Ο χαλκός στη δενδροκομία: Μια ολιστική προσέγγιση

Τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται μια στροφή των καλλιεργητών προς τη δενδροκαλλιέργεια, η οποία, σε σύγκριση με τις αροτραίες καλλιέργειες, παρουσιάζει μεγαλύτερες ανάγκες σε φυτοπροστασία και θρέψη. Ένα από τα πιο διαδεδομένα χημικά στοιχεία στη δενδροκομία είναι ο χαλκός.
Η πρώτη επίσημη καταγραφή της φυτοπροστατετικής δράσης του χαλκού έγινε το 1885, από τον Pierre-Marie-Alexis Millardet, στο Μπορντό της Γαλλίας, ο οποίος λίγα χρόνια πριν είχε παρατηρήσει ανθεκτικότητα έναντι του περονόσπορου σε πρέμνα, που οι αμπελοπαραγωγοί είχαν εφαρμόσει μείγμα θειικού χαλκού και ασβεστίου για να αποτρέψουν κλοπές σταφυλιών. Το μείγμα αυτό, που χρησιμοποιείται έως και σήμερα, είναι γνωστό ως βορδιγάλειος πολτός.
Τα χαλκούχα σκευάσματα είναι ευρέως φάσματος, με δράση τόσο κατά μυκητολογικών όσο και βακτηριολογικών ασθενειών, με τον μηχανισμό δράσης τους να βασίζεται στην απελευθέρωση ιόντων χαλκού (διαλυτοποίηση) που δρουν τοξικά στα παθογόνα αυτά, παρεμποδίζοντας την εξάπλωσή τους.
Τα χαλκούχα σκευάσματα είναι ευρέως φάσματος, με δράση τόσο κατά μυκητολογικών όσο και βακτηριολογικών ασθενειών
Σε περίπτωση που η εν λόγω διαδικασία προχωρά με γρήγορο ρυθμό, είναι πιθανό να παρουσιαστεί τοξικότητα και στα φυτά. Για παράδειγμα, όταν ο βορδιγάλειος πολτός βρίσκεται σε ελαφρώς όξινo ή ουδέτερo Ph, ή υπάρχουν παρατεταμένες βροχές και παρουσία πρωινής δρόσου, αυξάνεται η εισχώρηση ιόντων χαλκού (Cu+2) στο φυτό λόγω αύξησης της διαλυτοποίησής του.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτή του την ιδιαιτερότητα, ο βορδιγάλειος πολτός θα πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη χειμερινή περίοδο και πάντα σε δέντρα μεγαλύτερα των δύο ετών. Η χρήση του γίνεται κυρίως κατά σήψεων λαιμού σε πλήθος καλλιεργειών, όπως τα πυρηνόκαρπα, τα ακρόδρυα, οι ελιές και τα εσπεριδοειδή, αφού απολυμαίνει αποτελεσματικά τους κορμούς των δέντρων, ενώ μετά από την εκδήλωση παγετού συμβάλλει στην προστασία από την είσοδο παθογόνων μέσω των πληγών που δημιουργούνται από το σχίσιμο και την αποκόλληση του φλοιού των δέντρων, ειδικά όταν οι συνθήκες το ευνοούν, όπως η αυξημένη ατμοσφαιρική υγρασία (π.χ. καρκίνωση ελιάς οφειλόμενη σε βακτήριο).
Για την επάλειψη των κορμών, το διάλυμα θα πρέπει να έχει συγκέντρωση 2%-3%, ενώ η εφαρμογή του θα πρέπει να γίνεται σε σύντομο χρονικό διάστημα από την παρασκευή του.
Σε εφαρμογές ψεκασμού μετά την έκπτυξη των οφθαλμών, μπορεί να χρησιμοποιηθεί το υδροξείδιο του χαλκού, ο οξυχλωριούχος χαλκός ή και το οξείδιο του χαλκού, με επίσης καλή αποτελεσματικότητα κατά ωομυκήτων και βασιδιομυκήτων.
Η αποτελεσματικότητα του χαλκού μπορεί να αυξηθεί σημαντικά όταν το μεταλλικό ιόν συνδυαστεί με κάποιο οργανικό μόριο, δρώντας κατά πολλών παθογόνων, όπως αυτά του γένους Botrytis, Alternaria, Phoma, Sclerotinia, Phytopthora, Pythium, κατά εξελκώσεων βραχιόνων (Nectria galligena), αλλά και κατά βακτηριώσεων (π.χ. Pseudomonas syringae).
Για προληπτική και μη εντατική χρήση
Σε αυτό το σημείο, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι, από τη στιγμή που το παθογόνο εισέλθει στο κύτταρο του ξενιστή, καθίσταται ανθεκτικό στις εφαρμογές χαλκούχων σκευασμάτων. Για τον λόγο αυτόν, τα συγκεκριμένα σκευάσματα χαρακτηρίζονται ως προστατευτικά και προληπτικά, ενώ η χρήση οργανικών ενώσεων θεωρείται απαραίτητη για τον αποτελεσματικό έλεγχο των προσβολών.
Όπως αναφέρθηκε, ο χαλκός κατέχει σημαντικό ρόλο και στη θρέψη ως ιχνοστοιχείο, αφού μετέχει στη λειτουργία των φυτικών κυττάρων και το σύστημα μεταφοράς και αποθήκευσης των θρεπτικών στοιχείων. Παρ’ όλα αυτά, η εντατική χρήση χαλκούχων μυκητοκτόνων μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένες συγκεντρώσεις του στοιχείου στον φυτικό ιστό.
Η τοξικότητα που θα προκληθεί σε αυτή την περίπτωση παρεμποδίζει την ανάπτυξη των ριζών, αλλά και των βλαστών. Επιπλέον, υπό αυτές τις συνθήκες και λόγω του ότι ο χαλκός ανταγωνίζεται θέσεις άλλων μεταλλικών ιόντων, όπως του σιδήρου, είναι πιθανό να εκδηλωθούν συμπτώματα τροφοπενίας σιδήρου (χλώρωση).
Εκτός της αυξημένης διαλυτοποίησης, τοξικότητα μπορεί να εκδηλωθεί όταν σε ψεκασμούς χαλκούχων σκευασμάτων γίνεται προσθήκη αμινοξέων ή και αζωτούχων σκευασμάτων. Ακόμη, όταν τέτοια διαλύματα εφαρμοστούν ενώ έχουν σχηματισθεί καρποί είναι πιθανό να δημιουργηθούν δερματώσεις ή και εγκαύματα στην επιδερμίδα τους.
Σε μερικά είδη, δύναται τέτοια συμπτώματα να εκδηλωθούν και σε άλλα μέρη του φυτού λόγω ευαισθησίας (π.χ. στη ροδακινιά, οι ψεκασμοί να γίνονται πριν την έκπτυξη των οφθαλμών ή χρήση νουκλεϊνικού χαλκού μετά από αυτή).
Τέλος, από τα όσα αναφέρθηκαν συνάγεται εύλογα το συμπέρασμα πως παρά την σημαντικότητα του, η αλόγιστη χρήση του χαλκού ακόμη και με ψεκασμούς μπορεί να οδηγήσει σε δέσμευση του στοιχείου από τα επιφανειακά στρώματα του εδάφους, ειδικά όταν αυτό έχει υψηλά ποσοστά αργίλου, οργανικής ουσίας, αλλά και άλλων μεταλλικών ιόντων όπως του Fe και Mn, επιδρώντας αρνητικά στην ωφέλιμη για τα φυτά μικροβιακή δραστηριότητα, αλλά και στην ανάπτυξη ανθεκτικότητας φυτοπαθογόνων πληθυσμών βακτηρίων.
γράφει ο Βασίλειος Βουλγαρίδης, γεωπόνος, MSc ειδίκευσης σε δενδροκομία -αμπελουργία, σύμβουλος πολυετών καλλιεργειών