Κάλλιο αργά παρά ποτέ το ελληνικό brand στα ψάρια

Να γυρίσει το παιχνίδι των τιμών επιχειρεί ο κλάδος με το σήμα «Fish from Greece»

Το χαμένο έδαφος δεκαετιών επιχειρεί να καλύψει, έστω και με καθυστέρηση, ο εγχώριος κλάδος των ιχθυοκαλλιεργειών, θέτοντας σε εφαρμογή ένα φιλόδοξο πρόγραμμα ενίσχυσης της αναγνωρισιμότητας του επώνυμου ελληνικού ψαριού τόσο στη διεθνή όσο και στην ελληνική αγορά.

Με τις τιμές για το λαβράκι κυρίως να έχουν καθηλωθεί στα χαμηλότερα επίπεδα της τελευταίας πενταετίας και την πίεση του τουρκικού ανταγωνισμού να αυξάνεται, η οικοδόμηση της ταυτότητας του ελληνικού ψαριού φαντάζει πλέον μονόδρομος για έναν χώρο που, και σε επιχειρηματικό επίπεδο, πέρασε τα προηγούμενα χρόνια από… σαράντα κύματα.

Ο βασικός στόχος, όπως εξήγησε την περασμένη εβδομάδα κατά τη διάρκεια ειδικής εκδήλωσης ο πρόεδρος της Ελληνικής Οργάνωσης Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ), Νίκος Τουραλιάς, είναι η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια να ξεφύγει από τη λογική της διαμόρφωσης των τιμών βάσει της προσφερόμενης κάθε φορά ποσότητας και να δημιουργήσει συνθήκες ανελαστικής ζήτησης για τα προϊόντα της.

Όχημα για την επίτευξη του στόχου αυτού θα αποτελέσει το «Fish from Greece», ένα ιδιωτικό πρότυπο σχήμα πιστοποίησης που αναπτύχθηκε σε συνεργασία με την TUV Austria Hellas και ήδη «φέρουν» αρκετά από τα 21 μέλη του ΕΛΟΠΥ (με πιο πρόσφατο παράδειγμα τη Σελόντα). Μάλιστα, σύμφωνα με τον κ. Τουραλιά, το πλάνο προβλέπει εντός του 2020 η σχετική σήμανση να υπάρχει σε κάθε κατάστημα, μέσω του οποίου διατίθενται προϊόντα των ελληνικών επιχειρήσεων.

Μεγαλώνει η ψαλίδα μεταξύ τσιπούρας και λαβρακιού

Το χτίσιμο ενός ελληνικού brand θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να αναχαιτίσει την πτωτική πορεία των τιμών που βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και αρκετούς μήνες. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα επίσημα στοιχεία του FAO Globefish (Σεπτέμβριος 2019), η μέση τιμή για το ελληνικό λαβράκι βάρους 300-450 γραμμαρίων στην Ιταλία τον περασμένο μήνα ήταν 3,60 ευρώ/κιλό από 4,30 ευρώ έναν χρόνο πριν, ενώ στη Γαλλία δεν ξεπερνούσε τα 3,65 ευρώ/κιλό, στη Γερμανία τα 3,67 ευρώ/κιλό και στο Ηνωμένο Βασίλειο τα 3,83 ευρώ/κιλό. Σύμφωνα, δε, με τον Οργανισμό, ακόμα μεγαλύτερες είναι οι απώλειες στα μεγαλύτερα μεγέθη λόγω του πλεονάσματος προσφοράς που υπάρχει στην αγορά.

Κάπως καλύτερα είναι τα πράγματα στην τσιπούρα, η οποία σε επίπεδο τιμών, όπως έχει ξαναγράψει η «ΥΧ», εδώ και αρκετούς μήνες έχει παγιώσει και συντηρεί μια σημαντική διαφορά από το λαβράκι, δίχως ωστόσο οι ελληνικές επιχειρήσεις να επωφελούνται ιδιαίτερα από αυτό, δεδομένου ότι οι ποσότητές της είναι σχετικά περιορισμένες.

Σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία του FAO Globefish, η μέση τιμή για την ελληνική τσιπούρα 300-450 γραμμαρίων τον Σεπτέμβριο στην ιταλική αγορά ήταν 4,40 ευρώ/κιλό (από 4,20 ευρώ/κιλό το Σεπτέμβριο του 2018), στη γαλλική 4,45 ευρώ/κιλό (από 4,25 ευρώ/κιλό πέρυσι), στη γερμανική 4,47 ευρώ/κιλό (από 4,27 ευρώ/κιλό) και στη βρετανική αγορά 4,63 ευρώ/κιλό (από 4,43 ευρώ/κιλό).

 

Tιμές για ελληνικό λαβράκι βάρους 300-450 γραμμ.*

  Σεπτ. 2019 Σεπτ. 2018
Ιταλία 3,6 4,3
Γαλλία 3,65 4,36
Ισπανία 3,64 4,34
Γερμανία 3,67 4,37
Ην. Βασίλειο 3,83 4,53

Πηγή: FAO Globefish 
*σε ευρώ/κιλό

Στα ρηχά η κατανάλωση

Οι αναλυτές του FAO Globefish αφήνουν ένα παράθυρο αισιοδοξίας για το μέλλον, σημειώνοντας ότι την επόμενη διετία οι προσφερόμενες ποσότητες από τις βασικές χώρες – παραγωγούς τσιπούρας και λαβρακιού θα είναι μειωμένες. Βραχυπρόθεσμα, ωστόσο, η εικόνα προβληματίζει.

Σύμφωνα με τον κ. Τουραλιά, η τουρκική παραγωγή αναμένεται να φτάσει φέτος τους 190.000 τόνους (σ.σ. οι αρχικές εκτιμήσεις μιλούσαν για 160.000 τόνους), ενώ η εγχώρια εκτιμάται ότι θα αγγίξει τους 120.000 τόνους. Κι ενώ τα χαμηλότερα, λόγω της υποτιμημένης λίρας, αλλά και των διάφορων, έμμεσων και άμεσων, επιδοτήσεων, κοστολόγια δίνουν τη δυνατότητα στους γείτονες να πουλάνε αρκετά φθηνότερα και, ως εκ τούτου, να κερδίζουν μερίδια στις ευρωπαϊκές αγορές, οι ελληνικές επιχειρήσεις φαίνεται ότι δυσκολεύονται και… εντός έδρας, όπου θεωρητικά έχουν πλεονέκτημα.

Αν και η ντόπια κατανάλωση, στην οποία κατευθύνεται το 20% της εγχώριας παραγωγής, έχει ανακάμψει από τα χαμηλά του 2010 (18.000 τόνοι), φτάνοντας τους 21.000 τόνους ετησίως, εξακολουθεί να απέχει από τους 25.000 τόνους προ κρίσης. Επιπλέον, η κατά κεφαλήν κατανάλωση δεν ξεπερνά τα 14 κιλά ψάρια (εκ των οποίων μόλις τα 2 κιλά προέρχονται από την ιχθυοκαλλιέργεια), την ώρα που στην Ευρώπη ο μέσος όρος είναι τα 22 κιλά/άτομο.

Ο φιλόδοξος στόχος της ΕΛΟΠΥ είναι, μέσω της προωθητικής καμπάνιας που θα υλοποιήσει, η εγχώρια κατανάλωση να φτάσει τους 40.000 τόνους σε ορίζοντα τριετίας.