Ιταλική πρωτιά με ελληνικές πλάτες στη γερμανική αγορά ακτινιδίου

Οι εισαγωγές από τη χώρα μας βοήθησαν τους γείτονες να ενισχύσουν τα μερίδιά τους το 2019

Μπορεί οι τελευταίες χρονιές να ήταν δύσκολες για την ιταλική παραγωγή ακτινιδίων και η φετινή να προδιαγράφεται εξίσου προβληματική, λόγω της ασθένειας moria που έχει πλήξει σχεδόν το 25% των δέντρων, όμως αυτό φαίνεται ότι δεν έχει εμποδίσει τους γείτονες όχι απλά να διατηρήσουν, αλλά και να αυξήσουν τα μερίδιά τους σε μεγάλες ξένες αγορές, όπως αυτή της Γερμανίας.

Αυτό βέβαια επιτυγχάνεται και με την… ακούσια συμβολή της χώρας μας, από την οποία, ως γνωστόν, οι Ιταλοί έμποροι προμηθεύονται σημαντικές ποσότητες, τις οποίες στη συνέχεια επαναπροωθούν για εξαγωγή ως «ιταλικές». Η πρακτική αυτή, από την οποία η χώρα μας χάνει εκατομμύρια ευρώ δυνητικής προστιθέμενης αξίας, αναδεικνύεται και στην πιο πρόσφατη έρευνα για τον κλάδο φρούτων της Γερμανίας, που εκπόνησε το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας στο Βερολίνο.

Όπως αναφέρεται στην έρευνα, η Ιταλία είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος «παίκτης» στη γερμανική αγορά φρούτων, μετά την Ισπανία, με εξαγωγές οι οποίες ξεπέρασαν σε αξία το 2019 τα 777 εκατ. ευρώ. Το νούμερο αυτό επιτεύχθηκε παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με το ISMEA (Ιταλικό Ινστιτούτο Υπηρεσιών για τις Αγροτικές Αγορές), οι συνολικές εξαγωγές φρούτων της χώρας προς τη Γερμανία υποχώρησαν το 2019 κατά 13,2%, δεδομένου ότι το 2018 ήταν μια κακή χρονιά για την αγροτική παραγωγή και ιδίως για το ακτινίδιο.

Ωστόσο, οι Ιταλοί κατάφεραν να υπερκαλύψουν το κενό κάνοντας εισαγωγές από διάφορες χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα τις οποίες, όπως εξηγούν οι συγγραφείς της έρευνας, βάπτισαν «ιταλικές» και επανεξήγαγαν στη συνέχεια. Κάπως έτσι, «το ιταλικό ακτινίδιο, μετά από ένα σερί κακών ετών, κατάφερε το 2019 να πρωταγωνιστήσει στη γερμανική αγορά», τονίζεται χαρακτηριστικά.

Στατιστικά δεδομένα εισαγωγών και εξαγωγών φρούτων στη Γερμανία
για τα έτη 2018-2019 
(αξία σε χιλ. ευρώ)

Πηγή: Οµοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία Destatis – Επεξεργασία Γραφείο ΟΕΥ Βερολίνου

Χάνεται προστιθέμενη αξία

Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Εθνικής Τράπεζας, η Ιταλία ως χώρα-κόμβος (δηλαδή, που εισάγει και εξάγει ακτινίδια) επιτυγχάνει τιμή εξαγωγής σχεδόν διπλάσια αυτής που εισάγει από την Ελλάδα (1,44 ευρώ/κιλό έναντι 84 λεπτών/κιλό), με αποτέλεσμα να καρπώνεται σημαντική υπεραξία. Αυτό αντανακλάται και στις τιμές λιανικής πώλησης που παραθέτει η έρευνα του ΟΕΥ Βερολίνου: Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ομοσπονδιακού Οργανισμού για τη Γεωργία και τη Διατροφή (ΒLE) και τις μεγαλύτερες φρουταγορές χονδρικής της χώρας, την τελευταία εβδομάδα του Οκτωβρίου τα ελληνικά ακτινίδια πωλούνταν από 1,42 έως 1,60 ευρώ/κιλό, ενώ τα ακτινίδια ιταλικής προέλευσης (συμπεριλαμβανομένων και αυτών που σε πρώτο χρόνο έχουν αγοραστεί από την Ελλάδα) από 1,82 έως 2,75 ευρώ/κιλό.

Βέβαια, εκτός από την «ενσωμάτωση» των ακτινιδίων άλλων χωρών, η Ιταλία κάνει πολλά περισσότερα για την ενίσχυση ων εξαγωγών της. Όπως αναφέρεται στην έρευνα, «οι Ιταλοί παραγωγοί φρούτων έχουν ενώσει τις δυνάμεις τους, προκειμένου να καταφέρουν να ισχυροποιήσουν το brand name των ιταλικών φρούτων στο εξωτερικό και να εδραιώσουν την παρουσία τους σε αυτές».

Άλμα ελληνικών εξαγωγών στο επτάμηνο

Το μερίδιο της χώρας μας στη γερμανική αγορά φρούτων, αν και υπολογίσιμο, παραμένει μικρό σε σχέση με τους ανταγωνιστές της. Σε σύνολο εισαγωγών 6,1 δισ. ευρώ που πραγματοποίησε η Γερμανία το 2019 οι ελληνικές εξαγωγές έφτασαν τα 93,8 εκατ. ευρώ, λαμβάνοντας τη 14η θέση στη σχετική κατάταξη. Τα καλά νέα, όμως, είναι ότι στο πρώτο επτάμηνο του 2020 παρουσίασαν ισχυρή άνοδο, ιδίως σε όρους αξίας, κεφαλαιοποιώντας με τον καλύτερο τρόπο το μομέντουμ που δημιούργησε η πανδημία. Συγκεκριμένα, οι εξαγόμενοι όγκοι αυξήθηκαν 4,78% στους 58.340 τόνους από 55.677 τόνους στο επτάμηνο του 2019, ενώ η αξία τους αυξήθηκε 58,57% στα 80,769 εκατ. ευρώ, από 50,935 εκατ. ευρώ.

Το ζητούμενο πλέον είναι η ιδιαίτερη αυτή δυναμική να συντηρηθεί. «Η συσκευασία και η δυνατότητα ιχνηλασιμότητας της πορείας των προϊόντων παραμένει βασική παράμετρος, σύμφωνα με την οποία οι αγοραστές επιλέγουν τελικά τι θα καταναλώσουν. Φρούτα και παράγωγα αυτών, τα οποία προωθούνται σε μικρές συσκευασίες, ει δυνατόν αεροστεγώς κλειστές, δίνουν την αίσθηση στον καταναλωτή ότι υπάρχει ελάχιστος κίνδυνος να έχουν επιμολυνθεί κατά την πορεία τους μέχρι το ράφι», επισημαίνουν οι συγγραφείς της έρευνας.

Επιπλέον, συστήνουν στους παραγωγούς που θέλουν να εισέλθουν ή να επεκταθούν περαιτέρω στη γερμανική αγορά, να προσαρμόσουν τα προϊόντα τους στις νέες καταναλωτικές απαιτήσεις, οι οποίες επιτάσσουν μεγαλύτερη ποικιλία και υγιεινά όσο και ασφαλή προϊόντα, τα οποία θα διατίθενται καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί «με αναπροσαρμογή και εμπλουτισμό της παραγωγής ελληνικών φρούτων και με τη χρήση τεχνολογιών που επεκτείνουν τη συγκομιδή».

Προσθέτουν, δε, ότι προκειμένου να αποφεύγονται φαινόμενα μιμητισμού, χρήσιμο θα ήταν να τονίζεται, μέσω εκδηλώσεων ενημέρωσης και στοχευμένων δράσεων προβολής, «η καθαρότητα της ελληνικής αγροτικής παραγωγής, η οποία ακολουθεί αυστηρά πρωτόκολλα συμμόρφωσης, δεν χρησιμοποιεί στην πλειοψηφία των περιπτώσεων φυτοφάρμακα ή λιπάσματα, ενώ ακόμα και μέσα στα θερμοκήπια κάνει χρήση της ελληνικής γης και του εξαιρετικού μεσογειακού κλίματος».

Πέρα από τα ακτινίδια, τα κεράσια και τα εσπεριδοειδή, τα οποία έχουν καταφέρει να καθιερωθούν στη γερμανική αγορά, το γραφείο ΟΕΥ εκτιμά ότι τα ελληνικά φρούτα για τα οποία διανοίγονται οι μεγαλύτερες προοπτικές είναι οι φράουλες, τα ροδάκινα, τα επιτραπέζια σταφύλια και ενδεχομένως τα βερίκοκα.

Σε λίγα χέρια το 50% της αγοράς

Χαρακτηριστική τάση της γερμανικής αγοράς είναι η αύξηση των εκπτωτικών αγορών (discount markets), οι οποίες διαχειρίζονται πλέον το 42%-45% του συνολικού κύκλου εργασιών νωπών φρούτων και λαχανικών.

Επιπρόσθετα, οι 30 μεγαλύτεροι λιανοπωλητές στη χώρα κατάφεραν το 2019 να αυξήσουν τις συνολικές πωλήσεις τους κατά 2,2%, στα 247,9 δισ. ευρώ. Από αυτές, ο τζίρος των τροφίμων ανήλθε σε 296,1 δισ. ευρώ. Ως εκ τούτου, το γερμανικό τοπίο λιανικής θεωρείται κορεσμένο, επομένως τα περιθώρια κέρδους βρίσκονται συνεχώς υπό πίεση.

Το 40% των νέων πωλήσεων πραγματοποιούνται κατά κύριο λόγο στις υπεραγορές και στις μεγάλες αλυσίδες, ενώ πάνω από το 50% των φρέσκων διατίθενται μέσω των 30 μεγαλύτερων λιανοπωλητών.

Παραδοσιακά καταστήματα, όπως οπωροπωλεία, λαϊκές αγορές και παραγωγοί, αντιπροσωπεύουν μόνο το 10% του όγκου που διανέμεται στην αγορά. Ωστόσο, φρέσκα φρούτα όπως οι φράουλες διατίθενται σε μεγάλο βαθμό μέσω παραγωγών.

Οι Γερμανοί λιανοπωλητές εισάγουν μαζικά φρέσκα φρούτα σε πολύ μεγάλους όγκους και πραγματοποιούν μόνο μικρό μέρος των εισαγωγών τους από επιλεγμένους και εξειδικευμένους στο είδος τους εισαγωγείς.

Στο 22% η αυτάρκεια, αυξημένο το ενδιαφέρον για βιολογικά

Το 2019, καταναλώθηκαν περίπου 6,1 εκατ. τόνοι φρούτων στη Γερμανία, με τη μέση κατά κεφαλήν κατανάλωση να αγγίζει τα 73,6 κιλά, έχοντας ωστόσο πτωτικές τάσεις. Καθώς η γερμανική παραγωγή ανέρχεται σε περίπου 1,3 εκατ. τόνους ανά έτος, η αυτάρκεια της χώρας δεν ξεπερνά το 22%, γεγονός που την καθιστά διαχρονικά καθαρό εισαγωγέα φρούτων. Το πλέον δημοφιλές φρούτο στη χώρα είναι τα μήλα, με κατανάλωση 25,5 κιλά ανά άτομο, ενώ ακολουθεί η μπανάνα, με 11,4 κιλά ανά άτομο.

Κυριότερα φρούτα τα οποία εξάγει η Ελλάδα στη Γερμανία

 

Όγκος σε τόνους

Αξία σε χιλ. €

Κεράσια

5.693,9

14.394

Ακτινίδια

16.726,1

14.099

Φράουλες

5.942,8

11.269

Πορτοκάλια

13.787,4

6.941

Βερίκοκα
συσκευασμένα

7.474,3

6.485

Καρπούζια

16.169

6.122

Κλημεντίνες

4.078,4

3.259

Ροδάκινα

5.644,9

3.180

Βερίκοκα φρέσκα

2.647,7

2.649

Σύκα

252,7

1.163

Πηγή: Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία Destatis – Επεξεργασία Γραφείο ΟΕΥ Βερολίνου

 

Η κατανάλωση κονσερβοποιημένων φρούτων μειώθηκε το προηγούμενο έτος, σε αντίθεση με εκείνη των κατεψυγμένων, ενώ ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στον κλάδο των χυμών, όπου η κατά κεφαλήν κατανάλωση ανέρχεται σε 30 λίτρα, καθιστώντας τη γερμανική αγορά μία από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη για τη συγκεκριμένη βιομηχανία.

Μεγάλο ενδιαφέρον, όμως, παρουσιάζει και η αγορά των βιολογικών, το μερίδιο των οποίων αυξάνεται διαρκώς. Το 2019, το εν λόγω μερίδιο στη γερμανική αγορά τροφίμων ανήλθε στο 5,68%, ενώ ο Γερμανοί βιοκαλλιεργητές είδαν τα έσοδά τους να αυξάνονται κατά 11%, έχοντας ήδη καταγράψει αύξηση 4% και 47% το 2018 και το 2017 αντίστοιχα (σ.σ. το 2018 η μεγάλη καλοκαιρινή ξηρασία είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί σε μεγάλο ποσοστό η παραγωγή). Το 2018, τα βιολογικά φρούτα αντιστοιχούσαν στο 20% της συνολικής παραγωγής βιολογικών προϊόντων της χώρας.