Ισπανία: Δοκιμές πειραματικής ασφάλτου από υποπροϊόντα ελαιολάδου στο οδικό δίκτυο της χώρας

Στη βόρεια Ισπανία, οι αρχές της Καστίλης και Λεόν δοκιμάζουν έναν νέο τύπο ασφάλτου που κατασκευάζεται με χρήση παραδοσιακών πετροχημικών αναμεμειγμένων με υλικά που προέρχονται από τη διεργασία του ραφιναρίσµατος του ελαιολάδου, σύμφωνα με τοπικά μέσα ενημέρωσης.

Πιο συγκεκριμένα, η πειραματική άσφαλτος παρασκευάζεται από ένα μείγμα πίσσας πετρελαίου, υποπροϊόντων του ραφιναρίσματος και ανακυκλωμένου φυτικού ελαίου. Για κάθε 1.000 λίτρα πίσσας, η νέα διαδικασία παραγωγής απαιτεί 300 λίτρα υποπροϊόντος του ραφιναρίσματος του ελαιολάδου και 400 λίτρα ανακυκλωμένου φυτικού ελαίου.

Οι αρχές θα επιστρώσουν με την πειραματική άσφαλτο ένα τμήμα μήκους 40 μέτρων του κεντρικού αυτοκινητόδρομου που συνδέει τις δύο μεγαλύτερες πόλεις της αυτόνομης κοινότητας, το Βαγιαδολίδ και τη Σεγκόβια. Ένα άλλο, αντίστοιχου μεγέθους τμήμα του αυτοκινητόδρομου, θα ασφαλτοστρωθεί με συμβατική άσφαλτο. Οι υπεύθυνοι θα συγκρίνουν την απόδοση των δύο τμημάτων σε βάθος χρόνου, ελπίζοντας ότι η πειραματική άσφαλτος, η παραγωγή της οποίας είναι λιγότερο ενεργοβόρα και εκπέμπει λιγότερους τοξικούς αναθυμιάσεις κατά τη διαδικασία επίστρωσης, θα αποδειχθεί τόσο ανθεκτική όσο και η παραδοσιακή σύνθεση ή ακόμη ανθεκτικότερη -κάτι με το οποίο συνηγορεί και πρόσφατη μελέτη της Επιτροπής Ελαιολάδου της Καλιφόρνια.

Για τους παραγωγούς ελαιολάδου, η πιο εκτεταμένη υιοθέτηση της πειραματικής ασφάλτου μπορεί να δημιουργήσει μια επιπρόσθετη ροή εσόδων και να συμβάλει στην αντιστάθμιση του αυξανόμενου κόστους παραγωγής.

Όπως γράφει το Olive Oil Times, η πρωτοβουλία για την πειραματική άσφαλτο έχει τις ρίζες της στο 2020, όταν ερευνητές από την Ισπανία άρχισαν να αναζητούν τρόπους για να δημιουργήσουν αξία από τα απόβλητα που προκύπτουν κατά την παραγωγή ελαιολάδου. Σύμφωνα με την Ainia, μια μη κερδοσκοπική οργάνωση που επικεντρώνεται στις αγροτικές επιχειρήσεις, το 80% της βιομάζας της ελιάς που μετατρέπεται σε λάδι καταλήγει να είναι απόβλητο. Η αφαίρεση και η διαχείριση αυτών των προϊόντων συνιστά σημαντικό κόστος για τα ελαιοτριβεία, αλλά με τα νέα δεδομένα θα μπορούσε επίσης να προσφέρει μια συμπληρωματική ροή εσόδων.