Μεσογειακή διατροφή και ελληνική κουζίνα, όπλα απέναντι στην κρίση

Προφανώς, όλοι πια γνωρίζουµε την αξία της µεσογειακής διατροφής στην προαγωγή της υγείας. Άλλωστε, υπάρχουν πολλές επιστηµονικές ανακοινώσεις που το τεκµηριώνουν αυτό. Δυστυχώς, όµως, στην εκπαίδευση πάνω στη µεσογειακή διατροφή και στην υιοθέτησή της ως εθνικής πολιτικής υγείας υστερούµε πολύ. Ταυτόχρονα, διαδίδονται διατροφικά σχήµατα (δίαιτες) που, εκτός του ότι είναι επιστηµονικά µη τεκµηριωµένα, µπορεί να είναι και επιζήµια για την υγεία (Ντουκάν, χωρίς γλουτένη κ.λπ.). Στο άρθρο αυτό, όµως, θα προσεγγίσουµε τη µεσογειακή διατροφή και από µια άλλη οπτική γωνία, την κοινωνικο-οικονοµική.

Ελάχιστοι γνωρίζουν ότι από το 2010 η µεσογειακή διατροφή έχει αναγνωριστεί ως άυλη πολιτισµική κληρονοµιά. Αυτό σηµαίνει ότι δεν είναι µόνο ένα σύνολο διατροφικών κανόνων, αλλά ότι η µεσογειακή διατροφή συνδέεται µε την αγροτική οικονοµία, τις τοπικές παραδόσεις, τη δοµή της οικογένειας, ακόµα και τον ρόλο της γυναίκας στην κοινωνία. Οι µελέτες για τη µεσογειακή διατροφή δεν κατέγραψαν συνήθειες εύπορων αστών, αλλά κοινών ανθρώπων στην επαρχία κοντά στην αγροτική παραγωγή.

Εάν παρατηρήσουµε την πυραµίδα της µεσογειακής διατροφής, τα τρόφιµα που βρίσκονται στη βάση της είναι αυτά που έχουν χαµηλότερο κόστος παραγωγής και αντίστοιχα χαµηλή τιµή πώλησης. Το νερό, τα σιτηρά, τα φρούτα και τα λαχανικά βρίσκονται στη βάση της πυραµίδας. Αυτά ήταν και παραµένουν τα προϊόντα που στη λιανική αγορά έχουν τη χαµηλότερη τιµή ανά µονάδα πώλησης. Εξέχουσα θέση στην πυραµίδα έχουν οι ελιές και το ελαιόλαδο, τα οποία παρόλο που δεν είναι τόσο φθηνά πια, έχουν ιδιαίτερη διατροφική αξία, και µπορούν να αποτελέσουν συστατικά για όλα τα γεύµατα της ηµέρας. Η ελληνική κουζίνα, ταυτόχρονα, έχει γίνει διεθνώς διάσηµη, χρησιµοποιώντας απλά αγροτικά προϊόντα µε απλές τεχνικές µαγειρικής. Ο γαστρονοµικός τουρισµός είναι µια αναπτυσσόµενη τάση στις υπηρεσίες ταξιδιωτικών γραφείων και είναι ευκαιρία να την εκµεταλλευτούµε, προβάλλοντας σωστά τόσο την ελληνική κουζίνα όσο και τη µεσογειακή διατροφή. Αυτό σηµαίνει ότι πρέπει να απαλλάξουµε τη µαγειρική µας από ξενόφερτους όρους (όπως «µπεσαµέλ», «φρικασέ», «κριθαρότο» κ.λπ.), να χρησιµοποιήσουµε αποκλειστικά ελληνικά αγροτικά προϊόντα (ελαιόλαδο και όχι σπορέλαιο, κασέρι και όχι «γκούντα») και να δώσουµε έµφαση στο φαγητό του φούρνου και της κατσαρόλας και όχι στα φαγητά της σχάρας.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγµα είναι οι ελληνικές πίτες. Η ελληνική πίτα θα µπορούσε να είναι κάτι όπως η ιταλική πίτσα. Υπάρχουν πάνω από 200 είδη πίτας στην Ελλάδα, καθεµιά από τις οποίες είναι ανάλογη των τοπικών αγροτικών προϊόντων και των τοπικών παραδόσεων. Θα µπορούσαµε να οργανώσουµε ταξιδιωτικά προγράµµατα για τις πίτες µόνο. Να σηµειώσουµε, βέβαια, ότι πολύς κόσµος µπερδεύει την ελληνική κουζίνα µε τη µεσογειακή διατροφή. Δεν είναι το ίδιο, αλλά αποτελεί µια σύγχυση που είναι δικαιολογηµένη. Δεν γίνεται µεσογειακή διατροφή χωρίς ελληνική κουζίνα (στην Ελλάδα) και η ελληνική κουζίνα ταυτόχρονα προάγει τη µεσογειακή διατροφή. Μπορούµε και τα δύο να τα χρησιµοποιήσουµε ως παράλληλους µοχλούς ανάπτυξης τόσο της αγροτικής οικονοµίας, όσο και του τουρισµού, αλλά και για την προαγωγή υγείας.

Χρειαζόµαστε, λοιπόν, στρατηγικές ανάπτυξης τόσο της µεσογειακής διατροφής όσο και της γνήσιας ελληνικής κουζίνας, όχι µόνο στον Έλληνα, αλλά και στον τουρίστα. Αυτό, ταυτόχρονα, θα δηµιουργήσει ζήτηση για αγροτικά προϊόντα, βιοµηχανία µεταποίησης και δίκτυα διακίνησης. Η µεσογειακή διατροφή δεν είναι απλά ένα διατροφικό σχήµα, είναι η οικονοµία µας, η παράδοσή µας και ο πολιτισµός µας.

του δρος Γ. Μπόσκου, επίκουρου καθηγητή, Τµήµα Επιστήµης Διαιτολογίας-Διατροφής,
Σχολή Επιστηµών Υγείας & Αγωγής, Χαροκόπειο Πανεπιστήµιο