ΚΑΠ 2028-2035: Σε αχαρτογράφητα νερά η Ελλάδα – Κίνδυνος απώλειας ενισχύσεων

27/07/2025
7' διάβασμα
kap-2028-2035-se-achartografita-nera-i-ellada-kindynos-apoleias-enischyseon-358812

Με φόντο την εντεινόμενη γεωπολιτική αβεβαιότητα και τις μετατοπίσεις στην ευρωπαϊκή στρατηγική, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε στις 16 Ιουλίου 2025 την πρότασή της για το νέο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο 2028-2034. Πρόκειται για έναν προϋπολογισμό, ύψους 1,98 τρισ. ευρώ, που προκρίνει την άμυνα, την ψηφιακή αυτονομία και την τεχνητή νοημοσύνη έναντι των παραδοσιακών πολιτικών, όπως η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ).

Η νέα προσέγγιση –σύμφωνα με όσα ανακοινώθηκαν– αλλάζει ριζικά τον τρόπο χρηματοδότησης της ευρωπαϊκής γεωργίας και μετατρέπει την ΚΑΠ από μια αυτόνομη πολιτική με σαφείς κανόνες σε μία από τις πολλές συνιστώσες των «Εθνικών και Περιφερειακών Σχεδίων Εταιρικής Σχέσης» (NRPP). Για την Ελλάδα, η εξέλιξη αυτή ενέχει σοβαρούς κινδύνους για τη συνέχιση της στήριξης του αγροτικού τομέα, τόσο σε οικονομικό όσο και σε θεσμικό επίπεδο.

Μείωση χρηματοδότησης

Η πρόταση της Επιτροπής προβλέπει κονδύλια 294 δισ. ευρώ για την ΚΑΠ (ούτε καν 300
δισ., όπως αρχικά είχε ειπωθεί), έναντι 386,6 δισ. την περίοδο 2021-2027. Η μείωση αυτή μεταφράζεται, για την Ελλάδα, σε ετήσια απώλεια που ενδέχεται να φτάσει τα 400 εκατ. ευρώ, κυρίως μέσω της συρρίκνωσης των άμεσων ενισχύσεων.

Η βασική διαφοροποίηση, ωστόσο, δεν είναι μόνο ποσοτική, αλλά και ποιοτική: Η Ελλάδα δεν θα λαμβάνει πλέον εγγυημένα ποσά, αλλά θα πρέπει να επιτυγχάνει στόχους, κυρίως περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς, προκειμένου να έχει πρόσβαση στη χρηματοδότηση.

Το τέλος των ενιαίων ευρωπαϊκών κανόνων

Η νέα αρχιτεκτονική της ΚΑΠ καταργεί την κοινή ευρωπαϊκή ρύθμιση για κρίσιμα εργαλεία, όπως οι άμεσες ενισχύσεις, οι συνδεδεμένες πληρωμές και η αναδιανεμητική ενίσχυση. Κάθε κράτος-μέλος θα καθορίζει τους δικούς του όρους ενίσχυσης στο πλαίσιο του εθνικού του σχεδίου. Αυτό δημιουργεί ασύμμετρες συνθήκες ανταγωνισμού. Κράτη με ισχυρότερους προϋπολογισμούς ή αποτελεσματικότερη διοίκηση θα μπορούν να προσφέρουν ευνοϊκότερα καθεστώτα ενίσχυσης στους αγρότες τους. Αντίθετα, η Ελλάδα, με τις περιορισμένες διοικητικές δυνατότητες, κινδυνεύει να βρεθεί σε μειονεκτική θέση.

Κρίσιμος ο ρόλος του εθνικού σχεδίου

Η ποιότητα του ελληνικού Εθνικού Σχεδίου Εταιρικής Σχέσης θα είναι ο καταλύτης για την πρόσβαση στα κονδύλια. Ωστόσο, η πολυπλοκότητα του νέου σχήματος απαιτεί συντονισμό μεταξύ πολλών υπουργείων και περιφερειών, την ώρα που η χώρα δεν διαθέτει ακόμη ενιαίο μηχανισμό στρατηγικού σχεδιασμού και διαλειτουργικότητας.

Η σύνταξη ενός συνεκτικού, τεχνικά επαρκούς και στρατηγικά ευθυγραμμισμένου σχεδίου αποτελεί μεγάλο στοίχημα και μια πιθανή αποτυχία ενδέχεται να επιφέρει καθυστέρηση ή απώλεια πόρων.

Οι πιο ευάλωτοι κινδυνεύουν να αποκλειστούν

Στην πράξη, οι μικρομεσαίοι παραγωγοί και οι αγρότες τρίτης ηλικίας είναι αυτοί που απειλούνται περισσότερο από τη νέα πραγματικότητα. Χωρίς κατοχυρωμένα δικαιώματα βασικής ενίσχυσης και με αυστηρούς περιβαλλοντικούς δείκτες, υπάρχει ορατός κίνδυνος περιθωριοποίησης όσων δεν έχουν την ικανότητα να προσαρμοστούν ή να επενδύσουν.

Προκλήσεις εφαρμογής

Το νέο σύστημα βασίζεται σε ένα πλαίσιο 32 κοινών δεικτών, οι περισσότεροι εκ των οποίων σχετίζονται με το περιβάλλον και την κοινωνική συνοχή. Δεν περιλαμβάνεται μέτρηση της αγροτικής παραγωγικότητας ή του γεωργικού εισοδήματος. Για χώρες όπως η Ελλάδα, που αντιμετωπίζουν τεχνικές δυσκολίες στην παρακολούθηση αποτελεσμάτων σε πραγματικό χρόνο, αυτό αποτελεί σοβαρή πρόκληση.

Παράλληλα, η έλλειψη πρόβλεψης για μεταβατικές διατάξεις δημιουργεί αβεβαιότητα σχετικά με τη συνέχεια των πληρωμών και των δράσεων στήριξης από την τρέχουσα περίοδο στην επόμενη.

Προτεραιότητα η χάραξη εθνικής στρατηγικής

Το κεντρικό ερώτημα που τίθεται είναι αν η Ελλάδα μπορεί, σε αυτό το μεταβαλλόμενο ευρωπαϊκό τοπίο, να διασφαλίσει τους απαραίτητους πόρους για την αγροτική της πολιτική. Ο χρόνος πιέζει και η ανάγκη για στρατηγικό σχεδιασμό, διαφάνεια και θεσμική συνεργασία είναι επιτακτική.

Σε αντίθετη περίπτωση, η νέα ΚΑΠ μπορεί να μετατραπεί από εργαλείο στήριξης σε εργαλείο αποκλεισμού, πλήττοντας έναν κλάδο που ήδη δοκιμάζεται από τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης, του υψηλού κόστους παραγωγής και της δημογραφικής γήρανσης.

IFOAM: Μονόπλευρη και ακατάλληλη χαρακτηρίζουν οι βιοκαλλιεργητές την πρόταση για τη νέα ΚΑΠ

Ζητούν τουλάχιστον το 1/3 του προϋπολογισμού της πολιτικής να δεσμεύεται για περιβαλλοντικούς και κλιματικούς στόχους

Έντονη ανησυχία για την κατεύθυνση που λαμβάνει η νέα πρόταση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) εκφράζει η IFOAM Organics Europe, εκπροσωπώντας το ευρωπαϊκό κίνημα της βιολογικής γεωργίας. Όπως υποστηρίζει, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει τη δέσμευση κονδυλίων αποκλειστικά για εισοδηματική στήριξη με βάση την έκταση, αφήνοντας την ευθύνη για τη χρηματοδότηση περιβαλλοντικών δράσεων στα κράτη-μέλη.

Ο πρόεδρος της IFOAM Organics Europe, Jan Plagge, χαρακτηρίζει την πρόταση «μονόπλευρη και ακατάλληλη» για μια ΚΑΠ που φιλοδοξεί να διασφαλίσει το μέλλον της γεωργίας. «Η νέα πολιτική πρέπει να έχει καθαρό περιβαλλοντικό προσανατολισμό. Η απουσία σαφούς χρηματοδότησης για τη βιωσιμότητα θα οδηγήσει σε ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών-μελών για το ποιος θα επενδύσει λιγότερο στο περιβάλλον – και αυτό απειλεί την ευρωπαϊκή διατροφική κυριαρχία», προειδοποίησε.

Η IFOAM ζητά τουλάχιστον το 1/3 του προϋπολογισμού της ΚΑΠ να δεσμεύεται για περιβαλλοντικούς και κλιματικούς στόχους, όπως συνέστησε και ο Στρατηγικός Διάλογος για το μέλλον της γεωργίας, που συντονίστηκε από την πρόεδρο της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.

Αν και το ευρωπαϊκό κίνημα καλωσορίζει την αναγνώριση της βιολογικής γεωργίας ως κεντρικού εργαλείου στη μεταρρυθμισμένη ΚΑΠ μετά το 2027, εκφράζει φόβους ότι χωρίς συγκεκριμένα δεσμευμένα κονδύλια, πολλά κράτη-μέλη δεν θα προχωρήσουν στην υλοποίησή της. «Οι αγρότες που επενδύουν σε βιώσιμες πρακτικές χρειάζονται μακροπρόθεσμη πολιτική σταθερότητα», τονίζει ο Plagge. «Η βιολογική γεωργία προσφέρει αποδεδειγμένα περιβαλλοντικά και κοινωνικά οφέλη, προστατεύει την υγεία, αυξάνει την αποδοτικότητα των εκμεταλλεύσεων και συμβάλλει στην αναζωογόνηση των αγροτικών περιοχών. Αυτή η συνεισφορά πρέπει να ανταμείβεται δίκαια μέσω της ΚΑΠ».

Ο Plagge υπογραμμίζει ότι η βιολογική γεωργία αποτελεί μια απλή, εφαρμόσιμη λύση, που εξασφαλίζει υψηλή περιβαλλοντική απόδοση με ελάχιστο διοικητικό κόστος. «Από τη στιγμή που ήδη ρυθμίζεται σε επίπεδο ΕΕ και διαθέτει αξιόπιστους μηχανισμούς πιστοποίησης, μπορεί να υιοθετηθεί άμεσα από τα κράτη-μέλη για να επιτύχουν υψηλούς περιβαλλοντικούς στόχους χωρίς περίπλοκες διαδικασίες», καταλήγει.