Nτόμινο στην αγορά των σιτηρών, εκτός ελέγχου οι ζωοτροφές

Στα 450 ευρώ/τόνο φτάνει το εισαγόμενο μαλακό στην Ελλάδα, πάνω από 40 λεπτά αγοράζουν το καλαμπόκι και πάνω από 65 λεπτά τη σόγια οι κτηνοτρόφοι

των Γιάννη Τσατσάκη, Αντώνη Ανδρονικάκη

Από την πρώτη στιγμή της πολεμικής σύγκρουσης στην Ουκρανία ήταν φανερό ότι οι αγορές σιτηρών θα εισέρχονταν σε μια νέα φάση ακραίας μεταβλητότητας, με την κυρίαρχη τάση να είναι φυσικά ανοδική. Και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς, δεδομένου ότι οι δύο εμπλεκόμενες χώρες συνεισφέρουν σχεδόν το 25% των παγκόσμιων εξαγωγών μαλακού σιταριού και καλαμποκιού.

Πέρα από τα χρηματιστήρια εμπορευμάτων, οι μετασεισμοί της ουκρανικής κρίσης γίνονται αισθητοί και στη φυσική αγορά. Σύμφωνα με στέλεχος μεγάλης αλευροβιομηχανίας, το μαλακό σιτάρι που εισάγεται αυτήν τη στιγμή στη χώρα μας φτάνει σε τιμές που αγγίζουν τα 450 ευρώ/τόνο.

Φορτία από τη Ρωσία ή την Ουκρανία δεν έρχονται, ενώ στο κάδρο μπαίνουν πλέον και οι περιορισμοί στις εξαγωγές που αρχίζουν να επιβάλλουν κάποιες χώρες, ακόμα και εντός της ΕΕ, προκειμένου να περιφρουρήσουν ή να «χτίσουν» αποθέματα. Η Ουγγαρία ήδη απαγόρευσε τις εξαγωγές σιτηρών, ενώ και η Βουλγαρία φέρεται με διάφορα προσχήματα να καθυστερεί τις φορτώσεις, την ώρα που ο πρωθυπουργός της, Kiril Petkov, προανήγγειλε ότι η χώρα θα προσπαθήσει να δημιουργήσει ένα στοκ 1,5 εκατ. τόνων σιταριού, προκειμένου να «θωρακιστεί» απέναντι σε οποιαδήποτε έκτακτη ανάγκη προκύψει στο μέλλον.

Επαρκούν τα αποθέματα, λένε οι μύλοι

Επί του παρόντος, στελέχη της αλευροβιομηχανίας εκτιμούν ότι τα αποθέματα των εγχώριων μύλων είναι αρκετά και δεν τίθεται ζήτημα επισιτιστικής επάρκειας. Εκτιμούν, ωστόσο, ότι η αναταραχή στις αγορές θα συνεχιστεί τουλάχιστον μέχρις ότου επέλθει μια νέα ισορροπία στον παγκόσμιο εξαγωγικό χάρτη, καθώς, εκ των πραγμάτων, κάποιες χώρες θα αναγκαστούν να αλλάξουν τους προμηθευτές τους.

Σε αυτό το φόντο, φαίνεται ότι έχει ανοίξει για τα καλά η συζήτηση για εισαγωγή στη χώρα μας αμερικανικού σιταριού, με παράγοντες του κλάδου να θεωρούν ότι τα μεταφορικά κόστη αντισταθμίζονται από τις ελαφρώς χαμηλότερες τιμές του σε σχέση με το ευρωπαϊκό.

Αγοράζουν ρωσικό σιτάρι Τουρκία και Β. Αφρική

Την ίδια στιγμή, τα πρώτα στοιχεία δείχνουν μια επιβράδυνση των ρωσικών εξαγωγών σιτηρών, με παράλληλη όμως αύξηση των ροών προς ουδέτερες ή «φιλικές» προς το Κρεμλίνο χώρες, καθώς και προς τους βασικούς διαχρονικά πελάτες της χώρας.

Ειδικότερα, οι εξαγωγές μαλακού σιταριού την εβδομάδα που ολοκληρώθηκε στις 17 Φεβρουαρίου ανήλθαν σε 900.000 τόνους και υποχώρησαν ελαφρώς στους 800.000 τόνους την εβδομάδα που ολοκληρώθηκε στις 24 Φεβρουαρίου, πρώτη ημέρα της εισβολής. Στις 3 Μαρτίου είχαν μειωθεί στο μισό, ήτοι στους 400.000 τόνους. Σε ετήσια βάση (δηλαδή σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι), οι εξαγωγές σιταριού είναι μειωμένες κατά 23%.

Από τα ίδια στοιχεία προκύπτει, επίσης, ότι η Τουρκία και η Αίγυπτος, δύο από τους βασικούς αγοραστές ρωσικού σιταριού, μετά από ένα «διάλειμμα» περίπου 15 ημερών, ξεκίνησαν και πάλι τις εισαγωγές τους την περασμένη εβδομάδα προμηθευόμενες από 100.000 τόνους έκαστη.

Αν και στην περίπτωση της Αιγύπτου οι εισαγωγές σε ετήσια βάση από τη Ρωσία είναι πλέον μειωμένες κατά 48% (3,9 εκατ. τόνοι από την αρχή της εμπορικής περιόδου, δηλαδή από τον Ιούλιο του 2021), για την Τουρκία η μείωση δεν ξεπερνάει το 2% (4,9 εκατ. τόνοι από την έναρξη της σεζόν).

Επιπλέον, το Καζακστάν προμηθεύτηκε στο ίδιο διάστημα 200.000 τόνους, με τις συνολικές ποσότητες που έχει εισαγάγει από την αρχή της σεζόν να ανέρχονται πλέον σε 2 εκατ. τόνους, αυξημένοι κατά 82% σε ετήσια βάση. Εξάλλου, βορειοαφρικανικές χώρες, όπως η Λιβύη, εισήγαγαν 100.000 τόνους, ανεβάζοντας το συνολικό τους νούμερο στους 700.000 τόνους που σηματοδοτούν αύξηση 54% σε σύγκριση με την περσινή εμπορική περίοδο, ενώ το Σουδάν βρίσκεται πλέον στο «tοp 10» των εισαγωγέων ρωσικού μαλακού σιταριού, έχοντας προμηθευτεί έως τώρα 650.000 τόνους.

Συνολικά, οι εισαγωγές μαλακού σιταριού των αφρικανικών χωρών από τη Ρωσία ανέρχονται πλέον σε 8,3 εκατ. τόνους, προσπερνώντας εκείνες των χωρών της Μέσης Ανατολής, που αγγίζουν τους 8,2 εκατ. τόνους, ενώ οι ασιατικές χώρες έχουν εισαγάγει περί τους 8 εκατ. τόνους, περισσότερους δηλαδή από όσους είχαν προμηθευτεί ολόκληρη τη σεζόν 2020/2021.

Στα υπόλοιπα προϊόντα, οι εξαγωγές ρωσικού καλαμποκιού ουσιαστικά «πάγωσαν» την πρώτη εβδομάδα μετά την έναρξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων, από τις αρχές της εμπορικής περιόδου, ωστόσο, εμφανίζονται αυξημένες σε ετήσια βάση κατά 15% στους 2,1 εκατ. τόνους. Στο κριθάρι, δεν πραγματοποιήθηκαν αποστολές στο διάστημα από 17 Φεβρουαρίου έως 3 Μαρτίου και οι εξαγωγές έως τώρα ανέρχονται σε 2,9 εκατ. τόνους, μειωμένες κατά 37% σε ετήσια βάση.

Βλέπει ελλείψεις το USDA

Μια πρώτη αποτίμηση των συνεπειών της ρωσοουκρανικής κρίσης στην αγορά των σιτηρών επιχειρεί και η τελευταία έκθεση προσφοράς-ζήτησης του USDA. Οι αναλυτές του αμερικανικού υπουργείου Γεωργίας αναθεώρησαν προς τα κάτω την εκτίμησή τους για τις ρωσικές εξαγωγές που τώρα τοποθετούνται για φέτος στους 32 εκατ. τόνους (-3 εκατ. τόνους από την προηγούμενη πρόβλεψη), καθώς θεωρούν ότι οι φορτώσεις και η μεταφορά θα επηρεαστούν από την πόλεμο και τις οικονομικές κυρώσεις.

Αντίστοιχα, οι εξαγωγές της Ουκρανίας αναμένονται μειωμένες κατά 4 εκατ. τόνους στους 20 εκατ. τόνους. Τις μειωμένες ροές από την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας προβλέπεται να αντισταθμίσουν μόνο εν μέρει οι εξαγωγές της Αυστραλίας και της Ινδίας, οι οποίες τοποθετούνται σε 27,5 και 8,5 εκατ. τόνους αντίστοιχα.

Στο καλαμπόκι, το USDA αναθεώρησε προς τα πάνω την εκτίμηση για τις εξαγωγές των ΗΠΑ, αντίθετα χαμήλωσε τον πήχη για εκείνες της Ουκρανίας. Τα συνολικά παγκόσμια αποθέματα στο τέλος της σεζόν τοποθετούνται τώρα στους 301 εκατ. τόνους, δηλαδή 1,3 εκατ. τόνους κάτω από την προηγούμενη εκτίμηση του Φεβρουαρίου.

Πάει ψηλότερα η σόγια

Τέλος, περαιτέρω άνοδο των τιμών προοιωνίζονται οι εκτιμήσεις του USDA για τη σόγια, καθώς η παγκόσμια παραγωγή αναμένεται να ανέλθει στους 353,8 εκατ. τόνους, ήτοι 10,1 εκατ. τόνους χαμηλότερα από την προηγούμενη πρόβλεψη, ενώ τα τελικά αποθέματα στους 285 εκατ. τόνους από 325 εκατ. τόνους της πρόβλεψης του Φεβρουαρίου. Η νεότερη εκτίμηση του αμερικανικού υπουργείου για τη μέση τιμή της τρέχουσας εμπορικής σεζόν είναι 13,25 δολ./μπούσελ έναντι 13 δολ./μπούσελ, που προέβλεπε τον Φεβρουάριο.

Διπλάσια τα κόστη για τις εκτροφές

Εκείνοι που σε κάθε περίπτωση πληρώνουν και, μάλιστα, ακριβά, το… μάρμαρο της κατακόρυφης αύξησης των τιμών των σιτηρών είναι οι κτηνοτρόφοι. Οι τιμές των ζωοτροφών έχουν ξεφύγει και τα νούμερα της τάξης των 40 και πλέον ευρώ/κιλό, που ακούγονται εσχάτως, για το καλαμπόκι ή των 65 ευρώ για τη σόγια είναι αποκαλυπτικά.

Με αίμα τα φέρνουν βόλτα οι πτηνοτρόφοι

Ενδεικτικά είναι τα παραδείγματα και τα στοιχεία που μας παρέθεσαν βοοτρόφοι κρεοπαραγωγής, αγελαδοτρόφοι, καθώς και εκπρόσωποι του πτηνοτροφικού κλάδου. Ο πρόεδρος του Γενικού Αγροτικού Συνεταιρισμού Ιωαννίνων «Η Ένωση», Χάρης Λιούρης, δηλώνει στην «ΥΧ» ότι ένα μέσο πτηνοτροφείο, αυτήν τη στιγμή, μόλις και μετά βίας καταφέρνει να έχει ισοσκελισμένο προϋπολογισμό.

«Αυτή την περίοδο, το φύραμα φτάνει να κοστίζει 40 λεπτά/κιλό, τη στιγμή που πριν από τις ανατιμήσεις κόστιζε 25 λεπτά/κιλό. Μια μέση πτηνοτροφική μονάδα με 30.000 κοτόπουλα δαπανά σε μηνιαία βάση 9.000 ευρώ για κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας (θέρμανση συν λειτουργία μηχανημάτων), τη στιγμή που σε μια κανονική περίοδο αυτή η δαπάνη ήταν η μισή». Ο ίδιος πρόσθεσε ότι στα επίπεδα που βρίσκεται η τιμή παραγωγού (1,05 ευρώ/κιλό κατά μέσο όρο) μια μέση μονάδα είναι «ίσα βάρκα – ίσα πανιά» στην καλύτερη των περιπτώσεων. Μάλιστα, επεσήμανε ότι υπάρχει μεγάλη ανησυχία αν οι μονάδες θα μπορέσουν να προμηθευτούν καλαμπόκι, καθώς χώρες, όπως η Βουλγαρία, έχουν σταματήσει τις συναλλαγές.

Κοστίζει 6 ευρώ/ημέρα το τάισμα στη βοοτροφία

Η «ΥΧ» συνομίλησε με βοοτρόφους κρεοπαραγωγής που εκτρέφουν την κόκκινη ελληνική φυλή. Κοινή συνισταμένη της συζήτησης ήταν ότι όποιος δεν παράγει έστω ένα μέρος των ζωοτροφών αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να κλείσει τη χρονιά με μεγάλα ελλείμματα.

Ο Χρήστος Τσέρνιος, ο οποίος είναι βοοτρόφος και πρόεδρος του Κτηνοτροφικού Συλλόγου Νευροκοπίου, μας προσδιόρισε τις ανάγκες μιας μονάδας 100 θηλυκών ζώων (μάνες) σε τάισμα: «Ενσίρωμα που το αγοράζουμε στα 14 λεπτά/κιλό, ενώ πριν από τις ανατιμήσεις το παίρναμε στα 9 λεπτά. Κάθε ζώο χρειάζεται σε αξία ενσιρώματος 1,70 ευρώ ημερησίως που αντιστοιχεί σε περίπου 12 κιλά τροφής. Μετά πάμε στο τριφύλλι. Εδώ το ζώο χρειάζεται 4 κιλά ημερησίως, που σημαίνει ότι με 30 λεπτά που αγοράζουμε φέτος πάμε στο 1,20 ευρώ ημερησίως.

Το τριφύλλι το έβρισκες και με 15 λεπτά. Ακόμη, 6 κιλά άχυρο, με 15 λεπτά/κιλό (από 7 λεπτά πέρσι) πάμε στα 90 λεπτά ανά ζώο ημερησίως. Επίσης, ταΐζουμε με ένα μείγμα, τον λεγόμενο γιαρμά, που περιλαμβάνει σόγια και βαμβακόπιτα, 3 κιλά ανά ζώο. Αυτό κοστίζει πάνω από τα 40 λεπτά, ενώ πέρσι ήταν στα 20 λεπτά. Χονδρικά, λοιπόν, ένας βοοτρόφος χρειάζεται πάνω από 5 ευρώ ανά ζώο, δηλαδή 500 – 550 ευρώ ημερησίως για 100 ζώα, τη στιγμή που πέρσι του κόστιζε 300-350. Ευτυχώς, παράγω τριφύλλι και άλλες ζωοτροφές και έτσι αντεπεξέρχομαι. Να πούμε, επίσης, ότι επειδή εμείς βγάζουμε τα ζώα έξω να τραφούν, το καλοκαίρι που μας πέρασε λόγω ξηρασίας δεν υπήρχε πολλή βοσκή και βάλαμε τα ζώα για τάισμα περίπου δύο μήνες νωρίτερα». Ο ίδιος τόνισε ότι για τις ανάγκες του στάβλου καίει πετρέλαιο περίπου 20 λίτρα ημερησίως για την ανάμειξη και το άλεσμα των πρώτων υλών των ζωοτροφών. Μάλιστα, πρόσθεσε ότι «τελευταία αγόρασα στο 1,90, επομένως χρειάζομαι 38 ευρώ ημερησίως. Πριν από τις ανατιμήσεις, ως γνωστόν, το πετρέλαιο ήταν στο 1,10 με 1,20».

Παρόμοια εικόνα για το κοστολόγιο μας έδωσε η βοοτρόφος και μέλος του ΔΣ του Αγροτικού Συνεταιρισμού Δημητριακών και Κτηνοτροφικών Προϊόντων Καστοριάς, Άννα Μόσχου. «Πέρσι, θέλαμε 3,15 ευρώ ημερησίως ανά ζώο (τριφύλλι, άχυρο, γιαρμάς κ.λπ.). Φέτος, θέλουμε 5,75 ευρώ ανά ζώο την ημέρα. Προσθέστε και το πετρέλαιο για να πηγαινοερχόμαστε με το αγροτικό από και προς τον στάβλο, που πλέον δαπανούμε 450 ευρώ τον μήνα από 300 που μας κόστιζε μέχρι πέρσι. Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, πού έχει φτάσει το κόστος παραγωγής.

Αυτά συμβαίνουν χωρίς ο παραγωγός να έχει δει κάποια άνοδο στην τιμή που πουλάει, παρά το γεγονός ότι ο καταναλωτής βλέπει αυξήσεις στο κρεοπωλείο». Η ίδια προσθέτει επιπλέον παράγοντες που επιβάρυναν τους βοοτρόφους την τρέχουσα περίοδο: «Επειδή στην περιοχή έχουμε βαρύ χειμώνα, τα κοπάδια μένουν σταβλισμένα οπωσδήποτε για πέντε μήνες. Τέλος, υπάρχει και η μεγάλη αύξηση στο κόστος των λιπασμάτων, καθώς καλλιεργούμε ένα μέρος των ζωοτροφών που χρειαζόμαστε. Σε λίγο καιρό, θα χρειαστούμε λιπάσματα. Το 40κιλο τσουβάλι τη νιτρική αμμωνία την παίρναμε 15 ευρώ και φέτος έχει πάει στα 40 ευρώ».