«Cure»: Μια… πανδημία κακού, διά χειρός Κιγιόσι Κουροσάβα

26/09/2024
5' διάβασμα
cure-mia-pandimia-kakou-dia-cheiros-kigiosi-kourosava-333147

Ένα κύμα παρόμοιων φρικιαστικών εγκλημάτων σαρώνει το Τόκιο. Σε καθένα από αυτά, ο εκάστοτε δολοφόνος χαράσσει ένα σημάδι Χ που απλώνεται από τον λαιμό μέχρι το στέρνο του θύματός του. Μηδενός εξαιρουμένου, οι συλληφθέντες, που βρίσκονται είτε κάτω από την ίδια στέγη με τα θύματά τους είτε αλληλεπιδρούν στο ίδιο εργασιακό περιβάλλον με αυτά, αδυνατούν να θυμηθούν και να εξηγήσουν την πράξη τους, υποστηρίζοντας ότι είχαν χάσει τον έλεγχο. Φαίνεται σαν να δρούσαν υπό την καθοδήγηση κάποιου τρίτου, τον οποίο και υπάκουαν τυφλά. Ακολουθώντας τον μοναδικό σύνδεσμο μεταξύ των εγκλημάτων –o μυστηριώδης άγνωστος Μαμίγια (Μασάτο Χαγκιβάρα), ο οποίος είχε σύντομη επαφή με κάθε δράστη πριν από την τέλεση της κάθε δολοφονίας–, ο ντετέκτιβ Τάκαμπε (Κότζι Γιακούσο) και ο ψυχολόγος Σάκουμα (Τσουγιόσι Ουτζίκι) καλούνται να αναλύσουν το ιδιάζον μοτίβο των ειδεχθών πράξεων, να κάνουν τους συσχετισμούς και να εξιχνιάσουν την υπόθεση.

Τελικά, πόσο εύκολο είναι να γυρίσει, μέσα στα ανήλιαγα, έρημα και απομονωμένα σώψυχά μας ο διακόπτης που οδηγεί στην τέλεση των πιο φρικτών εγκλημάτων; Και, άρα, κατά πόσο αυτή η φρίκη είναι ξένο σώμα ή οργανικό κομμάτι της κοινωνίας μας; Αυτήν τη συζήτηση για την περιβόητη «μπαναλιτέ του κακού» (σ.σ. θεωρία της Γερμανίδας πολιτικής επιστήμονα και φιλοσόφου Χάννα Άρεντ, σύμφωνα με την οποία το κακό δεν είναι προνόμιο κάποιου ιδιαίτερου, διεστραμμένου μυαλού, αλλά διασπείρεται σαν μεταδοτική νόσος μεταξύ των απλών, καθημερινών ανθρώπων, που είναι απλά ανίκανοι να το αντιληφθούν να εκκολάπτεται γύρω/μέσα τους και να το καταπολεμήσουν ατομικά) φέρνει στην επιφάνεια με το ελλειπτικό, αχνά υπαινικτικό του στιλ ο Κιγιόσι Κουροσάβα.

Ευθυγραμμισμένος με τη φιλοσοφική κατεύθυνση του μηδενισμού, ο τελευταίος προσδίδει στο αστυνομικό νεο-νουάρ σκαρίφημα του έργου παλμό εμφατικού ψυχολογικού τρόμου. Το τελικό παράγωγο θα επιδρούσε καθοριστικά στις εξελίξεις που σημάδεψαν το ιαπωνικό σινεμά στα τέλη των 90s και τις αρχές των 00s.

Ευθυγραμμισμένος με τη φιλοσοφική κατεύθυνση του μηδενισμού, ο Κιγιόσι Κουροσάβα, με το ελλειπτικό, αχνά υπαινικτικό του στιλ, φέρνει στην επιφάνεια τη συζήτηση για την περιβόητη «μπαναλιτέ του κακού», προσδίδοντας στο αστυνομικό νεο-νουάρ σκαρίφημα του έργου παλμό εμφατικού ψυχολογικού τρόμου

Είναι, τελικά, ο πρώην φοιτητής ψυχολογίας και νυν υπνωτιστής Μαμίγια μια σατανική ιδιοφυία, η οποία υπαγορεύει εγκλήματα που τελούνται από χέρια αθώων, ή απλά ένας σκοτεινός εκμαιευτής, που με τις επίμονες ερωτήσεις του προς τους δράστες (σ.σ. «ποιος είσαι;») εκφράζει αυτό που ούτως ή άλλως υπέβοσκε μέσα τους; Εφόσον ισχύει το δεύτερο, δεν μιλάμε για έναν μεμονωμένο κατά συρροή δολοφόνο-τέρας, αλλά για μια πανδημία «κακού» σε μια σύγχρονη κοινωνία που παραπαίει, με καθοδηγητές την αποξένωση και τον στείρο ατομικισμό. Οι ήρωες που συναντούν τον Μαμίγια έρχονται σε ευθεία αντιπαράθεση με τα απωθημένα τους, με τις πιο απόκρυφες και ένοχες σκέψεις και επιθυμίες τους. Το φορτίο που καλούνται να κουβαλήσουν είναι δυσβάσταχτο και το περιεχόμενό του άκρως τοξικό. Έτσι, αυτοί οδηγούνται με μαθηματική ακρίβεια στην εγκληματική ενέργεια ή στο απονενοημένο διάβημα, ώστε να βάλουν τέλος σε αυτή την αντίξοη αναμέτρηση.

Αφοπλιστικά υπνωτιστικό αριστούργημα

Καταδυόμενη στα ερεβώδη τρίσβαθα της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, η ταινία-αίνιγμα του Κουροσάβα υιοθετεί παρόμοια τεχνική με αυτήν του ενορχηστρωτή, ή –αν προτιμάτε– του οργάνου-καταλύτη των δολοφονιών, Μαμίγια. Είναι, δηλαδή, υπνωτιστική, σε παρασύρει να υποκύψεις στο βραδύκαυστο φιτίλι της πλοκής της και να παραδοθείς στη φλόγα του, η οποία παίζει με τα ένστικτά σου και σε κάνει να εμπεδώνεις βίαια το νιχιλιστικό της υπόβαθρο.

Σε παγιδεύει στα δυσοίωνα κάδρα και τις ασφυκτικές φωτοσκιάσεις της, μαζί με τους εγκλωβισμένους σε προσωπικούς δαίμονες πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες, σε κάνει να αγωνιάς ακόμα και για όσα υπαινίσσονται εκτός των καρέ και, τελικά, σε κρατά μέχρι τέλους αγκιστρωμένο από το πλέον αγωνιώδες ερώτημα: Τελικά, υπάρχει θεραπεία (μτφ. «Cure»); Η απάντηση στις ελληνικές αίθουσες, εκεί όπου η κλασική ταινία του Ιάπωνα δημιουργού κυκλοφορεί για πρώτη (!) φορά (σ.σ. και, μάλιστα, σε ψηφιακή 4K αποκατεστημένη κόπια), 26 χρόνια μετά την πρεμιέρα της στην Άπω Ανατολή.