Ινστιτούτο Κτηνιατρικών Ερευνών: Βιοενεργές τροφές στην υπηρεσία της υγείας των ζώων και του περιβάλλοντος

Ένα ερευνητικό πρότζεκτ του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ

Τη χρήση ζωοτροφών με superfoods υψηλής περιεκτικότητας σε τανίνες, οι οποίες θα προστατεύουν την υγεία και την ευζωία των ζώων και ταυτόχρονα θα συμβάλλουν στην αύξηση της βιωσιμότητας των εκτροφών, όπως και στην προστασία του περιβάλλοντος, ερευνά, μέσω ευρωπαϊκού έργου, το Ινστιτούτο Κτηνιατρικών Ερευνών Θεσσαλονίκης του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ.

Η καινοτομία της έρευνας είναι ότι οι υπερτροφές αυτές προέρχονται από υποπροϊόντα/παραπροϊόντα της αγροτοβιομηχανίας. Έτσι, ο κατσίγερος από τα κατάλοιπα της ελαιοποίησης, τα χαρούπια, οι σπόροι και οι φλούδες του ροδιού, που απομένουν μετά τη χυμοποίηση, όπως και τα στέμφυλα της διαδικασίας οινοποίησης, χρησιμοποιούνται σήμερα πιλοτικά σε κτηνοτροφικές μονάδες με αιγοπρόβατα στην Κρήτη, με πολύ θετικά, μέχρι στιγμής, αποτελέσματα.

Πρόγραμμα «LIFE Miclifeed»

Πιο συγκεκριμένα, το καινοτόμο ερευνητικό πρόγραμμα «LIFE Miclifeed» στοχεύει στον μετριασμό των επιπτώσεων της εκτροφής των μικρών μηρυκαστικών στην κλιματική αλλαγή, μέσω της εφαρμογής καινοτόμων διατροφικών επιλογών.

Όπως επισημαίνει στην «ΥΧ» η διευθύντρια Έρευνας στο ΙΚΕΘ και συντονίστρια του έργου, Δρ Σμαρώ Σωτηράκη, στόχος του έργου είναι η ανάπτυξη καινοτόμων βιοδραστικών ζωοτροφών που ενσωματώνονται στη διατροφή των εκτρεφόμενων μικρών μηρυκαστικών με σκοπό την αναβάθμιση της ποιότητας των παραγόμενων προϊόντων και τη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος της εκτροφής τους. Όμως, το πιο σημαντικό, σύμφωνα με την ίδια, είναι η συστηματική διερεύνηση και αξιοποίηση των υποπροϊόντων της βιομηχανίας τροφίμων.

Βιοενεργά φυτά για τα παράσιτα

Ένας από τους κύριους στόχους του έργου ήταν όλα αυτά που θεωρούνται απόβλητα ή παραπροϊόντα της αγροτικής βιομηχανίας, όχι απλώς να χρησιμοποιηθούν ως ζωοτροφές, αλλά ως ένα εναλλακτικό φάρμακο ενάντια στα παράσιτα. Τα τελευταία χρόνια, από έρευνες που έχουν γίνει, παρατηρήθηκε ότι τα άρρωστα ζώα έχουν μεγαλύτερη ευθύνη για την παραγωγή αερίων του θερμοκηπίου.

Στο ευρωπαϊκό έργο ασχολούνται με τα γαστρεντερικά παράσιτα του εντέρου και του στομάχου των ζώων, τα οποία δεν προκαλούν νόσο, αλλά τα κάνουν να μην απορροφούν σωστά την τροφή κι έτσι να παράγουν περισσότερα αέρια θερμοκηπίου, κυρίως μεθάνιο. Η Δρ Σωτηράκη σημειώνει ότι, για την αντιμετώπιση της κατάστασης αυτής, οι κτηνοτρόφοι δίνουν φάρμακα προληπτικά τουλάχιστον δύο φορές τον χρόνο, ωστόσο σήμερα υπάρχουν προβλήματα με τα παράσιτα και την ανθεκτικότητά τους στα αντιβιοτικά φάρμακα, αλλά και ανησυχία στους καταναλωτές, αφού όλο αυτό περνά στην τροφική αλυσίδα.

«Έγκειται στην τυπικότητα του κτηνοτρόφου και την υπευθυνότητα κάθε βιομηχανίας στους ελέγχους που κάνει σχετικά με τα αντιβιοτικά φάρμακα και το πώς αυτά περνούν στην τροφή. Σε αντιδιαστολή αυτών, υπάρχουν εναλλακτικοί τρόποι επίλυσης του ζητήματος και από τις ελκυστικότερες, τις τελευταίες δύο δεκαετίες, είναι η χρήση βιοενεργών φυτών και συγκεκριμένα των συμπυκνωμένων τανινών που, επειδή κάνουν σύμπλεγμα με τις πρωτεΐνες, βοηθούν στην καταστροφή των παρασίτων», σημειώνει η Διευθύντρια Ερευνών του ΙΚΕΘ.

Και προσθέτει: «Ερευνούμε, δηλαδή, εάν έχουν αντιπαρασιτική δράση και μπορούν να αντικαταστήσουν τα χημικά φάρμακα. Ταυτόχρονα, γίνεται καλύτερη απορρόφηση της τροφής». Όπως τονίζει, επειδή τα απόβλητα της βιομηχανίας τροφίμων πετιούνται, έχουν πολύ χαμηλή τιμή, και βάζοντάς τα σε ένα ισορροπημένο σιτηρέσιο θα δημιουργηθεί μια νέα τροφή, που παράλληλα θα είναι και φάρμακο.

Τα υποπροϊόντα

Αυτό που επιχείρησαν οι επιστήμονες που συμμετέχουν στο έργο, ήταν να μειώσουν τα τροφοχιλιόμετρα, δηλαδή να καθοριστούν τα απόβλητα ή τα υποπροϊόντα που θα χρησιμοποιήσει η κάθε χώρα τοπικά. Για την Ελλάδα επιλέχθηκαν οι ελιές, τα σταφύλια και τα εσπεριδοειδή, συγκεκριμένα τα ρόδια και τα χαρούπια, η εκμετάλλευση των οποίων ολοένα και αυξάνεται στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, ενώ οι υπόλοιποι εταίροι του έργου θα επιλέξουν προϊόντα που είναι κατάλληλα για τη χώρα και την περιοχή τους.

«Επιλέχθηκε η Κρήτη, γιατί αφενός, μεν, έχει ιδιαίτερα ανεπτυγμένη αιγοπροβατοτροφία, αφετέρου υπάρχει γρήγορη πρόσβαση σε πυρήνα ελιάς και ό,τι απομένει μετά την παραγωγή λαδιού και σε χαρούπι, το οποίο το έχουμε βάλει ήδη σε ζωοτροφές από τα προηγούμενα πειράματά μας και πάει πολύ καλά ως φάρμακο. Θα δοκιμάσουμε και στέμφυλα», υπογραμμίζει η Δρ Σωτηράκη.

Η ίδια σημειώνει, ακόμη, ότι στην Κρήτη τα ζώα έχουν συνηθίσει να τρώνε τέτοιες τροφές κατά τη βόσκησή τους, π.χ. τα φύλλα της ελιάς ή τα χαρούπια, ενώ σε ερωτηματολόγια που χρησιμοποιήθηκαν –στην αρχική έρευνα– σε Κεντρική και Δυτική Μακεδονία δεν βρέθηκαν αρκετοί κτηνοτρόφοι που να έδιναν ανάλογη τροφή.

Το πειραματικό σιτηρέσιο θα είναι συστατικό της τροφής των μικρών ζώων που έχει τη μορφή πέλετ. Έχει ερευνηθεί εργαστηριακά, με πολύ καλά αποτελέσματα, ενώ σήμερα χρησιμοποιείται για την εκτροφή αιγοπροβάτων στην Κρήτη, ενώ η διατροφή με χαρούπι δοκιμάστηκε σε εκτροφή κουνελιών με επίσης πολύ καλά αποτελέσματα.

Την ίδια ώρα, οι επιστήμονες αντιμετωπίζουν αρκετές προκλήσεις, τις οποίες διερευνούν για την εφαρμογή του όλου πρότζεκτ από κτηνοτρόφους. Αυτές έχουν να κάνουν με τη συλλογή της τροφής, αφού αυτή ουσιαστικά πετιέται, τη συντήρησή και τη διατηρησιμότητά της, αλλά και κατά πόσο είναι διατεθειμένοι να τη χρησιμοποιήσουν οι παραγωγοί.

Τέλος, οι επιστήμονες στη Γαλλία θα ερευνήσουν σε ποιο ποσοστό η διατροφή των ζώων με βιονεργά φυτά μειώνει την παραγωγή μεθανίου.