιαούρτι: Αυξήθηκαν σε όγκο, μειώθηκαν σε αξία οι εξαγωγές

Σημαντικές εξελίξεις με το νέο έτος για το ελληνικό γιαούρτι

Σε ζήτημα επιβίωσης για την εγχώρια γαλακτοβιομηχανία, αλλά και την αγελαδοτροφία αναδεικνύεται η προστασία του brand name του ελληνικού γιαουρτιού, υπό το φως των εξαιρετικών εξαγωγικών επιδόσεων που επιδεικνύει το συγκεκριμένο προϊόν.

Την ώρα που η εσωτερική αγορά παραμένει σε πτωτική τροχιά –σύμφωνα με παράγοντες του κλάδου, το 2016 έκλεισε με διψήφιο ποσοστό μείωσης–, οι αυξανόμενες πωλήσεις στο εξωτερικό φέρνουν ζεστό χρήμα στα ταμεία των επιχειρήσεων (καθώς, σε αντίθεση με την Ελλάδα, οι ξένες αλυσίδες και τα εμπορικά δίκτυα πληρώνουν εντός 30 ημερών), ενώ παράλληλα συμβάλλουν στην απορρόφηση σχεδόν του 1/3 της εγχώριας παραγωγής αγελαδινού. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που μεταφέρουν στην «ΥΧ» στελέχη του ΣΕΒΓΑΠ, την περασμένη χρονιά η αξία των εξαγωγών ελληνικού γιαουρτιού άγγιξε τα 160 εκατ. ευρώ, αριθμός που πλέον δεν απέχει πολύ από τα 200 εκατ. ευρώ στα οποία υπολογίζεται το μέγεθος της εγχώριας αγοράς γιαουρτιού, η οποία, σημειωτέον, στο διάστημα της τελευταίας διετίας έχει απωλέσει σχεδόν το 20% της αξίας της (240 εκατ. ευρώ το 2014).

Βέβαια, όπως σημειώνουν στην «ΥΧ» οι ίδιες πηγές, οι δυνατότητες του κλάδου είναι υπερπολλαπλάσιες. Ο σύνδεσμος εκτιμά ότι ο ετήσιος τζίρος του παρανόμως επισημαινόμενου σήμερα στην ΕΕ «ελληνικού γιαουρτιού» ανέρχεται σε 20 δισ. ευρώ, ενώ, αν γίνει η αναγωγή σε παγκόσμιο επίπεδο, το ποσό αυτό φτάνει τα 50 δισ. ευρώ. Με αυτά τα δεδομένα, το ζήτημα της πλήρους κατοχύρωσης του προϊόντος, τουλάχιστον σε ευρωπαϊκό επίπεδο (εκκρεμμότητα η οποία, μετά την ανοχή που επέδειξε η Κομισιόν στις γνωστές ενέργειες της Τσεχίας, μεταφέρθηκε για το 2017), αποκτά επιτακτικό χαρακτήρα.

Ιταλία

Μέχρι πρόσφατα η Μεγάλη Βρετανία αποτελούσε την υπ’ αριθμόν 1 αγορά στην οποία προσέβλεπαν οι γαλακτοβιομηχανίες για να αυξήσουν τη διεθνή απήχηση του προϊόντος, όμως σήμερα τον ιδιότυπο ρόλο του «Ελντοράντο» έχει αναλάβει η Ιταλία. Εκεί όπου οι εξαγωγές γιαουρτιού διαμορφώθηκαν το 2015 στα 51,9 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση άνω του 40% σε σχέση με έναν χρόνο πριν.

Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλε τα μάλα η έντονη δραστηριοποίηση στη χώρα των ελληνικών εταιρειών. Η ΦΑΓΕ, η οποία πιστώνεται τη διεθνοποίηση του όρου «ελληνικό γιαούρτι» –χωρίς, ωστόσο, αυτό να της δίνει συγχωροχάρτι για το γεγονός ότι το τελευταίο διάστημα μειώνει διαρκώς τις ποσότητες ελληνικού γάλακτος που απορροφά– άνοιξε τον δρόμο, ακολουθούμενη από άλλους παίκτες του κλάδου. Όπως η ΔΕΛΤΑ που από το 2014, μέσω συμφωνίας που υπέγραψε με την Granarolo, κατάφερε να μπει στα ράφια ιταλικών αλυσίδων με αιχμή το επώνυμο στραγγιστό «Delta». Πιο ισχυρή παρουσία στη χώρα αποκτά και η Κρι-Κρι, η οποία, μετά την Atlante, έδωσε τον Δεκέμβριο του 2016 τα χέρια με άλλον έναν μεγάλο ιταλικό λιανεμπορικό όμιλο, το όνομα του οποίου θα γνωστοποιηθεί αμέσως μετά την έναρξη της σχετικής διαφημιστικής καμπάνιας. Εξάλλου, εντός του 2016, έκανε τα πρώτα του βήματα στην Ιταλία και το γιαούρτι της Δωδώνη.

Η ελληνική «πληγή»

Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, το γιαούρτι «ελληνικού τύπου» αποτελεί εδώ και χρόνια το ταχύτερα αναπτυσσόμενο προϊόν στην αμερικανική αγορά τροφίμων. Πλέον, οι πωλήσεις του αντιστοιχούν στο 36% της συνολικής αγοράς γιαουρτιού, όταν το ποσοστό αυτό δεν ξεπερνούσε το 1% το 2007. Οι περισσότερες γαλακτοβιομηχανίες που δραστηριοποιούνται στη χώρα (μεταξύ αυτών, η ΦΑΓΕ μέσω της θυγατρικής Fage USA) επιχειρούν να αξιοποιήσουν αυτήν τη δυναμική και όσες δεν το πράττουν το πληρώνουν στο… ταμείο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η General Mills, η οποία «είδε» τα έσοδα του β’ τριμήνου που ανακοινώθηκαν τον Δεκέμβριο να μειώνονται κατά 7% στα 4,1 δισ. δολάρια, κυρίως εξαιτίας της πτώσης 18% στις πωλήσεις γιαουρτιού της μάρκας Yoplait, με τη διοίκηση του ομίλου να παραδέχεται ότι με τους υπάρχοντες κωδικούς «υποεκπροσωπείται στην κατηγορία του γιαουρτιού ελληνικού τύπου».