«Καμπανάκι» για το αποτύπωμα της αγροτικής δραστηριότητας στο τοπίο

Η ποικιλόμορφη ύπαιθρος παρέχει σημαντικές υπηρεσίες στους παραγωγούς, ωστόσο σήμερα βρίσκεται αντιμέτωπη με προκλήσεις και υποβάθμιση

Μια έκθεση που εκπόνησε το Μεσογειακό Ινστιτούτο για τη Φύση και τον Άνθρωπο (MedINA) κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τις επιπτώσεις της αγροτικής παραγωγής στο τοπίο της υπαίθρου και θέτει τις βάσεις για έναν ουσιαστικό διάλογο, με στόχο την εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για το Τοπίο στη χώρα μας.

Το τοπίο ως παράπλευρη απώλεια της δεύτερης γεωργικής επανάστασης και της εντατικής καλλιέργειας, αλλά και ως σημείο αναφοράς της κλιματικής αλλαγής, βρίσκεται στην «καρδιά» της έκθεσης που δημοσίευσε το Μεσογειακό Ινστιτούτο για τη Φύση και τον Άνθρωπο (MedINA), η οποία στοχεύει στην ανάδειξη λύσεων μέσα από τη συμμετοχή και τη δημόσια διαβούλευση.

Σύμφωνα με την έκθεση «Τοπίο και συμμετοχικός σχεδιασμός στην Ελλάδα. Προτάσεις ενσωμάτωσης της Ευρωπαϊκής Σύμβασης του Τοπίου στις τομεακές πολιτικές», που παρουσιάστηκε πρόσφατα, ο 20ός αιώνας χαρακτηρίστηκε από την εκμηχάνιση του αγροτικού τομέα, επιφέροντας ραγδαία αύξηση της αγροτικής παραγωγής, αλλά και ριζικές μεταβολές στο αγροτικό τοπίο, οι οποίες εκφράζονται μέσα από την εκτέλεση σημαντικών έργων υποδομής από το κράτος, όπως φράγματα και αρδευτικά δίκτυα, αλλά και μέσα από τις αποφάσεις των μεμονωμένων παραγωγών σε επίπεδο αγροτικής εκμετάλλευσης.

Πολιτικές και τοπίο

Το τοπίο της χώρας μας έχει επηρεαστεί κατά πολύ από την αγροτική πολιτική των τελευταίων δεκαετιών, μια πολιτική που έχει προκαλέσει αλλαγές στην οικονομία, την κοινωνική συνοχή, αλλά και την πολιτιστική ταυτότητα της αγροτικής κοινωνίας. Ο αγροτικός κόσμος, στην πλειοψηφία του, έχει συρρικνωθεί και έχει χάσει τα χαρακτηριστικά του, ενσωματώθηκε στα υπόλοιπα κοινωνικά στρώματα, ενώ o παραδοσιακός γεωργός έχει πολλές φορές εξελιχθεί σε επιχειρηματία ή σε υπάλληλο που ασκεί συμπληρωματικά τα αγροτικά του καθήκοντα.

Η εντατικοποίηση της αγροτικής παραγωγής, ιδιαίτερα στην περίοδο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και η εκτέλεση μεγάλων έργων αναδασμού, που συνήθως συνοδεύονται από τη δημιουργία αρδευτικών δικτύων και η εξαφάνιση στοιχείων, όπως οι φυτοφράκτες, οι λόγκοι και τα αναχώματα, τα οποία προσέδιδαν ταυτότητα και καθόριζαν την αγροοικολογική λειτουργία κάθε περιοχής, είχαν ως αποτέλεσμα την ομογενοποίηση των αγροτικών τοπίων, καθώς και την περιβαλλοντική τους υποβάθμιση (ρύπανση υπόγειων υδάτων, αλάτωση και διάβρωση εδαφών κ.λπ.).

Έρευνες δείχνουν ότι το μεγαλύτερο κομμάτι της παραγωγής των προϊόντων ΠΟΠ και ΠΓΕ στην Ευρώπη και στην Ελλάδα λαμβάνει χώρα σε μειονεκτικές περιοχές που δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν το μοντέλο εντατικοποίησης της αγροτικής παραγωγής, αλλά συνδέονται με την ποικιλομορφία του τοπίου

Την ίδια στιγμή, η αύξηση της αγροτικής δραστηριότητας στις, περισσότερο αποδοτικές, πεδινές περιοχές και η εγκατάλειψη και σταδιακή δάσωση της αγροτικής γης σε απομακρυσμένα, ορεινά και νησιωτικά, σημεία, έχουν ως αποτέλεσμα το αγροτικό τοπίο στην Ευρώπη, αλλά και την Ελλάδα να έχει υποστεί ριζική αναμόρφωση και να έχει χάσει την ποικιλομορφία του.

«Ένα αγροτικό τοπίο αντανακλά σε μεγάλο βαθμό τις επιλογές που κάνει ο αγρότης καθημερινά», τονίζει ο Θύμιος Δημόπουλος, αρχιτέκτονας – χωροτάκτης, υπεύθυνος προγράμματος LPPT του MedINA και ένας από τους συντάκτες της έκθεσης. «Ένα ποικιλόμορφο αγροτικό τοπίο φανερώνει μια πολυλειτουργική πραγματικότητα, όπου οι παραγωγοί έχουν τη δυνατότητα και επιλέγουν να ακολουθήσουν ένα μοντέλο με ποικιλία καλλιεργειών, προϊόντων και υπηρεσιών. Πολύ συχνά, μάλιστα, αυτό το μοντέλο ταυτίζεται με μικρή κλίμακα αγροτεμαχίων και μικρές εκμεταλλεύσεις και εμφανίζεται σε Λιγότερο Ευνοημένες Περιοχές (ΛΕΠ) με μειωμένες δυνατότητες εντατικοποίησης», τονίζει.

Σε τέτοιες περιοχές, οι περιορισμένες δυνατότητες εντατικοποίησης, αν δεν οδήγησαν τους αγρότες στην εγκατάλειψη της αγροτικής γης, τους οδήγησαν σε πιο σύνθετες στρατηγικές για τη διατήρηση του εισοδήματος, οι οποίες συνδέονται με την ποικιλομορφία του τοπίου. «Τέτοιες πρακτικές μπορεί να περιλαμβάνουν την αύξηση του πλήθους προϊόντων, την ποιοτική διαφοροποίηση και την αναζήτηση αυξημένης αξίας μέσω εναλλακτικών αλυσίδων αξίας και σε δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών πέραν της παραγωγής προϊόντων, όπως ο αγροτουρισμός. Έρευνες δείχνουν ότι το μεγαλύτερο κομμάτι της παραγωγής των προϊόντων ΠΟΠ και ΠΓΕ στην Ευρώπη και στην Ελλάδα λαμβάνει χώρα σε τέτοιες μειονεκτικές περιοχές, που δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν το μοντέλο εντατικοποίησης της αγροτικής παραγωγής», σημειώνει ο κ. Δημόπουλος.

Και προσθέτει: «Στην αντίθετη πλευρά, βρίσκεται ένα μοντέλο μονοκαλλιέργειας, μεγάλης κλίμακας, μεγάλων εισροών και επενδύσεων, το οποίο δημιουργεί ένα τοπίο ομογενοποιημένο. Εκεί που υπήρχαν οι δυνατότητες και οι πόροι για εντατικοποίηση της παραγωγής, οι αγρότες επένδυσαν σημαντικά ποσά για τον εκμηχανισμό της παραγωγής, αλλά και τη λειτουργία των εκμεταλλεύσεων, με την αύξηση των εισροών».

Όπως συνοψίζει ο ίδιος, το αυξημένο αυτό κόστος και το επακόλουθο ρίσκο οδήγησαν σε συγκεντροποίηση της αγροτικής παραγωγής σε μεγάλο βαθμό. «Σε τέτοια τοπία είναι δύσκολο να συναντήσεις αγρότες που να διατηρούν πολυλειτουργικά μοντέλα αγροτικής παραγωγής», εξηγεί.

Παρ’ όλα αυτά, ο κ. Δημόπουλος αξιολογεί ότι η πραγματικότητα στη χώρα μας είναι πιο σύνθετη, αφού «συχνά παρατηρείται σε μια περιοχή να εμφανίζεται μια πόλωση μεταξύ εντατικοποίησης και εκτατικοποίησης των αγροτικών πρακτικών».

Προβληματισμός για τη νέα ΚΑΠ

Σήμερα, το ζητούμενο είναι ο συνδυασμός της αγροτικής παραγωγής/δραστηριότητας με την προστασία του περιβάλλοντος, τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και την προστασία των φυσικών πόρων. Πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της σύγχρονης εποχής και η ανάγκη για την πραγμάτωσή του είναι επιτακτική λόγω της επιτάχυνσης της κλιματικής αλλαγής, καθώς και της αυξανόμενης ζήτησης για τρόφιμα ασφαλή και ποιοτικά.

Η νέα ΚΑΠ, αλλά και περιβαλλοντικές πολιτικές, όπως η Green Deal, φέρνουν όντως στο προσκήνιο την ανάγκη όχι μόνο για διατήρηση του τοπίου, αλλά και για την επαναφορά της ποικιλομορφίας του. H αποτελεσματικότητα, όμως, των μέτρων που έχουν εφαρμοστεί έως σήμερα μέσω της ΚΑΠ είναι τουλάχιστον προβληματική, αφού ενώ από τη μία υποστηρίζουν τη διατήρηση της αγροτικής παραγωγής σε μειονεκτικές περιοχές και μικρές εκμεταλλεύσεις, σε πιο ποικιλόμορφα δηλαδή αγροτικά τοπία, ταυτόχρονα ενισχύουν την εντατικοποίηση σε άλλα.

Ο κ. Δημόπουλος επισημαίνει ότι «η υλοποίηση της ΚΑΠ στην Ελλάδα είναι κεντρικά εκπορευόμενη διαδικασία, η οποία δεν εξειδικεύεται σε περιφερειακό επίπεδο. Ως αποτέλεσμα, η τεράστια έκταση που ονομάζεται “αγροτικός χώρος”, καλύπτοντας άνω του 50% της έκτασης της χώρας, ρυθμίζεται με τρόπο οριζόντιο, χωρίς την απαραίτητη εξειδίκευση των μέτρων με βάση τις ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής και χωρίς να λαμβάνεται επαρκώς υπόψη η γνώμη όσων ζουν και διαμορφώνουν καθημερινά το αγροτικό τοπίο».

Με αυτόν τον τρόπο, οι στόχοι που ορίζονται σχετικά με τη διατήρηση του αγροτικού τοπίου και της ενίσχυσης των στοιχείων του δεν σχεδιάζονται επί πραγματικών εκτάσεων. «Έτσι, δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί η αποτελεσματικότητα των μέτρων αυτών, εφόσον δεν έχουν καταγραφεί με κάποιον τρόπο τα στοιχεία και τα χαρακτηριστικά του τοπίου που χρήζουν ενίσχυσης ή διατήρησης και δεν έχουν οριστεί δείκτες για την παρακολούθηση των μέτρων», προσθέτει ο ίδιος.

Επομένως, δημιουργείται το εξής παράδοξο: Ενώ αυξάνονται τα μέτρα και τα εργαλεία που στοχεύουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στη διατήρηση ή την αύξηση της ποικιλομορφίας του τοπίου, όπως τα Οικολογικά Σχήματα στη νέα ΚΑΠ, ο σχεδιασμός τους και η παρακολούθησή τους μένουν μάλλον σε θεωρητικό επίπεδο, θέτοντας σε αμφισβήτηση την αποτελεσματικότητά τους.

Ο ρόλος του αγρότη

Τι σημαίνει, όμως, όλο αυτό για τους αγρότες και δη για τους Έλληνες αγρότες, δεδομένου ότι, μέχρι στιγμής, στην Ελλάδα, αφενός δεν υπάρχει ολοκληρωμένη στρατηγική για τη διαχείριση του τοπίου και αφετέρου αποκλείονται από τις διαδικασίες σχεδιασμού πολιτικής οι ίδιοι οι άνθρωποι που αλληλεπιδρούν καθημερινά μαζί του;

«Ένα σημαντικό σημείο που σχετίζεται με την αμφιλεγόμενη αποτελεσματικότητα αυτών των μέτρων είναι ότι σχεδιάζονται μακριά από τους αγρότες», απαντά ο κ. Δημόπουλος. «Αυτό έχει συχνά ως αποτέλεσμα αφενός να είναι πολύπλοκη η εφαρμογή τους και αφετέρου οι αγρότες να αισθάνονται περισσότερο ως παθητικοί δέκτες που καλούνται να επιλέξουν μεταξύ συγκεκριμένων επιλογών».

Ο ίδιος υπογραμμίζει ότι «είναι σημαντικό να μπορέσουμε να σχεδιάσουμε σχήματα μέτρων και εργαλείων σε περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο, ώστε να έχουν νόημα για τους αγρότες και να παράγουν εφικτά και μετρήσιμα αποτελέσματα. Οι αγρότες γνωρίζουν τις υπηρεσίες και τα οφέλη που παρέχουν τα τοπία εκτός από την παραγωγή προϊόντων και σε πολλές περιπτώσεις καταφέρνουν να τα συνδυάσουν. Εκτός, λοιπόν, από την αξία που μπορεί να έχουν για τους ίδιους ποικιλόμορφα τοπία που προσφέρουν περισσότερες λειτουργίες, όπως αναψυχή, κοινωνικότητα, αίσθηση ταυτότητας, μπορούν με την κατάλληλη υποστήριξη να συνδυάσουν τα οφέλη από αυτές τις υπηρεσίες με τα προϊόντα που παράγουν».

Σχεδιάζοντας, λοιπόν, μαζί και με άλλους φορείς, σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο, αγροδιατροφικά δίκτυα που θα αναγνωρίζουν αυτές τις αξίες και θα τις ενσωματώνουν ως υπηρεσία στα προϊόντα τους, ο κ. Δημόπουλος θεωρεί ότι οι αγρότες μπορούν να συμβάλουν στη διατήρηση ή και στην αύξηση της ποικιλομορφίας του τοπίου. «Χρειάζεται, δηλαδή, να μην αποτελεί ο σχεδιασμός τέτοιων πολιτικών μια εξωτερική διαδικασία για τους αγρότες, αλλά να τους ενσωματώνει», καταλήγει.