Καλπάζει η ζήτηση για κοτόπουλο, βαρίδι και το 2022 οι ζωοτροφές

Συνθήκες αύξησης τιμών αλλά και αρκετή αβεβαιότητα προβλέπει για τη νέα χρονιά η Rabobank

Η επαναφορά κάποιας κανονικότητας στην οικονομική ζωή από τα αυξανόμενα επίπεδα εμβολιασμού, μπορεί να συμβάλει στην ενίσχυση των τιμών των πουλερικών, όμως η αστάθεια που προκαλούν οι διαταραχές στην αλυσίδα εφοδιασμού συνιστά έναν σημαντικό παράγοντα αβεβαιότητας, ενόψει της νέας χρονιάς.

Τα παραπάνω αναφέρει, μεταξύ άλλων, στις προβλέψεις για τους πρώτους μήνες του 2022 σε ό,τι αφορά την αγορά κρέατος η Rabobank. Σύμφωνα με την τράπεζα, η παγκόσμια ζήτηση για κοτόπουλο αναμένεται να είναι ισχυρή τη στιγμή που η προσφορά θα είναι περιορισμένη, εξαιτίας των υψηλών τιμών των εισροών, της έλλειψης εργατικών χεριών λόγω των περιορισμών στις μετακινήσεις και των προβλημάτων που σχετίζονται με τα logistics.

Ψηλά τα δημητριακά

Για τον Nan-Dirk Mulder, αναλυτή του τμήματος Ζωικών Πρωτεϊνών της Rabobank, «είναι αρκετά απίθανο οι τιμές των τροφίμων να επιστρέψουν στον μέσο όρο πενταετίας μέσα στο 2022, αφού οι τιμές των εμπορευμάτων στηρίζονται πια από τον πληθωρισμό στη γενική οικονομία, παράλληλα με τα χαμηλά επίπεδα αποθεμάτων παγκοσμίως, αλλά και την έλλειψη εργατικών χεριών που παρατηρείται σε πολλές χώρες που “βασίζονται” σε μετανάστες».

Μάλιστα, κατά τον ίδιο, οι υψηλές αυτές τιμές στις εισροές θα κάνουν και τους παραγωγούς να εστιάσουν περισσότερο στην αποτελεσματικότητα και στην αποδοτικότητα στην αλυσίδα αξίας, ώστε να περιορίσουν στο μέτρο του δυνατού την κατανάλωση ζωοτροφών και τη χρήση εργατικού δυναμικού.

Κατά τη Rabobank, οι τιμές των ζωοτροφών αναμένεται να παρουσιάσουν μεταβλητότητα και, παράλληλα, να παραμείνουν υψηλές και τη νέα χρονιά, με μια αύξηση της τάξης του 5% να αναμένεται στο κόστος των βασικών πρώτων υλών το πρώτο εξάμηνο του 2022. Σε καλαμπόκι και σόγια, ειδικότερα, οι αυξήσεις τιμών αναμένεται να κορυφωθούν κατά το τρίτο τρίμηνο.

Μειωμένη η προσφορά στην Ευρώπη

Υπό τη σκιά των αυξημένων κρουσμάτων της γρίπης των πτηνών, των ελλείψεων σε εργατικό δυναμικό, αλλά και του υψηλού κόστους εκτροφής, στην Ευρώπη προβλέπεται ενίσχυση τιμών και, ταυτόχρονα, περιορισμένη προσφορά πουλερικών.

Η ζήτηση αναμένεται να είναι έντονη τόσο εντός των κρατών της ΕΕ, όσο και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στις ΗΠΑ, η περιορισμένη προσφορά άλλων ζωικών πρωτεϊνών εκτιμάται ότι θα ευνοήσει τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα των πουλερικών οι οποίες, σύμφωνα με τη Rabobank, θα δουν τα περιθώρια κέρδους να αυξάνονται κατά τουλάχιστον 2%.

Αν και οι συναλλαγές με την Κίνα αναμένεται να είναι λιγότερες, η χώρα αναμένεται να διατηρήσει την ηγετική θέση της στις αγορές, ενώ την ίδια στιγμή η ζήτηση τόσο από το λιανεμπόριο όσο και από τις υπηρεσίες εστίασης θα παραμείνει ισχυρή. Για τη Βραζιλία, η τράπεζα εκτιμά ότι η αυξημένη ζήτηση παγκοσμίως θα στηρίξει τις εξαγωγές την ώρα που η τοπική αγορά θα σημειώσει κάμψη, λόγω και της αυξημένης προσφοράς βόειου κρέατος.

Ωστόσο, η χώρα αναμένεται να έχει καλές σοδειές στα δημητριακά, κάτι που μπορεί να συγκρατήσει τις τιμές των ζωοτροφών. Σε ό,τι αφορά την Κίνα, η ζήτηση έχει δεχθεί πλήγμα λόγω της πανδημίας και οι επιχειρήσεις του κλάδου βρίσκονται αντιμέτωποι με πιέσεις για περιορισμό της παραγωγής, λόγω υπερπροσφοράς.

Περισσότερο επεξεργασμένο προϊόν

«Μια μεγάλη πρόκληση για τους παραγωγούς το 2022 θα είναι να διαχειριστούν την αστάθεια στη ζήτηση σε ένα πλαίσιο προκλήσεων στην αλυσίδα εφοδιασμού», επισημαίνει ο Mulder και προσθέτει ότι επιπλέον πιέσεις δημιουργεί το γεγονός ότι αρκετές «ανοιχτές» αγορές σε αστικές περιοχές, με χαρακτηριστικότερα τα παραδείγματα της Κίνας και της ΝΑ Ασίας, έχουν κλείσει οριστικά ή λειτουργούν με περιορισμούς.

Αυτό, κατά την εκτίμησή του, δημιουργεί τις συνθήκες για μετάβαση σε πιο οργανωμένες και «επίσημες» αλυσίδες εφοδιασμού και περισσότερη ζήτηση για επεξεργασμένο/μεταποιημένο προϊόν. Παράλληλα, σε πολλές αγορές παρατηρείται ταχεία ανάπτυξη στις αγορές εξ αποστάσεως καθώς και στη διανομή φαγητού μέσω διαδικτύου, όπως και στις παραδόσεις κατ’ οίκον.