Η Πολωνία προτιμά τα φθηνά κρασιά

Η Πολωνία προτιμά τα φθηνά κρασιά

Η πολωνική αγορά ως προς την κατανάλωση ποτών, παρά το γεγονός ότι στο μεγαλύτερο μερίδιό της καλύπτεται από την μπύρα και τη βότκα, κατέγραψε ανοδική τάση στην κατανάλωση κρασιού, κλάδος που αναπτύσσεται ταχύτατα.

Σύμφωνα με το γραφείο ΟΕΥ στη Βαρσοβία, η πολωνική αγορά οίνου συνεχώς μεγεθύνεται με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 5%, αλλά η κατανάλωση οίνου στη χώρα αυτή υπολείπεται σε σχέση με άλλες χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης.

Η αύξηση του όγκου των πωλήσεων του κρασιού κατά 14% το διάστημα 2013-2015, έναντι της αύξησης 4% της μπύρας και 6% της βότκας, έκανε την πολωνική αγορά πιο ελκυστική και ενδιαφέρουσα για τους επιχειρηματίες του κλάδου.

Πρωταγωνιστική θέση κατέχουν οι ερυθροί οίνοι, καλύπτοντας το 32% των συνολικών εγχώριων πωλήσεων, με μικρή στροφή στις προτιμήσεις των καταναλωτών στα λευκά και ροζέ κρασιά.

Λιγότερο δημοφιλή είναι τα κοκτέιλ κρασιών και οι οίνοι με χαμηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ. Στην Πολωνία κυριαρχούν τα κρασιά από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, λόγω της χαμηλής τιμής τους, αλλά πλέον δυναμικό παρών στα καταστήματα δίνουν και τα κρασιά από Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία, ΗΠΑ, Αυστραλία, Νότια Αφρική και Χιλή.

Ως προς τη συσκευασία των κρασιών, οι καταναλωτές δείχνουν περισσότερο εξοικειωμένοι με τα βιδωτά πώματα, όπως αυτό της βότκας, και λιγότερο με τα σφραγισμένα μπουκάλια με φελλό.

Ως προς τις τιμές, το κρασί θεωρείται και σήμερα ένα προϊόν ακριβό για την αγοραστική δύναμη της πλειονότητας των Πολωνών.

Τα ελληνικά κρασιά αντιστοιχούν σε µικρό µερίδιο των συνολικών πολωνικών εισαγωγών οίνου, λόγω του έντονου ανταγωνισμού και της τιμής τους, που υπερβαίνει σηµαντικά τον µέσο όρο των ανταγωνιστικών προϊόντων, καθώς και του ότι δεν υφίστανται σημεία πώλησης, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, αποκλειστικά ελληνικών προϊόντων.

Θετική προοπτική για το ελληνικό κρασί στην εν λόγω αγορά αποτελεί το ελληνικό brand name που γίνεται ολοένα και περισσότερο αποδεκτό στην Πολωνία λόγω του μεγάλου αριθμού Πολωνών που επισκέπτονται τη χώρα μας.

Του Νίκου Αντύπα