Μ. Βορίδης: «Ποιους τομείς ενισχύουμε και γιατί»

του Μάκη Βορίδη, υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων

Εν μέσω πανδημίας αναμετριούνται δύο λογικές για τη στήριξη του πρωτογενούς τομέα και, για ακόμη μία φορά, οι λογικές αυτές έχουν βαθύ ιδεολογικό πρόσημο.

Από τη μία, οι λαϊκιστές της Αριστεράς και της Δεξιάς, αυτοί που υποστηρίζουν ότι με οριζόντιο τρόπο πρέπει να δοθούν χρήματα σε όλους. Αυτοί που υπερασπίζονται το επιχείρημα «όλοι παίρνουν, μόνο οι αγρότες δεν παίρνουν» ή αλλιώς «δώσε και σε μένα…».

Και από την άλλη εμείς, όσοι λέμε ότι η στήριξη του πρωτογενούς τομέα πρέπει να γίνει στοχευμένα και δίκαια, ότι ο πρωτογενής τομέας δεν πλήττεται ομοιόμορφα, ότι τα χρήματα των φορολογουμένων δεν είναι ατελείωτα, ότι θα πρέπει να ακολουθηθούν δίκαιες προσεγγίσεις σε όλα τα επίπεδα καθορισμού της ενίσχυσης.

Αν ακολουθήσουμε την πρώτη λογική, θα έπρεπε να στηρίξουμε με κρατικές ενισχύσεις το σκληρό σιτάρι, το ρύζι, τα πορτοκάλια, τα ακτινίδια, δηλαδή προϊόντα που έχουν επιτύχει ιστορικά υψηλά τιμών και ποσοτήτων. Ή ακόμα προϊόντα που ουδεμία επίπτωση έχουν μέχρι στιγμής υποστεί, όπως π.χ. το βαμβάκι.

Φυσικά, κάτι τέτοιο θα ήταν βαθιά όχι μόνο άδικο, αφού θα ενισχύονταν κατά τον ίδιο τρόπο πληγέντες και μη πληγέντες, αλλά το χειρότερο, πολύ χειρότερο, θα ήταν αντιπαραγωγικό. Γιατί, αντί να ενισχύονται αποτελεσματικά αυτοί που πλήττονται, ώστε να συνεχίσουν την παραγωγική τους δραστηριότητα, αυτοί θα ελάμβαναν κάτι πολύ μειωμένο στο πλαίσιο μιας οριζόντιας πολιτικής, κάτι που θα προσομοίαζε με κοινωνικό επίδομα, με εισοδηματική στήριξη, την ώρα που αυτό που χρειαζόμαστε είναι η αποτελεσματική παραγωγική στήριξη όσων πλήττονται. Και όλοι ξέρουμε και καταλαβαίνουμε ποιοι υπερασπίζονται επιδοματικές πολιτικές.

Φυσικά, όλα αυτά αποκτούν νόημα όταν κάποιος έχει αποδεχτεί ότι τα ποσά είναι περιορισμένα, ότι ο κρατικός προϋπολογισμός δοκιμάζεται με πρωτοφανή τρόπο, ότι το λεφτόδεντρο δεν υπάρχει και ότι οι περιορισμένοι πόροι πρέπει να χρησιμοποιούνται προσεκτικά, αποτελεσματικά, στοχευμένα και παραγωγικά.

Στρατηγική επιλογή

Η στρατηγική μας, λοιπόν, για την αντιμετώπιση της πανδημίας περιλαμβάνει μια ολοκληρωμένη σειρά παρεμβάσεων, για τις οποίες έχω ήδη αναφερθεί σε διάφορες ευκαιρίες. Στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου, θα περιοριστώ μόνο στο να εξηγήσω τη μεθοδολογία που ακολουθούμε για τις παρεμβάσεις που θα κατηγοριοποιήσω υπό τον γενικό τίτλο «ενισχύσεις» και που είναι ένα μόνο κεφάλαιο της συνολικής μας στρατηγικής, που περιλαμβάνει επίσπευση πληρωμών, ενίσχυση της ρευστότητας και δανεισμό με συμφέροντες όρους για την επιχείρηση του αγροδιατροφικού τομέα.

Το σημείο αφετηρίας είναι ο σαφής και αποτελεσματικός προσδιορισμός του αν πράγματι μία παραγωγή έχει πληγεί, όχι γενικά, γιατί κάτι δεν πήγε καλά, αλλά αν έχει πληγεί από τα μέτρα περιορισμού λόγω της πανδημίας, η διαμόρφωση μίας σχέσης αιτίου-αιτιατού.

Το κλείσιμο των καταστημάτων εστίασης αποτελεί προφανώς αιτία καταναλωτικής διαταραχής, αλλά δεν επηρέασε όλα τα προϊόντα το ίδιο: τα μακαρόνια και τα πορτοκάλια ενισχύθηκαν, τα αλιεύματα και ο οίνος κατέρρευσαν.

Οι καταναλωτές στις κρίσεις αποθηκεύουν ζυμαρικά, λόγω του ιού στράφηκαν στα εσπεριδοειδή που θεωρούνται υγιεινά, ενώ ψάρια και κρασί καταναλώνονται κυρίως σε χώρους εστίασης και λιγότερο στο σπίτι. Άρα, λοιπόν:

Το πρώτο βήμα είναι η αιτιακή θεμελίωση της διαταραχής ως οφειλόμενης στον κορωνοϊό.

Το δεύτερο βήμα είναι ο καθορισμός του εύρους της διαταραχής: μια μέτρια μείωση της τιμής ή της ζήτησης δεν είναι απαραίτητο ότι χρήζει παρεμβάσεων υποστηρικτικών. Αυξομειώσεις μέχρι 10% μπορεί να οφείλονται σε αμιγώς παραγωγικά ή εμπορικά αίτια και δεν δικαιολογούν παρέμβαση.

Το τρίτο βήμα είναι ο καθορισμός με βάση κατά το δυνατόν αντικειμενικά μετρήσιμα στοιχεία του συνολικού ποσού της διαταραχής σε σχέση μ προηγούμενες χρονιές.

Το τέταρτο βήμα είναι ο καθορισμός μιας πολιτικής ενίσχυσης που δεν θα διαταράσσει τους κανόνες του εσωτερικού ανταγωνισμού, άρα θα είναι διαφανής και αμερόληπτη. Αυτή είναι μια εργασία που θα πρέπει να γίνεται σε κάθε περίπτωση, πρωτίστως και κυρίως όμως όταν η ενίσχυση πρόκειται να ελεγχθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, της οποίας μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις απαιτείται η προέγκριση.

Αυτή είναι η μεθοδολογία που ακολουθήσαμε για να στηρίξουμε την ανθοπαραγωγή. Και έτσι μόλις χθες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε την έγκριση της ενίσχυσης των περίπου 10,5 εκατομμυρίων ευρώ για τους ανθοπαραγωγούς μας. Αυτή είναι η διαδικασία που ακολουθήσαμε για την ενίσχυση της παράκτιας αλιείας με το ποσό των 15 εκατομμυρίων ευρώ με τον μηχανισμό de minimis, που δεν απαιτεί έγκριση, αλλά απλή γνωστοποίηση.

Μπορεί στους λαϊκιστές της Δεξιάς και της Αριστεράς η προσέγγιση αυτή να φαίνεται στρυφνή, δύσκολη, απαιτητική, «λογιστική». Είναι, όμως, η εργασία που πρέπει να γίνει για να είμαστε δίκαιοι και αποτελεσματικοί. Για να στεκόμαστε δίπλα στους παραγωγούς που πραγματικά χρειάζονται τη στήριξή μας. Για να χρησιμοποιούμε τα χρήματα των φορολογουμένων προσεκτικά.

Με αυτόν τον τρόπο, θα συνεχίσουμε να ενισχύουμε εκεί που πραγματικά υπάρχει ανάγκη: την αλιεία, την ιχθυοκαλλιέργεια, τις φράουλες, την αιγοπροβατοτροφία, τους παραγωγούς που διαθέτουν τα προϊόντα τους στις λαϊκές αγορές, την ντομάτα.

Και με αυτήν την απαιτητική μεθοδολογία θα βρισκόμαστε δίκαια και αποτελεσματικά στο πλευρό των γεωργών μας, των κτηνοτρόφων μας, των αλιέων μας. Αναγνωρίζοντάς τους έμπρακτα την τεράστια προσπάθεια που έκαναν όλο αυτό το διάστημα, όλη την περίοδο της πανδημίας, ώστε να μη μας λείψει κάτι.