Η κτηνοτροφία του αύριο: Οι «έξυπνες» ζωοτροφές

Ανατροπές συντελούνται στο κλάδο των ζωοτροφών, γεγονός που –σύμφωνα με τους ειδικούς– αναμένεται να ενταθεί τα επόμενα χρόνια. Ο λόγος δεν είναι άλλος από την ανάγκη να παρέχουμε στο προσεχές μέλλον τις κατάλληλες ζωοτροφές σε περισσότερα από 40 δισ. ζωικών μονάδων, προκειμένου να καλυφθεί η ολοένα αυξανόμενη κατανάλωση σε κρέας. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) και του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας (FAO), η κατανάλωση κρέατος ανά άτομο αναμένεται να αυξηθεί από 34 κιλά, που ήταν το 2015, σε 49 κιλά, έως το 2050. Ως αποτέλεσμα αυτών των εκτιμήσεων, αύξηση προβλέπεται ότι θα παρουσιάσει και η ζήτηση ζωοτροφών, προκειμένου να συμβαδίσει με την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, της πτηνοτροφίας και της ιχθυοκαλλιέργειας.

Το ζητούμενο εδώ είναι το εάν οι βιομηχανίες παραγωγής ζωοτροφών θα ανταποκριθούν στην πρόκληση αυτή, ενώ υπάρχουν και αυτοί που τονίζουν πως ο αυξημένος αριθμός καταναλωτών θα καλύψει τις διατροφικές του ανάγκες υποκαθιστώντας το κρέας με προϊόντα πρωτεΐνης φυτικής προέλευσης.

Η πιο εφικτή λύση, όμως, φαίνεται να είναι η ανάγκη για πιο «έξυπνες» ζωοτροφές (καθώς οι ζωοτροφές αποτελούν το 50% με 70% του συνολικού κόστους παραγωγής) με την εφαρμογή νέων τεχνολογιών και τον εμπλουτισμό τους με νέα συστατικά.

Η ιστορία και το μέλλον των ζωοτροφών

Από το 1858, που κυκλοφόρησε στο εμπόριο η πρώτη ζωοτροφή για βοοειδή, η τεχνολογία στην παραγωγή έχει εξελιχθεί, ενώ τα τελευταία 25 χρόνια η σύστασή τους αλλάζει συνεχώς, ώστε να επιτευχθεί μείωση του κόστους και των περιβαλλοντολογικών επιπτώσεων αλλά και αύξηση της παραγωγής.

Στα επτά δομικά στοιχεία (υδατάνθρακες, λίπη, ίνες, μέταλλα, πρωτεΐνες, βιταμίνες και νερό) που αποτελούν τη βασική τροφή των ζώων, σήμερα χρησιμοποιούνται τουλάχιστον άλλα 900 συστατικά φυτικής προέλευσης, στην παραγωγή μίας τεράστιας ποικιλίας νέων ειδών ζωοτροφής. Μιλώντας δε για παραγωγή, χαρακτηριστικό είναι πως στο κομμάτι των ζωοτροφών, για πρώτη φορά το 2016, αυτή υπερέβη το 1 δισ. τόνους παγκοσμίως.

Χαρακτηριστικό είναι, πως σχεδόν όλες οι παραδοσιακές πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή ζωοτροφών τα τελευταία 60 περίπου χρόνια (κριθάρι, καλαμπόκι, κεχρί, σίκαλη, σιτάρι, ιχθυάλευρο, σόγια κ.ά) παρουσίασαν αλματώδη αύξηση.

Στο καλαμπόκι, για παράδειγμα, που το 1961 150 εκατ. τόνοι επεξεργαζόντουσαν για την παραγωγή ζωοτροφών, το 2016 έφτασαν περίπου τους 650 εκατ. τόνους (γράφημα 1). Μεγάλη η αύξηση και για τη σόγια, που από τους 10 εκατ. τόνους που χρησιμοποιούνταν στις ζωοτροφές το 1964, το 2016 ξεπέρασαν τους 200 εκατ. τόνους.

Για να καλυφθεί η ολοένα αυξανόμενη ζήτηση σε πρώτες ύλες, έρχονται να προστεθούν νέες προσεγγίσεις στην παραγωγή ζωοτροφών, και νέες τεχνολογίες. Για παράδειγμα, η τεχνολογία της μικροενθυλάκωσης θα μπορούσε να αυξήσει την απορρόφηση θρεπτικών ουσιών και να βελτιώσει την παραγωγικότητα του ζώου, με την εισαγωγή του ενζύμου φυτάση στις ζωοτροφές. Έτσι, θα μειώνονται οι εκπομπές φωσφόρου στις κτηνοτροφικές μονάδες, ενώ πρωτίστως εξασφαλίζεται η καλή λειτουργία του πεπτικού συστήματος των ζώων και η καταστροφή των προβιοτικών στην εντερική οδό από τα στομαχικά οξέα.

Επίσης, στην Αμερική, χρησιμοποιούνται ήδη στην παραγωγή ζωοτροφών και υποπροϊόντα αιθανόλης, που είναι δημοφιλής πηγή πρωτεϊνών.

Τέλος, οι βιομηχανίες αλέσεως και παραγωγής ζωοτροφών προσπαθούν να εφαρμόσουν νέες τεχνολογίες, όπως η μέθοδος NIR (υπέρυθρη φασματοσκόπηση), που εξετάζει τις πρώτες ύλες για τον εντοπισμό βαρέων μετάλλων και νέας γενιάς μηχανών πελετοποίησης, που μειώνουν κατά πολύ το κόστος επεξεργασίας.