«Μικρή ιστορία για έναν φόνο»: Η ταινία που «υπέγραψε» το τέλος της θανατικής ποινής στην Πολωνία

27/09/2024
9' διάβασμα
mikri-istoria-gia-enan-fono-i-tainia-pou-ypegrapse-to-telos-tis-thanatikis-poinis-stin-polonia-333185

Η «Μικρή ιστορία για έναν φόνο», μία από τις σημαντικότερες επανακυκλοφορίες του φετινού καλοκαιριού, ήταν το πρώτο από τα δύο επεισόδια του θρυλικού τηλεοπτικού «Δεκαλόγου» («Dekalog», 1988)* που έγιναν μεγάλου μήκους ταινίες από τον Κριστόφ Κισλόφσκι. Μένοντας μακριά από ηθικοπλαστικά κηρύγματα, εδώ
ο μεγάλος Πολωνός δημιουργός διατρανώνει ένα ωμό και, ταυτόχρονα, καλλιτεχνικά οξυδερκές «κατηγορώ» ενάντια στη θανατική ποινή, συντελώντας τα μέγιστα στην ωρίμανση των συνθηκών για την οριστική κατάργησή της στην πατρίδα του.

ΥΠΟΘΕΣΗ: Ο Γιάτσεκ, ένας εικοσάχρονος άνδρας που περιφέρεται άσκοπα στους δρόμους της Βαρσοβίας, σκοτώνει εν ψυχρώ έναν μεσήλικα ταξιτζή και καταδικάζεται σε θάνατο.

Στην αριστουργηματική «Μικρή ιστορία για έναν φόνο» («Krótki Film o Zabijaniu», αγγλ. τίτλος «A Short Film about Killing», 1988), καταλυτικό ρόλο παίζουν δύο συγκλονιστικές σεκάνς παραβίασης του «Ου φονεύσεις», οι οποίες επί της ουσίας αντιπαραβάλλονται: Από τη μία, έχουμε την χωρίς προφανές κίνητρο δολοφονία του μονόχνωτου ταξιτζή Μάριαν (Γίαν Τεσάς) από τον νεαρό Γιάτσεκ (Μιροσλάβ Μπάκα). Από την άλλη, έχουμε την εκτέλεση του δεύτερου από το κράτος. Ο Κισλόφσκι εστιάζει στην απανθρωπιά και των δύο πράξεων, που η μία αποτελεί καθρέφτη –και διαιώνιση– της άλλης.

Προτού φτάσουμε έως εκεί, ο φακός εντάσσει ομαλά στην ημερήσια ρουτίνα του ταξιτζή και την περιπλάνηση του νεαρού, ο οποίος ψάχνει να «σκοτώσει» (pun intended) την… πλήξη του. Ανάμεσα, παρεμβάλλονται σκηνές από την ακρόαση ενός ασκούμενου δικηγόρου, ονόματι Πιοτρ Μπαλίτσκι (Κριστόφ Γκλόμπιτς). Ο τελευταίος περνά τις εξετάσεις για την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος χάρη στη στέρεη αποδομόμηση μιας επιχειρηματολογίας υπέρ του αποτρεπτικού χαρακτήρα της εσχάτης των ποινών – όσον αφορά τη ροπή προς το έγκλημα (ότι, δηλαδή, κάποιος θα διστάσει να σκοτώσει, να βιάσει και να προβεί σε οποιουδήποτε είδους κακούργημα φοβούμενος την καταδίκη «εις θάνατον»). Σύντομα, όταν τα μονοπάτια του ταξιτζή και του νεαρού διασταυρωθούν, με ολέθρια κατάληξη, ο ιδεαλιστής δικηγόρος θα κληθεί να υπερασπιστεί τον φονιά.

Η αντιφατική μας φύση

Το σκηνικό της μεταψυχροπολεμικής κομμουνιστικής Βαρσοβίας είναι ταιριαστά καταθλιπτικό, οι άνθρωποι μοιάζουν αποξενωμένοι ο ένας από τον άλλο, ο κυνισμός φαίνεται να κινεί τα νήματα, αν και κανένα μέλος του κοινωνικού ιστού δεν αντιπροσωπεύει ολοκληρωτικά το σκοτάδι. Ακόμα και στο παραστρατημένο άτομο που θα ονοματιστεί «κτήνος» μέσα από τις ειδεχθείς ενέργειές του, αναλογούν αντίστοιχες μικρές, αθέατες αναλαμπές στην καθημερινότητά του, τις οποίες η ταινία πετυχαίνει να αναδείξει ως χαραμάδες ελπίδας.

Ο Κισλόφσκι ψυχολογεί τους ανθρώπους, εστιάζοντας στην αντιφατική τους φύση, στην κάθε στιγμή που περνά και τους καθιστά διαφορετικούς, με νέες φωτεινές και σκοτεινές πτυχές, ή περισσότερο προσιτούς, μέσα από μια πρόσκαιρη ταύτιση με τη σκοπιά τους.

Χωρίς ελαφρυντικά στη «ζυγαριά»

Είναι τα παραπάνω αρκετά για να δικαιολογήσουν τις πράξεις ακραίας βίας στα μάτια μας; Όχι. Στην περίπτωση του ταξιτζή, ο Κισλόφσκι δεν δικαιολογεί τον φόνο ενός αθώου, εξού και απεικονίζει το τραγικό συμβάν χωρίς να δίνει κάποιο ξεκάθαρο κίνητρο (πέρα από υποσυνείδητες ανάγκες) που πιθανώς να «ελάφρυνε» τη θέση του νεαρού θύτη.

Άλλωστε, το μέλημα του Πολωνού σκηνοθέτη δεν είναι να γλυτώσει έναν δολοφόνο από το να γίνει αντιπαθής στην τελική σούμα του θεατή. Ο πραγματικός στόχος είναι να πείσει για τον απάνθρωπο και σαδιστικό χαρακτήρα της θανατικής ποινής ενάντια –ακόμα και– στους χειρότερους εγκληματίες, δίνοντας συναισθηματικό εκτόπισμα στον μαρτυρικό Γολγοθά που αυτοί πρόκειται να διανύσουν.

«Ανθρωποκεντρική» φωτογραφία

Η φωτογραφία της ταινίας κυριαρχείται από ζοφερά φίλτρα και έντονες φωτοσκιάσεις. Οι αποκλίσεις στη φωτεινότητα εντός της περιοχής των καρέ του σελιλόιντ είναι δραστικές, άλλοτε από το ένα άκρο της οθόνης στο άλλο (κατά το ήμισυ φωτεινή και κατά το ήμισυ σκοτεινή πλευρά), άλλοτε ακανόνιστα και μη στατικά, και άλλοτε από την περίμετρο προς το κέντρο.

Η τελευταία τεχνική μοιάζει με προσαρμοσμένο εφέ βλέμματος από την κλειδαρότρυπα, το οποίο σε συνδυασμό με τις εστιάσεις του φακού απομονώνει τους χαρακτήρες από το μουντό τους φόντο, τονίζοντας τις ενέργειες και τις αντιδράσεις τους. Παράλληλα, κάνει έμμεση νύξη σε μια κοινωνία θεατών-κριτών που παρακολουθεί και καταδικάζει από απόσταση.

Η κυκλοφορία της ταινίας στις αίθουσες, τον Μάρτιο του 1988, συνέβαλε στην πυροδότηση πανεθνικής συζήτησης στην Πολωνία για το ζήτημα της κατάργησης της εσχάτης των ποινών

Άλλες φορές, οι ήρωες αφήνονται να εισχωρήσουν στην περιρρέουσα καταχνιά που υπερισχύει σε τμήματα του κάδρου, ή αυτή αποτυπώνεται κατευθείαν πάνω τους, συνθέτοντας σκοτεινά γκρο πλαν. Μια «ανθρωποκεντρική» κινηματογράφιση, στην οποία οι εναλλασσόμενες τεχνητές φωτοσκιάσεις μετατρέπονται σε μέσο αφήγησης, υποδεικνύοντας αφενός τις αλληλοσυγκρουόμενες οπτικές γωνίες που μπορεί να έχει ένας εξωτερικός παρατηρητής και αφετέρου τις φάσεις και τις σκέψεις των ίδιων των ανθρώπων.

Υπό το συντριπτικό βάρος των ερεθισμάτων της απρόσωπης πόλης, αλλά και της αξιακής σήψης που χαρακτηρίζει τους κατοίκους της, κάποιες από τις τελευταίες είναι αποπνικτικές και κατάμαυρες.

Διανύοντας το «πράσινο μίλι»

Τελικά, ο δικηγόρος θα χάσει τη δίκη και ο Γιάτσεκ θα καταδικαστεί σε θάνατο διά απαγχονισμού. Στα πηγαδάκια, μετά την ετυμηγορία, ο δικαστής θα αναφέρει πως η αγόρευση του συνηγόρου υπεράσπισης κατά της ποινής ήταν η σπουδαιότερη που είχε ακούσει στην καριέρα του. Παρ’ όλα αυτά, ο Κισλόφσκι την παραλείπει από την ταινία. Γιατί; Ακριβώς επειδή δεν χρειάζεται! Όσα αποτρόπαια μας δείχνει ο ίδιος να συμβαίνουν, είναι αποτελεσματικότερα ως επιχειρηματολογία για τους οφθαλμούς.

Μπροστά στην κάτωχρη θέα του αμούστακου νέου, που αποχωρίζεται βίαια το δώρο της ζωής και ικετεύει για αυτή, ο δικηγόρος θα μετατραπεί σε εξομολογητή, συναισθανόμενος και επωμιζόμενος το βάρος του καταδικασθέντος. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τον θεατή.

– Όλοι [στη δίκη] ήταν εναντίον μου, όπως κι εδώ [στη φυλακή] – ψελλίζει ο θανατοποινίτης Γιάτσεκ, απευθυνόμενος στον δικηγόρο, καθώς τα λεπτά μετρούν αντίστροφα για την εκτέλεσή του.

– Είναι εναντίον αυτού που έκανες – τον διορθώνει εκείνος.

Κι όμως, οι σκηνές που θα επακολουθήσουν διατρανώνουν στη συνείδησή μας την αντίληψη ότι το δικαστικό σύστημα και τα εκτελεστικά του όργανα, οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι, αποδίδουν δικαιοσύνη μιμούμενοι την ωμότητα της πράξης του Γιάτσεκ, εφαρμόζοντας το δόγμα «οφθαλμόν αντί οφθαλμού». Και μάλλον οι αυτοματοποιημένοι τρόποι τους τον ξεπερνούν σε ψυχρότητα, καθώς δεν υπάρχει ίχνος συμπόνιας για τον νεαρό που εκλιπαρεί (σε αντίθεση με τη δική του αμφιταλάντευση και οδύνη, όταν βρισκόταν στη θέση του θύτη).

Αποδομώντας το «εκδικητικό σύστημα»

Με αυτή την ταινία, ο Κισλόφσκι δείχνει ότι όταν το σωφρονιστικό σύστημα, αντί να επιτελεί το καθήκον του, μετατρέπεται σε «εκδικητικό σύστημα», τότε το αυταρχικό κράτος-δολοφόνος δίνει ένα κακό παράδειγμα, αντί να συμμορφώνει τους πολίτες του.

Πώς θα παροτρύνει ενάντια σε ειδεχθή εγκλήματα ή ακόμη και ενάντια στην αυτοδικία, όταν το ίδιο νομιμοποιεί την αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής; Κάπως έτσι, οι δύο φόνοι της ταινίας παρουσιάζονται ως καθοριστικό μέρος της ευρύτερης σύνθεσης ενός φαύλου κύκλου, ο οποίος ανατροφοδοτείται μέσω των εγκλημάτων και διαμορφώνει ένα άρρωστο περιβάλλον αποκτήνωσης. Ο σπόρος έχει καλλιεργηθεί από το κράτος και η ευδοκίμησή του δηλητηριάζει σταδιακά τα μέλη της κοινωνίας.

Η συμβολή της ταινίας στον δημόσιο διάλογο

Πέρα από την αδιαμφισβήτητη καλλιτεχνική της στόφα, η ταινία έχει να επιδείξει σημαντικότατη κοινωνική προσφορά. Το 1987, όταν πραγματοποιούνταν τα γυρίσματά της, η θανατική ποινή εξακολουθούσε να βρίσκεται σε ισχύ στην Πολωνία. Η κυκλοφορία της στις αίθουσες, τον Μάρτιο του 1988, συνέβαλε στην πυροδότηση πανεθνικής συζήτησης για το ζήτημα της κατάργησής της. Τελικά, η συγκεκριμένη ποινή ανεστάλη το ίδιο έτος (σ.σ. ο Άντρζεϊ Τσαμπάνσκι ήταν ο τελευταίος θανατοποινίτης που εκτελέστηκε, στις 21 Απριλίου του 1988) και εν τέλει καταργήθηκε οριστικά το 1997.

*«Ο Δεκάλογος» απαρτίζεται από δέκα τηλεταινίες, οι οποίες αναφέρονται σε καθεμιά από τις Δέκα Εντολές.