Η ξεχωριστή μέλισσα Καστοριάς ανοίγει τον δρόμο για την αναγνώριση του μελιού της περιοχής ως ΠΓΕ

Η φυλή Macedonica συναντάται σε διάφορα μέρη της Β. Ελλάδας, αλλά στην Καστοριά έχει κρατήσει τη γενετική της ακεραιότητα

Το γενετικό προφίλ της μέλισσας της Καστοριάς, της φυλής Macedonica, σε σχέση με άλλους πληθυσμούς στη χώρα μελέτησαν στο πλαίσιο έρευνας, που χρηματοδοτήθηκε από την Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας, επιστήμονες από τον ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας. Σκοπός της μελέτης ήταν να αναζητηθούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του μελιού της περιοχής και της γεωγραφικής προέλευσής του.

Σύμφωνα με την έρευνα και από τους πληθυσμούς που εξετάστηκαν στην Ελλάδα, διαπιστώθηκε ότι μόνο δύο διατηρούν ένα ξεχωριστό γενετικό προφίλ. «Εξετάσαμε ένα μεγάλο δείγμα μελισσών από τον Έβρο, την Καστοριά, την Κρήτη, την Πελοπόννησο και άλλες πολλές περιοχές, με σκοπό να δούμε ποιες από αυτές διατηρούν ένα ξεχωριστό γενετικό προφίλ.

Από τους πληθυσμούς που εξετάσαμε, μόνο δύο φυλές είναι γενετικά διαφοροποιημένες. Η μία είναι του Έβρου και η άλλη της Καστοριάς, η Macedonica. Η φυλή αυτή συναντάται σε πολλές περιοχές της Β. Ελλάδας, αλλά δεν έχει κρατήσει τη γενετική ακεραιότητά της και έχει προσμειχθεί», τονίζει ο επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Γεωπονίας του ΑΠΘ, Ιωάννης Γιάντσης.

Σύμφωνα με τον ίδιο, η μέλισσα της Καστοριάς κρατάει τη γενετική διαφοροποίησή της σε σχέση με τους άλλους πληθυσμούς της Ελλάδας. Αυτό σημαίνει ότι θα ήταν καλό να μη χάσει το ξεχωριστό γενετικό της προφίλ, όπως και αυτή του Έβρου.

Οριοθέτηση μελισσιών

Με απώτερο στόχο να χαρακτηρίσουν το μέλι της Καστοριάς ως Προϊόν Γεωγραφικής Ένδειξης και να δοθεί μια ταυτότητα στο προϊόν, οι ερευνητικοί φορείς έχουν εντοπίσει μια συγκεκριμένη περιοχή προστασίας την οποία και θα οριοθετήσουν, καθώς διαθέτει συγκεκριμένο τοπικό ανάγλυφο.

«Έχουμε θέσει ως στόχο να συνεργαστούμε με τους μελισσοκόμους της Καστοριάς που δεν είναι μετακινούμενοι, προκειμένου να τους οργανώσουμε και να τους κατευθύνουμε σχετικά. Η περιοχή που έχουμε θέσει ως στόχο είναι τα Κορέστεια (μεταξύ Φλώρινας και Καστοριάς), που έχουν ήπιους χειμώνες, γιατί είναι προστατευμένα και περιτριγυρίζονται από βουνά. Έτσι, η μέλισσα της περιοχής μπορεί να αντέξει τον χειμώνα μόνη της, διαθέτοντας αυτό το πλεονέκτημα στο οπλοστάσιό της, κάτι που δεν μπορεί να συμβεί, όμως, στην περιοχή του Γράμμου», τονίζει ο κ. Γιάντσης.

Σχετικά με τις διαδικασίες για την απόκτηση του σήματος ΠΓΕ, επισημαίνει ότι επειδή η μέλισσα Καστοριάς έχει αυτό το ξεχωριστό γενετικό προφίλ, τούς δίνει το βιολογικό στοιχείο και το δικαίωμα για να μπορέσουν να συνεχίσουν και να χαρακτηρίσουν γεωγραφικά το προϊόν.

«Η Ελλάδα», προσθέτει ο κ. Γιάντσης, «είναι πλούσια μεν σε βιοποικιλότητα, αλλά φτωχή σε λειμώνες και φυτά μεγάλης καλλιέργειας, αφού έχει μικρό κλήρο. Συνεπώς, δεν πρέπει να στρεφόμαστε στην ποσότητα, αλλά στην ποιότητα του προϊόντος για να ανταγωνιστούμε τη διεθνή αγορά».

Έτσι, στο μέλι Καστοριάς, η ποιότητα μπορεί να αναδειχθεί μέσω της πλούσιας χλωρίδας της περιοχής και να αναζητηθεί σε ποιον βαθμό κάποια αυτόχθονα φυτά προσδίδουν ξεχωριστά χαρακτηριστικά που είναι επιθυμητά. «Μέσα από τις έρευνές μας θα προσπαθήσουμε να ταυτοποιήσουμε και τι τρώει η μέλισσα εκεί και τι ακριβώς περνάει στο τρόφιμο, ώστε να βρούμε τα φυτά τα οποία θα δώσουν αυτήν την ξεχωριστή ταυτότητα που θέλουμε και επιδιώκουμε», υπογραμμίζει ο επίκουρος καθηγητής Γεωπονίας.

Χάνεται η καθαροαιμία των φυλών – Ο ρόλος της μετακινούμενης μελισσοτροφίας

Σύμφωνα με τον κ. Γιάντση, στην Ελλάδα υπήρχαν τέσσερις διαφορετικές φυλές μελισσών, που σημαίνει ότι υπήρχε πλούσια βιοποικιλότητα μέλισσας σε σχέση με τις άλλες χώρες. Ωστόσο, πρόσφατα άρχισαν να εξαφανίζονται, όπως η αυτόχθονη φυλή της Κρήτης, η Apis mellifera adami.

Όπως λέει, «όλοι οι ζωικοί πληθυσμοί –και των μελισσών που έχουν μια ιδιαίτερη κοινωνία– με την πάροδο των ετών και την εξέλιξη προσαρμόζονται στα τοπικά χαρακτηριστικά της κάθε περιοχής: Κλίμα έδαφος, βλάστηση».

Ωστόσο, όπως εξηγεί, έχουμε, πλέον, ένα μείγμα διάφορων ειδών και εκφυλισμό με άλλες φυλές, αφού οι ανθρωπογενείς δράσεις και μεταφορές, για σκοπούς εκτροφής και μελισσοκομίας, έχουν προκαλέσει το πρόβλημα της ανάμειξης φυλών, ελληνικών (από άλλη περιοχή της χώρας) και ξένων.

«Η ανάμειξη αυτή δεν είναι επιθυμητή, γιατί για έναν πληθυσμό που έχει εξελιχθεί και προσαρμοστεί εδώ και πολλά χρόνια σε ένα μέρος με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και στις τοπικές συνθήκες, όπως π.χ. στην Καστοριά, το να φέρνουμε και να αναμειγνύουμε ξένους πληθυσμούς από άλλες περιοχές συνήθως προκαλεί μείωση της προσαρμοστικότητας και της ευρωστίας του. Βέβαια, οι μεταφορές, στο πλαίσιο της μελισσοκομίας, από μια περιοχή στην άλλη, είναι κάτι που συμβαίνει και δεν απαγορεύεται», καταλήγει ο επίκουρος καθηγητής.