Μελισσοκομία: Μειωµένες οι αποδόσεις από τον δεύτερο κύκλο του πεύκου

Ενα μεγάλο ποσοστό των μελισσοκόμων είχε εναποθέσει τις ελπίδες του στον δεύτερο γύρο συλλογής του πεύκου, όμως οι καιρικές συνθήκες δεν φαίνεται να ευνοούν τη μέχρι τώρα εξέλιξη της παραγωγής, με τις μειωμένες βροχοπτώσεις να ανατρέπουν όλα τα θετικά σενάρια.

Παράλληλα με την ολοκλήρωση της συλλογής του μελιού, δείχνει να ανοίγει και η αγορά. Μέχρι στιγμής, οι εμπορικές πράξεις παρουσιάζουν μια σταθερότητα σε ό,τι αφορά την τιμή του προϊόντος, με ελάχιστα μικρές αυξήσεις.

Για μέτρια παραγωγή στη συλλογή μελιού από το πεύκο κάνει λόγο η Χριστίνα Ζαγαριώτη, πρόεδρος του Μελισσοκομικού Συλλόγου Λαμίας. Αποδίδει τη μειωμένη παραγωγή στην έλλειψη βροχοπτώσεων και στη χαμηλή ατμοσφαιρική υγρασία. Υποστηρίζει, παράλληλα, ότι θα πρέπει να κλείσει ο κύκλος της συλλογής μέχρι τις 20 Οκτωβρίου, «ώστε να ξεκινήσει η επώαση των γόνων, η οποία θα κρατήσει έναν μήνα, για να προλάβουμε τον χειμώνα που έχουμε μπροστά μας».

Κάνοντας έναν μικρό απολογισμό για τη χρονιά που κλείνει, η κα Ζαγαριώτη υποστηρίζει ότι η παραγωγή στο έλατο ήταν πολύ καλή για τους μήνες Μάιο και Ιούνιο. Εκτίμησε ακόμη ότι οι βελανιδιές «δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα και τα ρείκια, λόγω των υψηλών θερμοκρασιών, δεν ανέπτυξαν την ανθοφορία, με αποτέλεσμα η παραγωγή να είναι μειωμένη».

Κλείνοντας, η κα Ζαγαριώτη αναφέρθηκε στα μείζονα ζητήματα της τιμής του προϊόντος και του κόστους παραγωγής, έτσι όπως αυτό διαμορφώνεται το τελευταίο διάστημα. «Προς το παρόν, οι τιμές δείχνουν να είναι σταθερές σε σύγκριση με πέρυσι. Φυσικά, αναφερόμαστε σε ένα προϊόν που οι καταναλωτές δεν το κατατάσσουν στα άμεσα αναγκαία», λέει η ίδια. Εκείνο όμως που την προβληματίζει ιδιαίτερα είναι το υψηλό κόστος παραγωγής, ειδικότερα τα καύσιμα που σχεδόν έχουν διπλασιαστεί από πέρυσι, και η ζάχαρη, την οποία «αγοράζαμε 600 ευρώ τον τόνο χθες και σήμερα έχει εκτοξευθεί στα 1.400 ευρώ».

Θάσος
Πάνω από 500 μελισσοκόμοι από διάφορα μέρη της Ελλάδας

Προβληματισμένος από τα μέχρι τώρα δεδομένα στον δεύτερο κύκλο της συλλογής από το πεύκο εμφανίζεται και ο Κώστας Παναγιωτόπουλος, πρόεδρος του συνεταιρισμού Ραχώνι Θάσου. Εκτιμά ότι η μέχρι τώρα εικόνα που παρουσιάζουν οι κυψέλες δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα.

«Εμείς κάθε χρόνο ως συνεταιρισμός συλλέγουμε από 500 έως 600 τόνους. Μπορεί να μην έχει κλείσει ακόμα ο κύκλος για τη φετινή χρονιά, αλλά η μέχρι τώρα η εικόνα που αποκομίζουμε, δεν είναι η καλύτερη». Ο κ. Παναγιωτόπουλος υποστηρίζει ότι η ποιότητα και ταυτότητα του προϊόντος είναι αυτές που μπορούν να κρατήσουν την τιμή του προϊόντος σε καλό επίπεδο, ώστε να συνεχίσουν τη συλλογή του στο νησί. «Το γεγονός ότι έρχονται και άλλοι συνάδελφοι από διάφορες περιοχές της χώρας στον τόπο μας δείχνει ότι η μελισσοκομία έχει μέλλον», καταλήγει ο ίδιος.

Παράλληλα με την ολοκλήρωση της συλλογής του μελιού, δείχνει να ανοίγει και η αγορά. Μέχρι στιγμής, οι εμπορικές πράξεις παρουσιάζουν μια σταθερότητα σε ό,τι αφορά την τιμή του προϊόντος, με ελάχιστα μικρές αυξήσεις

Λιβαδειά
Ελπίδες στην κουμαριά και την ακονυζιά

Για μειωμένες αποδόσεις του πεύκου κάνει λόγο ο Γιώργος Παπιώτης, μέλος της Ομοσπονδίας Μελισσοκόμων Ελλάδος, από την περιοχή του στη Λιβαδειά. Υποστηρίζει ότι τα αποτελέσματα της συλλογής των μελισσοκόμων από το πεύκο στην περιοχή είναι χαμηλά και η ελπίδα στρέφεται στην κουμαριά και στην ακονυζιά. Υποστήριξε επίσης ότι «τα ρείκια άνθισαν νωρίς, αλλά δεν μπόρεσαν να κρατήσουν τον ανθό και αυτό επηρέασε τη συλλογή».

Αναφερόμενος στο θέμα της εμπορίας του προϊόντος, εκτίμησε ότι η αγορά θα ανοίξει προς τις αρχές Νοεμβρίου, αλλά με μικρές αυξήσεις στο θέμα των τιμών, σε σύγκριση με πέρυσι. Περιγράφοντας μία άλλη διάσταση στο θέμα, κάνει λόγο για αγγελίες πώλησης μελισσών. «Αυτό δημιουργεί μία αρνητική εικόνα στην εξέλιξη της μελισσοκομίας στη χώρα μας».

Για τον ίδιο, όμως, σημαντικό ρόλο παίζουν και οι ελληνοποιήσεις εισαγόμενου μελιού από Τρίτες χώρες, «καθώς συμβάλλουν σημαντικά στη συρρίκνωση της ντόπιας παραγωγής».

Κάρυστος
Στροφή στη βιολογική μελισσοκομία

Το γεωγραφικό ανάγλυφο της Νότιας Εύβοιας, όπως και οι μειωμένες καλλιεργούμενες εκτάσεις, με την αντίστοιχη πλούσια αυτοφυή βλάστηση, συμβάλλουν σημαντικά στην ανάπτυξη της μελισσοκομίας.

Σύμφωνα με τον Κώστα Παντελή, μελισσοκόμο από την ίδια περιοχή, υπάρχει στροφή σημαντικού αριθμού προς το βιολογικό μέλι, το οποίο, σε συνδυασμό με την ταυτότητα του τοπικού προϊόντος που παράγεται, δείχνει να έχει αυξημένη ζήτηση.

«Με την τοπική ονομασία “κισσούρι” ανοίγει ο δρόμος για μία καλύτερη προοπτική του προϊόντος μας στην τοπική αγορά, αλλά και στις αγορές του εξωτερικού», υποστηρίζει ο ίδιος. «Η προσπάθειά μας για την προώθηση του προϊόντος σε μικρές συσκευασίες, κυρίως του μισού κιλού, έδωσαν καλύτερα αποτελέσματα. Εκείνο, όμως, που πρέπει να προσέξουμε περισσότερο είναι να διατηρήσουμε την ταυτότητά μας, αλλά και να οργανωθούμε καλύτερα», καταλήγει.