Μελέτη ΙΟΒΕ: «Μειωμένη η επίπτωση των αγροεφοδίων στο κόστος παραγωγής» λέει το ίδρυμα

Μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), με τίτλο «Η συνεισφορά των εισροών στην αγροτική παραγωγή και το μέλλον του αγροτικού τομέα στην Ελλάδα», παρουσιάστηκε διαδικτυακά προχθές Τετάρτη 21 Οκτωβρίου. Η μελέτη είχε ανατεθεί στον ΙΟΒΕ από τον Σύνδεσμο Παραγωγών και Εμπόρων Λιπασμάτων (ΣΠΕΛ), τον Σύνδεσμο Πολλαπλασιαστικού Υλικού (ΣΕΠΥ) και τον Ελληνικό Σύνδεσμο Φυτοπροστασίας (ΕΣΥΦ). Μετά την παρουσίαση των κύριων συμπερασμάτων, ακολούθησε συζήτηση, στην οποία συμμετείχαν οι τρεις επικεφαλής των ανωτέρω φορέων, Γιάννης Βεβελάκης, Θύμης Ευθυμιάδης και Βάσος Ευθυμιάδης.

Στην παρουσίαση της μελέτης παρευρέθηκε ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Μάκης Βορίδης, συμμετέχοντας στη συζήτηση. Μεταξύ των συμπερασμάτων της έκθεσης που αναδείχθηκαν, κατά τη διάρκεια της συζήτησης, ήταν ότι οι τιμές σε λιπάσματα, σπόρους και φυτοφάρμακα συγκρατήθηκαν τα τελευταία χρόνια, ενώ το κόστος ενέργειας, άρδευσης, ενοικίων και εργατικών είναι πολύ μεγαλύτερο σε σχέση με αυτό των αγροτικών εφοδίων.

Ο ρόλος του κλάδου των εφοδίων στην οικονομία και στην απασχόληση

Κατά την παρουσίαση, αναδείχθηκε η σημαντική συμβολή του κλάδου των εφοδίων στην οικονομία και στην απασχόληση της χώρας. Σύμφωνα με τη μελέτη, η επίδραση της παραγωγής, εμπορίας και διανομής αγροτικών εφοδίων εκτιμάται σε 1,46 δισ. ευρώ, ενώ η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία σε 346 εκατ. ευρώ, που ισοδυναμούν με 0,8% του ΑΕΠ της Ελλάδας το 2018. Σε ό,τι αφορά την απασχόληση, η άμεση συνεισφορά των κλάδων αγροτικών εφοδίων εκτιμάται σε 12.914 θέσεις εργασίας, ενώ συνολικά η επίδραση της παραγωγής, εμπορίας και διανομής αγροτικών εφοδίων στην απασχόληση εκτιμάται σε 43.544 θέσεις εργασίας, οι οποίες ισοδυναμούν με το 1,1% περίπου της συνολικής απασχόλησης στην Ελλάδα το 2018.

Τα μεγέθη της αγοράς και η εξέλιξη της κατανάλωσης

Ενδιαφέροντα είναι τα όσα παρουσιάζονται σχετικά με τα οικονομικά μεγέθη του κλάδου αγροτικών εφοδίων στην Ελλάδα. Σε ό,τι αφορά τον κλάδο των λιπασμάτων, η συνολική αξία παραγωγής στην Ελλάδα κυμάνθηκε την περίοδο 2008-2015 μεταξύ 200-350 εκατ. ευρώ.

Η συνολική εγχώρια κατανάλωση λιπασμάτων προσέγγισε το 2018 τους 819.000 τόνους. Στη συνέχεια, ο μελετητής αναφέρει ότι «είναι χαρακτηριστικό πως την περίοδο 2000-2009 ο ετήσιος όγκος παραγωγής λιπασμάτων μειώθηκε κατά περίπου 60%. Έκτοτε, η εγχώρια παραγωγή λιπασμάτων παρουσιάζει αρκετά έντονες διακυμάνσεις, φτάνοντας σε ακόμα χαμηλότερο επίπεδο το 2012 και ανακάμπτοντας στη συνέχεια».

Επιπλέον, η μακροχρόνια τάση της κατανάλωσης λιπασμάτων στην Ελλάδα είναι έντονα πτωτική. «Από το μέσο της δεκαετίας του 1980, όταν κατέγραψε τη μέγιστη τιμή της (2,3 εκατ. τόνοι), η κατανάλωση λιπασμάτων υποχώρησε κάτω από τους 700.000 τόνους το 2015 (μείωση κατά 70%) για να ανακάμψει στη συνέχεια. Η ετήσια δαπάνη για την αγορά λιπασμάτων και βελτιωτικών εδάφους στην Ελλάδα έχει σταθεροποιηθεί την τελευταία τριετία κοντά στα 300 εκατ. ευρώ», σημειώνεται.

Η συνολική αξία παραγωγής φυτοπροστατευτικών προϊόντων κινήθηκε ανοδικά την περίοδο 2008-2016, φτάνοντας το 2016 τα 131 εκατ. ευρώ. Η εγχώρια παραγωγή φυτοπροστατευτικών προϊόντων υποχώρησε έντονα μετά το 2005, ενώ η πτώση της κορυφώθηκε το 2009. Μεταξύ 2000 και 2009, ο ετήσιος όγκος παραγωγής φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 43%. Μετά το 2012, η εγχώρια παραγωγή παρουσίασε ανοδική τάση, η οποία όμως διακόπηκε το 2018. Οι δαπάνες για την αγορά προϊόντων φυτοπροστασίας από τον εγχώριο αγροτικό τομέα κινήθηκαν ανοδικά μετά το 2012, για να φτάσουν τα 244 εκατ. ευρώ το 2018.

Σύμφωνα με τους Οικονομικούς Λογαριασμούς Γεωργίας, η συνολική δαπάνη για την αγορά σπόρων και λοιπού πολλαπλασιαστικού υλικού στην Ελλάδα διαμορφώθηκε το 2018 σε 307 εκατ. ευρώ. Η συνολική δαπάνη κατανάλωσης σπόρων και λοιπού πολλαπλασιαστικού υλικού σημείωσε αρκετά έντονες διακυμάνσεις την περίοδο 2000-2018, με τη δαπάνη για σπόρους που αγοράζονται από το εμπόριο να εμφανίζει ανοδική τάση μετά το 2013, σε αντίθεση με τη δαπάνη για σπόρους που αγοράστηκαν από άλλες γεωργικές εκμεταλλεύσεις.

Λανθασμένη η εντύπωση των ακριβών εφοδίων, υποστηρίζει η μελέτη

Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες ενότητες της μελέτης του ΙΟΒΕ είναι εκείνη στην οποία εξετάζεται ο ρόλος των εισροών στη διαμόρφωση του κόστους της αγροτικής παραγωγής στην Ελλάδα. Σύμφωνα με όσα αναφέρονται, την περίοδο 2017/2018, η αξία της φυτικής παραγωγής ξεπέρασε τα 8 δισ. ευρώ, ευρισκόμενη στα υψηλότερα επίπεδα που έχει καταγράψει μετά από το 2005. Το 2018, το σύνολο των δαπανών για αγροτικές εισροές στην εγχώρια φυτική παραγωγή ανήλθε σε 3,9 δισ., ελαφρά ενισχυμένο συγκριτικά με το προηγούμενο έτος, αλλά και υψηλότερο έναντι του μέσου όρου των περιόδων 2000-2008 και 2009-2018 (3,53 και 3,79 δισ. ευρώ αντίστοιχα). Την ίδια στιγμή, ως ποσοστό της αξίας της φυτικής αγροτικής παραγωγής, η δαπάνη για αγροτικά εφόδια κυμάνθηκε το 2018 από 3,2% έως 4,0%. Αντίστοιχα, αν εξαιρεθεί η κτηνοτροφία, η δαπάνη για εφόδια κυμάνθηκε το ίδιο έτος από 6,3% έως 7,9% του κόστους παραγωγής.

Στη συνέχεια, γίνεται λόγος για χαμηλότερες τιμές στα αγροεφόδια στις αρχές του 2000, ενώ και στη συζήτηση που ακολούθησε σχολιάστηκε ως εσφαλμένη η εντύπωση περί ακριβών εφοδίων, που υπάρχει σε μερίδα του αγροτικού κόσμου. Επ’ αυτού ο ΙΟΒΕ παραθέτει: « […] Η συμμετοχή του κόστους επί της συνολικής αξίας παραγωγής του εγχώριου αγροτικού τομέα έφτασε την ίδια χρονιά (2018) στο 50,4%, έχοντας υποχωρήσει σημαντικά σε σχέση με την υψηλότερη τιμή (57,6%) που είχε το 2011.

Η κατά πολύ μικρότερη συμμετοχή του κόστους στην αξία παραγωγής μέχρι το μέσο της δεκαετίας του 2000 οφείλεται τόσο στην υψηλότερη αξία της παραγωγής, όσο και στις χαμηλότερες τιμές των εισροών». Σύμφωνα με τη μελέτη, την περίοδο 2000-2008 αυξήθηκαν οι τιμές σε όλες τις εισροές και συγκεκριμένα στα λιπάσματα 114%, στην ενέργεια και στα λιπαντικά 75%, στους σπόρους 44,2% και στα φυτοφάρμακα 25,5% (στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ). Επιπλέον, το 2018 οι τιμές των σπόρων ήταν κατά 8,2% υψηλότερες σε σύγκριση με το 2008, ενώ οι τιμές των γεωργικών φαρμάκων ήταν κατά 6,2% υψηλότερες. Πάντως, ο μελετητής σχολιάζει ότι «οι τιμές των λιπασμάτων βρίσκονταν το 2018 στο επίπεδο που είχαν το 2009, αλλά έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι από το 2013 υποχώρησαν κατά 5,6%».

Στην ενέργεια το μεγαλύτερο μερίδιο του κόστους παραγωγής

Το 32% της συνολικής δαπάνης εισροών κατέλαβε η κατηγορία της ενέργειας, αποτελώντας τη μεγαλύτερη δαπάνη με διαφορά, σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο ΙΟΒΕ στη μελέτη. Επ’ αυτού, σημειώνεται, επίσης: «Ειδικότερα, αν επικεντρωθούμε στην πιο πρόσφατη περίοδο 2007-2018, διαπιστώνουμε μια μικρή αύξηση του συνολικού κόστους παραγωγής, η οποία, όμως, υποκρύπτει την πολύ μεγάλη αυξητική μεταβολή στο κόστος ενέργειας (λόγω αυξήσεων στις τιμές και στη φορολογική επιβάρυνση της ενέργειας) και την αντίστοιχα μεγάλη μείωση στις κατηγορίες του εργατικού κόστους και των αγροτικών υπηρεσιών». Η ενέργεια δεν αποτελεί, όμως, σημαντικό «πονοκέφαλο» μόνο για τον αγροτικό κόσμο, αλλά και για τη βιομηχανία αφού, σύμφωνα με όσα αναφέρονται, η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην Ευρώπη που φορολογεί το φυσικό αέριο για μη ενεργειακή χρήση. Αποτέλεσμα αυτού είναι η επιβάρυνση της τιμής των λιπασμάτων.

Αναλύοντας τις επιμέρους εισροές και τη συμβολή τους στο κόστος παραγωγής, στη μελέτη αναφέρονται, ως προς τις υπόλοιπες κατηγορίες, τα εξής ποσοστά: «Άλλα αγαθά και υπηρεσίες (11,6%), στα οποία περιλαμβάνεται και το κόστος άρδευσης, εργατικά (10,3%) και ενοίκια (9,5%). Τα αγροτικά εφόδια είχαν αρκετά μικρότερη συμμετοχή στο κόστος παραγωγής. Ειδικότερα, τα λιπάσματα και τα βελτιωτικά εδάφους συμμετείχαν με 7,9%, με το ίδιο ποσοστό συμμετείχαν και οι σπόροι και το υπόλοιπο πολλαπλασιαστικό υλικό, ενώ τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα συμμετείχαν με ποσοστό 6,3%. Συνολικά, δηλαδή τα συγκεκριμένα αγροτικά εφόδια συμμετείχαν με 22% στο κόστος της αγροτικής παραγωγής (πλην της κτηνοτροφίας). Επομένως, ο μελετητής καταλήγει στο συμπέρασμα ότι φυτοφάρμακα, σπόροι και λιπάσματα αποτελούν συγκριτικά με άλλες εισροές σαφώς μικρότερη δαπάνη για τους αγρότες, καθώς οι υπόλοιπες κατηγορίες των εισροών καλύπτουν σχεδόν τα 2/3 (66%) του κόστους παραγωγής.

Οι πιέσεις στο αγροτικό εισόδημα επηρέασαν την αγορά εφοδίων

Όπως αναφέρεται στη μελέτη, η αύξηση των τιμών των αγροτικών προϊόντων δεν οδήγησε σε επέκταση της παραγωγής και της κατανάλωσης αγροτικών εφοδίων, αλλά είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της κατανάλωσης αγροτικών εφοδίων, ώστε να αντισταθμιστούν τουλάχιστον μερικώς οι εισοδηματικές απώλειες των αγροτών. Η υποχώρηση του κόστους εισροών μετά το 2012, σε συνδυασμό με τη μικρή αύξηση των τιμών των αγροτικών προϊόντων, βελτίωσε το αγροτικό εισόδημα και σταθεροποίησε την αγορά αγροτικών εφοδίων.

Συνολικά, σύμφωνα με τους δείκτες τιμών αγροτικών εισροών και εκροών, που καταρτίζει σε μηνιαία βάση η ΕΛΣΤΑΤ, οι τιμές των αγροτικών εισροών αυξήθηκαν σημαντικά την περίοδο 2000-2008, κατά 50,2%, (σε αντιδιαστολή με την άνοδο κατά 45% του δείκτη τιμών της φυτικής παραγωγής), ακολούθησε πρόσκαιρη υποχώρηση και εκ νέου άνοδός τους, που κορυφώθηκε το 2012. Τα επόμενα έτη, και μέχρι το 2018, οι τιμές των αγροτικών εισροών υποχώρησαν κατά μέσο όρο κατά 2,7%, όταν την ίδια περίοδο οι τιμές της φυτικής παραγωγής αυξήθηκαν κατά 7,4%, εξέλιξη που βοήθησε στη σταθεροποίηση του μεικτού γεωργικού εισοδήματος (το οποίο, όμως, τη συγκεκριμένη περίοδο επιβαρύνθηκε με πρόσθετα φορολογικά βάρη).

Πόσο συμμετέχουν φάρμακα, λιπάσματα και σπόροι στο κόστος παραγωγής

Αναλύοντας τα επιμέρους μερίδια συμμετοχής των τριών εισροών στις αγροτικές δαπάνες, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η συμμετοχή τους στο συνολικό κόστος παραγωγής ανέρχεται μεσοσταθμικά σε 22%. Πιο συγκεκριμένα, στη μελέτη αναφέρεται ότι «τα μερίδια συμμετοχής της δαπάνης για λιπάσματα στο συνολικό κόστος παραγωγής κυμαίνονται από 2,8% έως 11,7%, με τον μέσο όρο να είναι 7,9%. Τα μερίδια συμμετοχής της δαπάνης για σπόρους στο συνολικό κόστος παραγωγής παρουσιάζουν πολύ μεγάλο εύρος, καθώς κυμαίνονται από λιγότερο από 1,0% έως 31,45% με τον μέσο όρο να είναι 7,8%. Τα μερίδια συμμετοχής της δαπάνης για φυτοπροστατευτικά προϊόντα στο συνολικό κόστος παραγωγής κυμαίνονται από 1,8% έως 13,5%, με τον μέσο όρο να είναι 6,3%. Συνολικά, τα μερίδια συμμετοχής της δαπάνης για αγροτικά εφόδια στο συνολικό κόστος παραγωγής κυμαίνονται από 11,9% έως 43,1%, με τον μέσο όρο να είναι 22%».

IΟΒΕ: Αύξηση στην τιμή των εφοδίων μπορεί να φέρει επιπλέον εισόδημα

Παρά το γεγονός ότι μια αύξηση στην τιμή ενός εφοδίου θα επιφέρει αρχικά επιπτώσεις στο κόστος παραγωγής και, επομένως, μείωση στο αγροτικό εισόδημα, ο παραγωγός μπορεί, μεσοπρόθεσμα, να βελτιώσει την αποδοτικότητα της καλλιέργειάς του και να προσδοκά σε επιπλέον έσοδα, υποστηρίζει ο ΙΟΒΕ. Συγκεκριμένα, αναφέρει: «Ακόμα και μια μεγάλη αύξηση της τιμής (π.χ. της τάξης του 20%) ενός εφοδίου, το οποίο έχει υψηλό μερίδιο στην αξία της αγροτικής παραγωγής (ή στο αγροτικό εισόδημα) θα επιφέρει στη βραχυχρόνια περίοδο αύξηση 4% στις τιμές των προϊόντων, εφόσον μετακυληθεί πλήρως, ή αντίστοιχα μείωση 4% στο αγροτικό εισόδημα, εφόσον απορροφηθεί πλήρως από τους καλλιεργητές.

Αναλυτικότερα, ο μελετητής σημειώνει: «Τα αποτελέσματα αυτής της άσκησης δείχνουν ότι αρχικά αυξάνεται το κόστος παραγωγής, ωστόσο η βελτίωση της αποδοτικότητας των καλλιεργειών, ακόμα και κατά τα μικρά ποσοστά της τάξης του 3%-5%, δημιουργεί επιπλέον έσοδα (θεωρώντας σταθερές τις τιμές των προϊόντων), που υπερκαλύπτουν την αύξηση του κόστους παραγωγής και, τελικά, αυξάνουν το αγροτικό εισόδημα κατά 4,1% έως 6,0% αντιστοίχως. Επομένως, η ορθολογική και ενημερωμένη χρήση πιστοποιημένων αγροτικών εφοδίων, τα οποία βελτιώνουν την αποδοτικότητα των καλλιεργειών και την ποιότητα των προϊόντων, είναι ιδιαίτερα επωφελής για τους αγρότες, καθώς οδηγεί σε αύξηση του εισοδήματός τους».