H ΚΑΠ μετά το 2020: Oι Βρυξέλλες σε ρόλο «επιτηρητή»;

γράφει ο Λικ Βερνέ, συνιδρυτής της Farm Europe

nea-cap-agrotes

Οι ευρωβουλευτές έχουν πλέον έναν μήνα για να ολοκληρώσουν την εξέταση των τελευταίων πολιτικών φακέλων, προτού ξεκινήσει για την ΕΕ μια εξαμηνιαία περίοδος θεσμικής ανανέωσης. Ήρθε η ώρα οι σημερινοί ιθύνοντες είτε να επισπεύσουν τις τελικές αποφάσεις τους, είτε απλώς να ελπίσουν ότι θα κληροδοτήσουν ένα ίχνος στο νέο ευρωπαϊκό τοπίο.

«Ο κοινός χαρακτήρας, το «Κ» της ΚΑΠ, θα κρέμεται από μία κλωστή, όχι πολιτική, αλλά τεχνοκρατική.»

Μετά την απόφαση του Κοινοβουλίου να μην ψηφίσει επίσημη θέση σχετικά με το μέλλον της ΚΑΠ, ο Ευρωπαίος επίτροπος Γεωργίας ξεκίνησε μια σειρά από ενέργειες επικοινωνίας για την υπεράσπιση της προτεινόμενης μεταρρύθμισης, που θα είναι πλέον στα χέρια του διαδόχου του. Αρνούμενος οποιαδήποτε μορφή «επανεθνικοποίησης», αναγνωρίζει, ωστόσο, τη μεγάλη ευελιξία που παρέχει η πρότασή του στα κράτη-μέλη, τονίζοντας ότι ο κοινός χαρακτήρας θα διατηρηθεί μέσω του ρόλου του «επιτηρητή» που θα αναλάβει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, έχοντας την ευθύνη για την επικύρωση των εθνικών στρατηγικών σχεδίων που θα καταρτίζουν τα κράτη-μέλη. Ως εκ τούτου, ο επίτροπος θεωρεί ότι ο ευρωπαϊκός χαρακτήρας της ΚΑΠ δεν διασφαλίζεται από νομικά κείμενα, αλλά από την ανάλυση ή την καλή θέληση της Επιτροπής. Με άλλα λόγια, ο κοινός χαρακτήρας, το «Κ» της ΚΑΠ, θα κρέμεται από μία κλωστή, όχι πολιτική, αλλά τεχνοκρατική.

Τα δύο επικρατέστερα σενάρια

Ωστόσο, η Επιτροπή θα δυσκολευτεί αρκετά για να δικαιολογήσει τη νομιμότητά της, πέραν του παραδοσιακού ρόλου της ως «θεματοφύλακα των Συνθηκών». Η διαφορά είναι τεράστια. Συνήθως, η Επιτροπή επικαλείται τη νομοθεσία που πρέπει να εφαρμοστεί σε όλη την ΕΕ, με προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, εφόσον κριθεί απαραίτητο.

Τι θα είχαν να κερδίσουν οι αγρότες και οι πολίτες της ΕΕ από μία νομοθεσία που θα αποφασίζεται αποσπασματικά, στα άδυτα των διοικήσεων;

Στην περίπτωση της πρότασης για τη μελλοντική ΚΑΠ, το πλαίσιο είναι εντελώς διαφορετικό. Η Επιτροπή δεν θα καλείται να επιβάλλει τη νομοθεσία που έχει εγκριθεί από τους συν-νομοθέτες, αλλά να κρίνει κατά πόσο είναι βάσιμες οι επιλογές πολιτικής των κρατών-μελών, χωρίς να έχει νομική βάση. Θα βρεθεί, λοιπόν, αντιμέτωπη με δύο σενάρια:

Είτε θα περιορίσει τη δράση της στο να κρίνει τη νομική συμβατότητα των εθνικών σχεδίων, έστω παραβλέποντας εξόφθαλμες περιπτώσεις στρέβλωσης του ανταγωνισμού, είτε θα έχει τη φιλοδοξία να επικυρώνει μόνο τα εθνικά σχέδια που ανταποκρίνονται πλήρως στις συγκεκριμένες προκλήσεις του γεωργικού τους τομέα, όντας η μόνη υπεύθυνη για τη συνοχή των 27 εθνικών σχεδίων. Σε αυτή την περίπτωση, αργά ή γρήγορα, θα κληθεί να αντιμετωπίσει το θέμα της νομιμοποίησής της και, εντέλει, ο «επιτηρητής» θα μπορούσε να υποκύψει στη θέληση μιας δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης, καθώς δεν θα έχει στα χέρια του νομικό κείμενο για να βασιστεί. Η ΚΑΠ θα γινόταν, συνεπώς, αντικείμενο μυστικών διαπραγματεύσεων, με κεντρικό ρόλο των εθνικών διοικήσεων και με την Επιτροπή να διασώζει απλά το κύρος της, δίνοντας την εντύπωση ότι παίζει τον ρόλο του επιτηρητή. Το ερώτημα, όμως, είναι τι θα είχαν να κερδίσουν οι αγρότες και οι πολίτες της ΕΕ από μία νομοθεσία που θα αποφασίζεται αποσπασματικά, στα άδυτα των διοικήσεων; Και τι θα παραμείνει από τα προνόμια του ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου…