Κύπερη και αμάραντος, δύο ζιζάνια που απειλούν το βαμβάκι

των Θ. Γιτσόπουλου, Ινστιτούτο Γενετικής Βελτίωσης
και Φυτογενετικών Πόρων, ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, και
Ν. Κορρέ, Global Change and Photosynthesis
Research, USDA-ARS, Urbana, Illinois, USA

Η κύπερη αποτελεί το χειρότερο ζιζάνιο στον κόσμο, ενώ ο αμάραντος αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά ζιζάνια στην Αμερική, άγνωστο μέχρι σήμερα, αλλά προ των πυλών στη χώρα μας. Το παρόν άρθρο περιγράφει τα δύο αυτά ζιζάνια και επισημαίνει τις επιπτώσεις που έχουν στο βαμβάκι. Το βαμβάκι είναι φυτό με αργό ρυθμό ανάπτυξης.

Σε συνδυασμό με τις μεγάλες αποστάσεις φύτευσης, δημιουργεί ακάλυπτο χώρο στον αγρό για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, κάτι που ευνοεί την ανάπτυξη των ζιζανίων. Επισημαίνεται ότι η κρίσιμη περίοδος ανταγωνισμού (χρόνος κατά τον οποίο ο αγρός πρέπει να έχει όσο το δυνατόν λιγότερα ζιζάνια) για το βαμβάκι είναι μεγάλη και κυμαίνεται από τη 2η έως την 11η εβδομάδα από το φύτρωμα της καλλιέργειας. Η κύπερη και ο αμάραντος μπορούν να προκαλέσουν σημαντική μείωση παραγωγής στην καλλιέργεια του βαμβακιού.

Κύπερη (Cyperus spp.)

Η κύπερη έχει χαρακτηριστεί ως το χειρότερο ζιζάνιο στον κόσμο. Είναι ένα πολυετές μονοκοτυλήδονο ζιζάνιο και στη χώρα μας εμφανίζεται μετά τα μισά της άνοιξης με αρχές καλοκαιριού. Οι υπόγειοι βλαστοί της, κόνδυλοι και ριζώματα, αποτελούν τον κύριο τρόπο πολλαπλασιασμού της, ενώ σπάνια πολλαπλασιάζεται με σπόρο.

Διακρίνουμε την πορφυρή
(C. rotundus) και την κίτρινη κύπερη (C. esculentus) που μπορεί να συνυπάρχουν στον αγρό. Ένα φυτό πορφυρής κύπερης μπορεί να παράγει μέχρι και 2.000 νέους κονδύλους μέσα σε ένα έτος. Οι πρώτοι κόνδυλοι ξεκινούν να παράγονται περίπου τέσσερις εβδομάδες από την εμφάνιση των πρώτων βλαστών και οι περισσότεροι των κονδύλων βρίσκονται στα πρώτα 15 εκ. βάθος.

Η πορφυρή κύπερη έχει χρώμα φύλλων σκουροπράσινο, ενώ η κίτρινη κιτρινοπράσινο προς ανοιχτό πράσινο και είναι πιο ψηλή (80 εκ.) από την πορφυρή (60 εκ.). Η ταξιανθία της πορφυρής φέρει πορφυρό έως κοκκινωπό-καφέ χρώμα, ενώ της κίτρινης φέρει χρώμα κιτρινωπό. Η πορφυρή κύπερη, που είναι και πιο διαδεδομένη στη χώρα μας, είναι περισσότερο επιζήμια και εξαπλώνεται πιο γρήγορα στον αγρό, διότι παράγει περισσότερους κονδύλους, που συνδέονται μεταξύ τους με ριζώματα.Αντίθετα, στην κίτρινη κύπερη, κάθε ρίζωμα καταλήγει σε έναν κόνδυλο.

Η διάκριση μεταξύ πορφυρής και κίτρινης κύπερης μπορεί να γίνει σκάβοντας και αποκαλύπτοντας το δίκτυο ριζωμάτων-κονδύλων. Η κύπερη προτιμά τα θερμά και υγρά εδάφη με έντονη ηλιοφάνεια, ενώ δεν ανέχεται τη σκίαση. Η κίτρινη προτιμά τα ελαφρώς όξινα εδάφη, ενώ η πορφυρή είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστική σε εδάφη με υψηλή περιεκτικότητα σε άζωτο.

Ο εγγενής τρόπος πολλαπλασιασμού της κύπερης, η μικρή ανταγωνιστική ικανότητα του βαμβακιού και η δυσκολία αντιμετώπισης των ζιζανίων πάνω στις γραμμές καθιστούν την κύπερη ως ένα από τα πιο δύσκολα ζιζάνια στο βαμβάκι. Μπορεί να προκαλέσει μείωση παραγωγής έως 90% σε μεγάλες πυκνότητες (14.000 κόνδυλοι και 2.200 βλαστοί/τ.μ.). Η μηχανική κατεργασία εδάφους συμβάλλει στη διασπορά του ζιζανίου.

Αμάραντος (Amaranthus palmeri)

Ο αμάραντος αποτελεί ένα είδος βλίτου, από τα πιο προβληματικά ζιζάνια στο βαμβάκι και σε άλλες γραμμικές καλλιέργειες στις ΗΠΑ, η παρουσία του οποίου έχει καταγραφεί σε πολλές χώρες της Νότιας Αμερικής, της Ευρώπης και της Ασίας. Το ζιζάνιο βρίσκεται προ των πυλών στη χώρα μας, με παρουσία σε Ισραήλ, Τουρκία και Σλοβενία.

Είναι ένα μονοετές, καλοκαιρινό πλατύφυλλο ζιζάνιο που αναπτύσσεται σε ευρύ φάσμα περιβαλλοντικών συνθηκών από ξηρικά έως και υγρά κλίματα με μακρά φωτοπερίοδο και θερμοκρασίες μεταξύ 24-32°C. Το βιοκλιματικό προφίλ του είναι μεταξύ του μεσογειακού ξηρού-ημίξηρου και μεσογειακού υφυγρού-υγρού τύπου, συνθήκες στις οποίες καλλιεργείται το βαμβάκι στη χώρα μας.

Ο αμάραντος έχει συνήθως ένα κεντρικό κοκκινωπό-πράσινο στέλεχος με πολλά πλευρικά κλαδιά. Τα φύλλα του εναλλάσσονται, είναι άτριχα και φέρονται σε μακριούς μίσχους. Είναι λογχοειδή (στα νεαρά φυτά) ή ωοειδή (στα ώριμα φυτά) με εμφανείς νευρώσεις στην κάτω επιφάνεια, ενώ συχνά φέρουν ένα σκούρο μοτίβο σχήματος V στην άνω επιφάνειά τους, το οποίο αποτελεί διακριτικό μορφολογικό χαρακτηριστικό του ζιζανίου.

Τα άνθη του φέρονται σε τερματικές κυλινδρικές ταξιανθίες, με αυτές του κεντρικού στελέχους να έχουν μήκος έως 60 εκ. Οι αρσενικές και οι θηλυκές ταξιανθίες μπορούν να διακριθούν με το άγγιγμα, καθώς οι θηλυκές ταξιανθίες είναι πιο σκληρές και τραχείς λόγω των δύσκαμπτων βρακτίων που φέρουν.

Είναι ένα από τα 10 σε σύνολο 75 ειδών της οικογένειας Amaranthaceae που παρουσιάζει δίοικη φύση (αρσενικά και θηλυκά άνθη σε ξεχωριστά φυτά). Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς η υποχρεωτική σταυρογονιμοποίηση του αμάραντου οδηγεί σε υψηλή γενετική ποικιλομορφία και υψηλή εξελικτική ικανότητα, χαρακτηριστικά που του προσδίδουν ευρεία προσαρμοστικότητα.

Το ζιζάνιο εμφανίζει γρήγορο ρυθμό ανάπτυξης και μεγάλη προσαρμοστικότητα υπό βιοτικές (π.χ. ανταγωνιστικές καλλιέργειες) ή αβιοτικές (π.χ. περιβαλλοντικό στρες, χημικός έλεγχος) στρεσογόνους συνθήκες. Πιο συγκεκριμένα, μπορεί να αναπτυχθεί με ρυθμό 0,10 έως 0,21 εκ. ανά ημερήσιο βαθμό ανάπτυξης ή 5 εκ. την ημέρα και να φτάσει σε ύψος 1,5 έως 2 μέτρα, σε συνθήκες μη ανταγωνισμού, λόγω της υψηλής φωτοσυνθετικής δραστηριότητάς του.

Μπορεί να προσαρμόσει τον ρυθμό ανάπτυξής του σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, έτσι ώστε να ανταγωνιστεί την καλλιέργεια. Είναι εξαιρετικά παραγωγικό, με την παραγωγή σπόρων να κυμαίνεται από μερικές εκατοντάδες χιλιάδες έως ένα εκατομμύριο σπόρους ανά φυτό. Αυτά τα χαρακτηριστικά ενισχύουν την ανταγωνιστική ικανότητα του ζιζανίου, με αποτέλεσμα τις υψηλές απώλειες απόδοσης καλλιεργειών.

Στο βαμβάκι έχουν αναφερθεί απώλειες από 60% έως και 80% όταν ο αμάραντος ανταγωνίστηκε την καλλιέργεια για 49 με 63 ημέρες από το φύτρωμα αντίστοιχα, σε πυκνότητα ενός φυτού ανά τετραγωνικό μέτρο.