Κερδισμένη η γεωργία βιομηχανικής κλίμακας, ασφυκτικό το κλίμα για τους μικρότερους αγρότες

Ακτινογραφία της ευρωπαϊκής αγροδιατροφής

Ο πρωτογενής τομέας της ΕΕ βρίσκεται εδώ και καιρό στο προσκήνιο του ενδιαφέροντος, εξαιτίας των αγροτικών κινητοποιήσεων που μαίνονται όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Τι αντιπροσωπεύει, όμως, στις μέρες μας ο κλάδος της αγροδιατροφής στην Ευρώπη; Πόση είναι η αξία του για την οικονομία, την εργασία και τους πολίτες;

Την απάντηση δίνει η έκδοση του 2023 των «Βασικών στοιχείων για την ευρωπαϊκή αλυσίδα τροφίμων», που δημοσίευσε προσφάτως η Eurostat. Παρουσιάζοντας στοιχεία από το 2020 και έπειτα, η δημοσίευση αποτυπώνει περιεκτικά την εικόνα των τελευταίων ετών στην αλυσίδα, από το αγρόκτημα μέχρι το πιάτο (βλ. πίνακα). Σημειώνεται, επίσης, ότι:

 Το 2022 1,3 δισ. τόνοι αγροτικών, δασικών προϊόντων και προϊόντων αλιείας και 1,6 τόνοι τροφίμων μεταφέρθηκαν εντός της ΕΕ.

 Κάθε πολίτης της ΕΕ ξόδεψε κατά μέσο όρο 3.470 ευρώ το 2021 σε τρόφιμα, ποτά και επιχειρήσεις εστίασης.

ΠΙΝΑΚΑΣ: Η αλυσίδα τροφίμων σε αριθμους (2020)

Αγροτική Παραγωγή

Αριθμός εκμεταλλεύσεων

Εργαζόμενοι

Προστιθέμενη αξία

9,1 εκατομμύρια (χρησιμοποιούν
το 38,4% της γης της ΕΕ)

8,7 εκατομμύρια

173,9 δισ. ευρώ

Βιομηχανία τροφίμων και ποτών 

Αριθμός επιχειρήσεων

Εργαζόμενοι

Προστιθέμενη αξία

291.000

4,6 εκατομμύρια

226,8 δισ. ευρώ

Διανομή και πώληση τροφίμων και ποτών 

Αριθμός επιχειρήσεων

Εργαζόμενοι

Προστιθέμενη αξία

1,1 εκατομμύριο

8,4 εκατομμύρια

293 δισ. ευρώ

Δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών για τα τρόφιμα και ποτά

Αριθμός επιχειρήσεων

Εργαζόμενοι

Προστιθέμενη αξία

1,5 εκατομμύριο

7,3 εκατομμύρια

107,2 δισ. ευρώ

Αγροτική γη 

 Η χρησιμοποιούμενη αγροτική γη στην ΕΕ ήταν 1,574 δισ. στρέμματα το 2020, ήτοι περίπου το 38,4% της έκτασης της ΕΕ. Το ποσοστό της έκτασης ανά κράτος-μέλος παρουσίαζε μεγάλες διακυμάνσεις. Στη Σουηδία και στη Φινλανδία, οι αγροτικές εκτάσεις αντιστοιχούσαν μόλις στο 1/10 του συνόλου, ενώ, στον αντίποδα, περισσότερη από τη μισή γη ήταν αγροτική σε Λουξεμβούργο, Ρουμανία, Ουγγαρία και Δανία, φθάνοντας μέχρι το 71,7% στην Ιρλανδία. Σε απόλυτες τιμές, η Γαλλία, με 274 εκατ. στρέμματα, και η Ισπανία, με 239 εκατ. στρέμματα, είχαν τις μεγαλύτερες γεωργικές εκτάσεις στην ΕΕ, αντιπροσωπεύοντας το 17,4% και το 15,2% -αντίστοιχα- του συνόλου της ΕΕ. Επίσης, το 2020, περισσότερα από τα 3/5 (62,3%) της καλλιεργούμενης γεωργικής έκτασης της ΕΕ ήταν αρόσιμη γη που χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή τροφίμων και ζωοτροφών.

Τα μόνιμα λιβάδια αντιπροσώπευαν σχεδόν το 1/3 (30,5%) της γεωργικής έκτασης της ΕΕ και χρησιμοποιούνταν κυρίως για τη βόσκηση των ζώων. Η χρήση της υπόλοιπης γης (7,1%) αφορούσε κυρίως μόνιμες καλλιέργειες, όπως φρούτα (συμπεριλαμβανομένων των σταφυλιών) και ελιές.

Αγροτικές εκμεταλλεύσεις 

Στην ΕΕ υπήρχαν 9,1 εκατομμύρια εκμεταλλεύσεις εν έτει 2020. Εξ αυτών, σχεδόν το 1/3 (31,8%) βρισκόταν στη Ρουμανία, το 14,4% στην Πολωνία, το 12,5% στην Ιταλία και το 10,1% στην Ισπανία. Το μέσο μέγεθος μιας εκμετάλλευσης στην ΕΕ το 2020 ήταν 171 στρέμματα.

Ωστόσο, σχεδόν τα 2/3 (63,8%) των εκμεταλλεύσεων της ΕΕ είναι έκτασης μικρότερης από 50 στρέμματα, ενώ λίγο περισσότερο από το 1/10 (11,4%) εκτεινόταν σε 300 στρέμματα ή περισσότερα. Οι φάρμες με τουλάχιστον 1.000 στρέμματα αντιπροσώπευαν το 3,6% του συνολικού αριθμού των εκμεταλλεύσεων, ωστόσο αθροιστικά καταλάμβαναν περισσότερο από το μισό (51,8%) της συνολικής έκτασης που χρησιμοποιείται για τη γεωργική παραγωγή στην ΕΕ. Ως εκ τούτου, υπάρχουν πάρα πολλές εκμεταλλεύσεις ημιεπιβίωσης στην ΕΕ, εκ των οποίων ελάχιστες είναι πολύ μεγάλες σε μέγεθος.

Σε σχέση με το 2010, το 2020 υπήρχαν 3 εκατομμύρια λιγότερες εκμεταλλεύσεις στην ΕΕ, δηλαδή σημειώθηκε μείωση 24,8%. Πρόκειται κυρίως για φάρμες μικρότερες των 50 στρεμμάτων.

Αντίθετα, αυξήθηκε ο αριθμός των εκμεταλλεύσεων άνω των 1.000 στρεμμάτων. Καθώς η συνολική έκταση που χρησιμοποιήθηκε για την αγροτική παραγωγή στην ΕΕ ήταν σχετικά σταθερή μεταξύ 2010 και 2020 (πτώση 2,2%), η μείωση του αριθμού των εκμεταλλεύσεων σε όλες τις κατηγορίες μεγέθους, εκτός από τις μεγαλύτερες, αντανακλά συγχωνεύσεις ή εξαγορές εκμεταλλεύσεων.

Από τα 160 εκατομμύρια στρέμματα της συνολικής έκτασης που καλλιεργούνταν βιολογικά στην Ευρώπη το 2021, σχεδόν τα 3/5 βρίσκονταν σε τέσσερα κράτη-μέλη: Τη Γαλλία, την Ισπανία, την Ιταλία και τη Γερμανία.

Βιολογική γεωργία

Η στρατηγική «Farm to Fork» έχει θέσει ως στόχο τουλάχιστον το 25% της γεωργικής γης της ΕΕ να καλλιεργείται βιολογικά έως το 2030. Το 2021, η συνολική έκταση που καλλιεργούνταν βιολογικά στην Ευρώπη ήταν περίπου 160 εκατομμύρια στρέμματα. Η βιολογικά καλλιεργούμενη έκταση στην ΕΕ αυξήθηκε κατά 66 εκατομμύρια στρέμματα από το 2012 έως και το 2021 (ήτοι περίπου 70%).

Σχεδόν τα 3/5 (57,5%) της συνολικής έκτασης της ΕΕ που καλλιεργούνταν βιολογικά το 2021 βρισκόταν σε τέσσερα κράτη-μέλη: Τη Γαλλία (17,3%), την Ισπανία (16,5%), την Ιταλία (13,7%) και τη Γερμανία (10%).

Αγροτικό δυναμικό

Το αγροτικό είναι ένα επάγγελμα που θεωρείται μεγάλης εντάσεως εργασίας, με έναν αγρεργάτη να δουλεύει κατά μέσο όρο 41,2 ώρες την εβδομάδα, σε σύγκριση με τον μέσο όρο των 35,9 ωρών που αφορά άλλα επαγγέλματα. Επιπλέον, σχεδόν το 1/3 των εργαζομένων στην αγροτική παραγωγή της ΕΕ είχε χαμηλό επίπεδο μόρφωσης. Ακόμη, το 2021 συνέβησαν 4,5 θανατηφόρα δυστυχήματα ανά 100.000 ανθρώπους που ασχολούνται με αγροτικές εργασίες.

Φυτική παραγωγή 

Η φυτική παραγωγή επηρεάζεται πολύ από τις καιρικές συνθήκες καθ’ όλη τη διάρκεια της καλλιεργητικής περιόδου και κατά τη συγκομιδή. Το 2022, επικράτησαν εξαιρετικά ζεστές ή/και ξηρές καιρικές συνθήκες σε πολλές περιοχές της ΕΕ. Αυτό οδήγησε σε πτώση της παραγωγής, σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, για μια μεγάλη ποικιλία καλλιεργειών.

Το 2022, τα κύρια προϊόντα που συγκομίστηκαν στην ΕΕ –από ποσοτική άποψη– περιελάμβαναν το μαλακό σιτάρι (126,7 εκατομμύρια τόνοι), τα ζαχαρότευτλα (103,5 εκατομμύρια τόνοι) και τα φρέσκα λαχανικά (59,8 εκατομμύρια τόνοι). Το σιτάρι, μάλιστα, αντιπροσώπευε σχεδόν το μισό (49,6%) της συνολικής ποσότητας δημητριακών που καλλιεργήθηκε σε ολόκληρη την ΕΕ. Η πλειονότητα των δημητριακών της ΕΕ καλλιεργείται στις πεδιάδες της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Πολωνίας, της Ρουμανίας και της Ισπανίας. Το 54% της ευρωπαϊκής παραγωγής σιτηρών χρησιμοποιήθηκε για ζωοτροφές και το 27% για ανθρώπινη κατανάλωση. Πάνω από το 1/10 (12%) της συγκομιδής προοριζόταν για βιομηχανικές χρήσεις (εκτός βιοκαυσίμων), περίπου το 4% για σπόρους και περίπου το 3% για βιοκαύσιμα. 

Συνολικά, το 2022 συγκομίστηκαν 25,4 εκατομμύρια τόνοι φρούτων (χωρίς τα εσπεριδοειδή, τα σταφύλια και τις φράουλες), από τους οποίους οι 14,7 ήταν μήλα και αχλάδια, οι 6,3 πυρηνόκαρπα (όπως ροδάκινα, νεκταρίνια, βερίκοκα, κεράσια και δαμάσκηνα), οι 2,6 υποτροπικά και τροπικά φρούτα (όπως σύκα, ακτινίδια, αβοκάντο και μπανάνες), ο 1,1 ξηροί καρποί και οι 0,7 ήταν μούρα (εκτός από φράουλες).

Το 2022, οι Ιταλία (21,6%), Πολωνία (20,3%), Ισπανία (13,9%) και Γαλλία (11,2%) ήταν οι κύριοι παραγωγοί φρούτων, μούρων και ξηρών καρπών στην ΕΕ. Τέλος, η Ισπανία παρήγαγε λίγο περισσότερο από το ήμισυ (53,1%) της συνολικής παραγωγής εσπεριδοειδών στην ΕΕ.

Κτηνοτροφία 

Η πλειονότητα του ζωικού κεφαλαίου της ΕΕ βρίσκεται σε λίγα μόνο από τα κράτη-μέλη της. Στην Ισπανία, το 2022, εξετράφη περίπου το 1/4 του πληθυσμού των χοίρων (25,4%), των προβάτων (24,5%) και των κατσικιών (21,8%) της ΕΕ. Στην Ελλάδα εκτρέφεται το 26,2% του πληθυσμού των αιγών της ΕΕ και στη Γαλλία το 22,7% του πληθυσμού βοοειδών.

Το 2022, η παραγωγή νωπού γάλακτος στην ΕΕ υπολογίστηκε σε 160 εκατομμύρια τόνους, με τη συντριπτική πλειονότητα να παραδίδεται σε γαλακτοκομεία.

Τις δύο τελευταίες δεκαετίες, σημειώθηκε μείωση του αριθμού των εκτρεφόμενων ζώων σε ολόκληρη την ΕΕ. Πιο συγκεκριμένα, μεταξύ 2002 και 2022, ο συνολικός αριθμός για τους χοίρους, τα βοοειδή, τα πρόβατα και τις κατσίκες μειώθηκε κατά 14,4%, ήτοι από 326 εκατομμύρια σε 280 εκατομμύρια. Οι μεγαλύτερες κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις στην ΕΕ εντοπίζονται στη Δανία, την Ολλανδία και το Βέλγιο, δηλαδή χώρες μέλη, μερικές από τις οποίες πρωτοστατούν στις αγροτικές κινητοποιήσεις λόγω των περιβαλλοντικών απαιτήσεων της ΚΑΠ.

Το 2022, συνολικά 22,1 εκατομμύρια τόνοι χοιρινού κρέατος παρήχθησαν στην ΕΕ, σηματοδοτώντας πτώση 5,7% σε σύγκριση με το 2021. Υπολογίζεται ότι 13 εκατομμύρια τόνοι κοτόπουλου παρήχθησαν σε ολόκληρη την ΕΕ το 2022 και 6,6 εκατομμύρια τόνοι βοδινού· το πρόβειο και το κατσικίσιο κρέας παρήχθησαν σε πολύ μικρότερες ποσότητες. 

Την ίδια χρονιά, σχεδόν το 1/4 (23% ή 5,1 εκατομμύρια τόνοι) της παραγωγής χοιρινού κρέατος της ΕΕ προήλθε από την Ισπανία, με ελαφρώς μικρότερη συνεισφορά από τη Γερμανία (20,3%). Η Ισπανία είχε, επίσης, το υψηλότερο μερίδιο της παραγωγής πρόβειου κρέατος στην ΕΕ (28%), ενώ το μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης παραγωγής προήλθε από τη Γαλλία (18,6%), την Ιρλανδία (16,1%) και την Ελλάδα (11,8%). Το υψηλότερο επίπεδο παραγωγής κρέατος πουλερικών, το 2022, καταγράφηκε στην Πολωνία (21% του συνόλου της ΕΕ ή 2,7 εκατομμύρια τόνοι). Η Ισπανία (12,6%), η Γερμανία (11,9%) και η Γαλλία (11,6%) κατέγραψαν διψήφια μερίδια.

Λίγο περισσότερο από το 1/5 της παραγωγής βόειου κρέατος της ΕΕ προερχόταν από τη Γαλλία (20,5% ή 1,4 εκατομμύρια τόνοι), με σχετικά μεγάλα μερίδια από τη Γερμανία (14,9%), την Ιταλία (11,3%), την Ισπανία (11,0%) και την Ιρλανδία (9,4%).

Οι μεγαλύτερες κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις στην ΕΕ εντοπίζονται στη Δανία, την Ολλανδία και το Βέλγιο, δηλαδή χώρες μέλη, μερικές από τις οποίες πρωτοστατούν στις αγροτικές κινητοποιήσεις λόγω των περιβαλλοντικών απαιτήσεων της ΚΑΠ.

Γάλα-γαλακτοκομικά

Το 2022, η παραγωγή νωπού γάλακτος στην ΕΕ υπολογίστηκε σε 160 εκατομμύρια τόνους. Η συντριπτική πλειονότητα της παραγωγής νωπού γάλακτος στην ΕΕ παραδίδεται σε γαλακτοκομεία.

Μόνο 9,8 εκατομμύρια τόνοι χρησιμοποιήθηκαν σε αγροκτήματα, καταναλώθηκαν από την οικογένεια του αγρότη, πωλήθηκαν απευθείας στους καταναλωτές, χρησιμοποιήθηκαν ως ζωοτροφές ή μεταποιήθηκαν απευθείας. Από τους 149,9 εκατομμύρια τόνους γάλακτος που παραδόθηκαν στα γαλακτοκομεία, οι 145,6 ήταν αγελαδινό γάλα, ενώ οι υπόλοιποι ήταν γάλα από άλλα ζώα: Προβατίνες, κατσίκες και βουβάλια.

Μερικά από τα κύρια γαλακτοκομικά προϊόντα που παράγονται στην ΕΕ είναι το γάλα κατανάλωσης, ο ορός γάλακτος (υποπροϊόν για την παρασκευή τυριού), το βούτυρο και τα τυριά. Η Γερμανία είχε το υψηλότερο επίπεδο παραγωγής και για τα τέσσερα αυτά προϊόντα το 2022: 16,3 εκατομμύρια τόνοι ορού γάλακτος, 4,2 εκατομμύρια τόνοι γάλακτος κατανάλωσης, 2,3 εκατομμύρια τόνοι τυριού και 383.000 τόνοι βουτύρου.

Μετά τη Γερμανία, τα κύρια κράτη-μέλη παραγωγής τυριού ήταν η Γαλλία (1,9 εκατομμύρια τόνοι το 2022 ή περίπου 18% του συνόλου της ΕΕ), η Ιταλία (1,4 εκατομμύρια τόνοι ή 13%), η Ολλανδία (974.000 τόνοι ή 9%) και η Πολωνία (926.000 τόνοι ή 9%).

Η Ολλανδία και η Πολωνία είχαν το δεύτερο και το τρίτο –αντίστοιχα– υψηλότερο επίπεδο παραγωγής ορού γάλακτος (8,5 και 6,9 εκατομμύρια τόνους). Η Γαλλία και η Ιρλανδία ήταν ο δεύτερος και ο τρίτος μεγαλύτερος παραγωγός βουτύρου στην ΕΕ (349.000 και 269.000 τόνοι, αντίστοιχα).

Σε κάποια κράτη-μέλη κυρίως στις νότιες περιοχές πέριξ της Μεσογείου, άλλα ζώα εκτός από τις αγελάδες συμβάλλουν σημαντικά στη συνολική παραγωγή γάλακτος. Το 2022, παραδόθηκαν 715.000 τόνοι πρόβειου γάλακτος σε γαλακτοκομεία στην Ελλάδα και 623.000 τόνοι στην Ισπανία. Χώρες παραγωγής αιγοπρόβειου γάλακτος ήταν η Γαλλία (540.000 τόνοι που παραδόθηκαν σε γαλακτοκομεία), η Ολλανδία (440.000 τόνοι) και η Ισπανία (435.000 τόνοι).

Στην Ιταλία, περίπου 234.000 τόνοι γάλακτος που παραδόθηκαν στα γαλακτοκομεία προέρχονταν από βουβάλια. Αντιστοιχούν περίπου στο 98% του συνόλου της ΕΕ στην παραγωγή βουβαλίσιου γάλακτος και χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για την παρασκευή τυριού.

Γερασμένοι οι διαχειριστές των μικρότερων εκμεταλλεύσεων

Περίπου το 1/3 (33,2%) των ιδιοκτητών των 9,1 εκατομμυρίων αγροτικών εκμεταλλεύσεων της ΕΕ ήταν άνω των 65 ετών το 2020. Αυτοί οι ηλικιωμένοι αγρότες έτειναν να κατέχουν πολύ μικρές ή μικρές εκμεταλλεύσεις και να διαχειρίζονται μόλις το 16,9% της συνολικής χρησιμοποιούμενης γεωργικής έκτασης της ΕΕ. Από την άλλη πλευρά, το 11,9% των ιδιοκτητών αγροκτημάτων στην ΕΕ ήταν κάτω των 40 ετών και διαχειριζόταν το 17,6% της συνολικής χρησιμοποιούμενης γεωργικής έκτασης. Συνεπώς, στους νέους αγρότες αντιστοιχεί μεγαλύτερο μερίδιο εκτάσεων, παρότι αυτοί είναι λιγότεροι από τους ηλικιωμένους. Επίσης, το 2020, το 68,4% των ιδιοκτητών αγροτικών εκμεταλλεύσεων στην ΕΕ ήταν άντρες και μόλις το 31,6% γυναίκες.

Παραμένουν συντριπτική πλειονότητα οι οικογενειακές εκμεταλλεύσεις

Η συντριπτική πλειονότητα (94,9%) των εκμεταλλεύσεων στην ΕΕ ταξινομούνταν ως οικογενειακές το 2020. Η Ελλάδα και η Ρουμανία είχαν το υψηλότερο ποσοστό, με το 99% των εκμεταλλεύσεων να αναφέρονται ως οικογενειακές.

Οι οικογενειακές εκμεταλλεύσεις αντιπροσώπευαν περισσότερα από τα 4/5 όλων των εκμεταλλεύσεων στα περισσότερα από τα υπόλοιπα κράτη-μέλη, με μόνες εξαιρέσεις την Εσθονία (65,2%) και τη Γαλλία (57,6%).